Γιάννης Ρίτσος
Κορυφαῖος Ἕλληνας ποιητής. Γεννήθηκε στὴ Μονεμβάσια τὴν Πρωτομαγιὰ τοῦ 1909 καὶ πέθανε στὴν Ἀθήνα τὸ 1990. Πάνω ἀπὸ ἑκατὸ ποιητικὲς συλλογὲς καὶ συνθέσεις, ἐννέα πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τὰ ὀνομάζει), τέσσερα θεατρικά, ὅπως καὶ μελέτες γιὰ ὁμοτέχνους συγκροτοῦν τὸ κύριο σῶμα τοῦ ἔργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα καὶ ἄλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν τὴν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ. Ὁ πατέρας του ἦταν κτηματίας, ἀλλὰ ἔχασε τὴν περιουσία του καὶ πολὺ νωρὶς ὁ ποιητὴς δυστύχησε οἰκονομικά.
Γρήγορα τὸ ἐνδιαφέρον του στράφηκε στὴν ποίηση καὶ στὰ μεγάλα κοινωνικοπολιτικὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς του. Οἱ νέες ἰδέες του ἦσαν μαρξιστικές. Αὐτὲς οἱ ἰδέες στάθηκαν ἀφορμὴ γιὰ περιπέτειες. Φυλακίστηκε, ἐξορίστηκε καὶ ἐκτοπίστηκε πολλὲς φορές. Τόποι ἐξορίας του ὑπῆρξαν ἡ Μακρόνησος καὶ ὁ Ἅγιος Εὐστράτιος παλιά, ἡ Γυάρος, ἡ Λέρος καὶ ἡ Σύρος στὴν ἑπταετία τῆς χούντας. Ἡ ζωὴ τοῦ ποιητῆ ὑπῆρξε ταραγμένη καὶ περιπετειώδης. Χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀσθένειες καὶ πολιτικὲς διώξεις. Σίγουρα ὅλη αὐτὴ ἡ ἔνταση, ἐπηρέασε τὴν ποίησή του.
Τὸ 1921 ἄρχισε νὰ συνεργάζεται μὲ τὴ «Διάπλαση τῶν Παίδων». Πολλὰ ἀπὸ τὰ νεανικά του ποιήματα δημοσιεύτηκαν στὸ φιλολογικὸ παράρτημα τῆς «Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας» τοῦ Πυρσοῦ.
Γιὰ νὰ ἀνταπεξέλθει στὶς βιοτικὲς ἀνάγκες ἐργάσθηκε ὡς χορευτὴς σὲ ἐπιθεωρησιακὸ μπαλέτο (1930) ἀφοῦ φοίτησε στὴ σχολὴ Μοριάνοφ. Ἐπίσης, ὁ Ρίτσος ἀσχολήθηκε ἐρασιτεχνικὰ μὲ τὴ ζωγραφικὴ καὶ τὴ μουσική.
Τὸ 1934 ἐκδόθηκε ἡ πρώτη ποιητικὴ συλλογή του μὲ τίτλο «Τρακτέρ», ἐνῶ ἄρχισε καὶ τὴ συνεργασία του μὲ τὸ «Ριζοσπάστη», μὲ τὰ «Γράμματα γιὰ τὸ Μέτωπο». Τὸ 1935 κυκλοφοροῦν οἱ «Πυραμίδες», τὸ 1936 ὁ «Ἐπιτάφιος» καὶ τὸ 1937 «Τὸ τραγούδι τῆς ἀδελφῆς μου». Ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος στὴν Ἐθνικὴ Ἀντίσταση, ἐνῶ κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα 1948-1952 ἐξορίστηκε σὲ διάφορα νησιά. Τὸ 1956 τιμήθηκε μὲ τὸ Α´ Κρατικὸ Βραβεῖο Ποίησης γιὰ τὴ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος».
Τὸ 1968 προτάθηκε γιὰ τὸ βραβεῖο Νόμπελ ἀπὸ 75 Γάλλους ἀκαδημαϊκούς, συγγραφεῖς καὶ νομπελίστες, τὸ 1975 ἀναγορεύτηκε ἐπίτιμος διδάκτορας τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ τὸ 1987 τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Διακρίθηκε ὅμως καὶ μὲ πολλὰ ξένα βραβεῖα. «Μέγα διεθνὲς βραβεῖο ποίησης» (Βέλγιο, 1972), διεθνὲς βραβεῖο «Γκεόργκι Δημητρώφ». (Βουλγαρία, 1975), μέγα βραβεῖο ποίησης «Ἀλφρὲ ντὲ Βινύ» (Γαλλία, 1975), διεθνὲς βραβεῖο «Αἴτνα-Ταορμίνα» (Ἰταλία, 1976), «βραβεῖο Λένιν για τὴν εἰρήνη» (ΕΣΣΔ, 1977), διεθνὲς βραβεῖο «Μποντέλο» (1978).
Ποιὸς εἶναι λοιπὸν ὁ Ρίτσος; Ὁ βάρδος τῶν λαϊκῶν ἀγώνων ἢ ὁ μοναχικὸς σκεπτικιστής, ὁ «ἀπαρηγόρητος παρηγορητὴς τοῦ κόσμου»; Ὁ αἰσθησιακὸς ποὺ ρουφάει μὲ ὅλους τοὺς πόρους του τοὺς χυμοὺς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ κλείνει μέσα στ᾿ ἀνθρώπινο σῶμα τὸν φυσικὸ κόσμο καί, ἀντίστροφα, μεταμορφώνει τὸ σύμπαν σε παλλόμενη σάρκα; Ὁ ἐρωτικός, ποὺ σκιρτᾶ σ᾿ ὅλα τὰ ἀγγίγματα τῶν σωμάτων καὶ τῶν ἀγαλμάτων, ἢ ὁ ἀσκητὴς ποὺ «ἀπωθεῖ» καὶ «θεώνεται»; Ἢ μήπως ὁ φύσει ὑπαρξιακὸς ποὺ ἐκθέτει τὴν ἀγωνία του στὸν ψιθυριστὸ διάλογό του μὲ τὸ χρόνο καὶ τὸ θάνατο; Ὁ «διχασμένος καὶ διπλός», μᾶς λέει ὁ ἴδιος, ἐπιβεβαιώνοντας τὸν ὑπερβατικὸ λόγο τῆς ποίησης.
Καὶ μία ἁπλὴ καταγραφὴ τοῦ τεραστίου σὲ ὄγκο ἔργου του (πάνω ἀπὸ 100 ποιητικὰ βιβλία, 4 θεατρικά, πεζά, δοκίμια, μεταφράσεις) θ᾿ ἀπαιτοῦσε πολλὲς σελίδες. Ἂς ἀρκεστοῦμε σὲ μιὰ συνοπτικὴ παρακολούθηση τῆς ποιητικῆς πορείας.
1934-36: Μέσα ἀπὸ τὸν παραδοσιακὸ στίχο, στὶς παράλληλες συλλογὲς Τρακτὲρ (1930-1934), Πυραμίδες (1930-35), ἐκφράζει τοὺς νέους προσανατολισμούς του ἐπιχειρώντας μία ρήξη, ποὺ ἀποδεικνύεται ὅμως ἀρκετὰ ἐπώδυνη.
Τὸν Μάιο τοῦ 1936, ἡ αἱματηρὴ καταστολὴ τῆς διαδήλωσης τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν στὴ Θεσσαλονίκη, τοῦ ἐμπνέει τὸν Ἐπιτάφιο, αὐτὸ τὸ μοιρολόι τῆς μάνας μπροστὰ στὸ σῶμα τοῦ σκοτωμένου γιοῦ της, ποὺ μετατρέπεται σὲ κοινωνικὴ διαμαρτυρία καὶ ἐξέγερση. Στὸν ὁμοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο μετακενώνεται ἡ δημοτικὴ καὶ λόγια παράδοση, φορτίζοντας τὸ σύγχρονο δράμα, ἐνῶ ἡ ἀνάκληση τοῦ χριστιανικοῦ μύθου εὐαγγελίζεται μίαν ἄλλη ἀνάσταση. Ὁ Ἐπιτάφιος παραδόθηκε στὴν πυρὰ ἀπὸ τοὺς δικτάτορες τῆς 4ης Αὐγούστου.
1937-43: Εἶναι ἡ περίοδος τῆς λυρικῆς ἔκρηξης. Ἕνας μοντέρνος λυρισμός, σὲ ἐλεύθερο στίχο, ὅπου ἡ μουσικὴ ροὴ καὶ τὰ ἐνσωματωμένα στοιχεῖα τοῦ ὑπερρεαλισμοῦ πειθαρχοῦν στὸν εἱρμὸ τοῦ αἰσθήματος καὶ τοῦ στοχασμοῦ. Ὁ ὑπαίθριος χῶρος εἰσβάλλει μὲ τολμηρὲς φωτεινὲς καὶ ὀνειρικὲς εἰκόνες. Ὀργιώδης φαντασία ποὺ ξέρει νὰ γειώνεται ἀκουμπώντας πάντα στὰ ἁπλὰ πράγματα.
Τὸ 1937, συγκλονισμένος ἀπὸ τὴν ψυχικὴ ἀσθένεια τῆς ἀδερφῆς τοῦ Λούλας, ποὺ ὁδηγεῖται στὸ Δαφνί, γράφει Τὸ τραγούδι τῆς ἀδελφῆς μου. (Σημειωτέον ὅτι στὸ ἴδιο ἵδρυμα βρίσκεται ὁ πατέρας ἀπὸ τὸ 1932). Εἶναι τὸ ποίημα ποὺ θὰ τοῦ χαρίσει τὸ «χρίσμα» τοῦ γέρου Παλαμᾶ: «Παραμερίζουμε, ποιητή, γιὰ νὰ περάσεις».
Ἡ Ἐαρινὴ συμφωνία (1937-1938) ἔρχεται νὰ ἐπουλώσει πληγές: ψυχικὴ ἀνάταση καὶ θάμβος μπροστὰ στὸ θαῦμα τοῦ πρωτοφανέρωτου ἔρωτα. Στὸ Ἐμβατήριο τοῦ ὠκεανοῦ, (1939-1940), τὸ ὄνειρο τοῦ μεγάλου ταξιδιοῦ τρέφεται μὲ μνῆμες τοῦ μονεμβασιώτικου βράχου. Ἀναπόληση μέσα στὴν ἄξενη πολιτεία ὅπου προβάλλεται κιόλας ἡ ἐφιαλτικὴ εἰκόνα τῆς ναζιστικῆς θηριωδίας: «Οἱ ἄνθρωποι ἑτοιμάζουν σκάλες μὲ ἀνθρώπινα κόκαλα γιὰ ν᾿ ἀνέβουν».
Τὴν ἔντονη μουσικότητα διαδέχεται ἕνας ὑπόγειος ρυθμὸς στὴν Παλιὰ μαζούρκα σὲ ρυθμὸ βροχῆς (Μακρινὴ ἐποχὴ τῆς ἐφηβείας), 1942, καὶ στὴ Δοκιμασία (1935-1943), ὅπου θὰ εἰσχωρήσουν προοδευτικὰ συμβολικὲς ἀναφορὲς στὴν κατοχικὴ καταπίεση. Ὁ στίχος ἐκτείνεται, καὶ τὸ ὕφος πλησιάζει «τὸ πρότυπο τῆς ἁπλῆς συνομιλίας», τὴ χαρακτηριστικὴ φωνὴ τοῦ Ρίτσου.
1944-53: Σ᾿ ὅλη τη διάρκεια τῆς κατοχῆς ὁ ποιητῆς εἶναι καθηλωμένος στὸ κρεβάτι ἀπὸ μία σοβαρὴ ὑποτροπὴ τῆς ἀρρώστιας. Συμμετέχει στὸ καλλιτεχνικὸ τμῆμα τοῦ ΕΑΜ. Πολλὰ ἀπὸ τὰ γραφτά του, μεταξὺ τῶν ὁποίων κι ἕνα μυθιστόρημα, καταστράφηκαν στὰ Δεκεμβριανά. Στὸν ἐμφύλιο, ἐξορίζεται στὴ Λῆμνο (1948), στὴ Μακρόνησο (1949), στὸν Ἅη Στράτη (1950). Ἀπελευθερώνεται τὸ 1952.
Ἀπὸ τὴν Τελευταία Π.Α. ἐκατονταετία (1942), ποὺ γράφεται παράλληλα μὲ τὴ Δοκιμασία, ἀρχίζει μία καινούργια περίοδος, ἡ ὁποία καλύπτει αὐτὰ τὰ δύσκολα χρόνια. Σχεδὸν ἀποκλειστικά, ποιήματα τοῦ ἀγώνα καὶ τῆς ἐξορίας, πού, ἂν καὶ διαφέρουν μορφικὰ μεταξύ τους, τὰ συνδέει ἡ θεματικὴ συνάφεια καὶ ἡ μεταφορὰ τῆς νωπῆς ἱστορικῆς ἐμπειρίας:
Ἡ κοινότητα τοῦ πόνου θὰ ἐκφραστεῖ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ χορικοῦ (Τρία χορικά, 1944-1947). Τὴν ἐποποιία τῆς Ἀντίστασης ζωντανεύουν τὰ δίδυμα ἔργα Ρωμιοσύνη, Ἡ Κυρὰ τῶν ἀμπελιῶν (1945-1947): Κλέφτες του '21 κι ἀντάρτες πολεμοῦν μαζὶ τὸν κατακτητή. Σὲ ἀντιστοιχία, ἡ ἀναβίωση τῆς παράδοσης μὲ δημοτικοὺς ρυθμοὺς καὶ παραστάσεις γονιμοποιεῖ τὸν μοντέρνο, κάποτε ὑπερρεαλίζοντα, στίχο στὶς ἐπικολυρικὲς αὐτὲς συνθέσεις. Στὸν Πέτρινο Χρόνο (1949), ἀντίθετα, ὁ λόγος ἀπογυμνώνεται, γίνεται κραυγὴ ποὺ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴν κόλαση τῆς Μακρονήσου. Συμπύκνωση, ἐξομολογητικότητα στὰ ἀπέριττα Ἡμερολόγια ἐξορίας, ἐνῶ, παράλληλα, κυλάει ἕνα ποίημα ποταμὸς (5.500 στίχοι), Οἱ γειτονιὲς τοῦ κόσμου (1949-1951), τὸ «χρονικό» τῆς δεκαετίας 1940-1950. Μὲ πολλὰ ἐνδιάμεσα στάδια, ὅπου ἡ προσπάθεια νὰ συντηρηθεῖ ἡ φλόγα τῆς πίστης ἀποκαλύπτει τὰ ρήγματα τῆς ἥττας τῆς Ἀριστερᾶς, ὁ κύκλος κλείνει μὲ τὴ συγκλονιστικὴ Ἀνυπόταχτη Πολιτεία (1952-1953): Συνειδητοποίηση τοῦ βάθους τῆς ἥττας μὲ τὴν ἐπιστροφὴ στὴ μουδιασμένη καὶ «ἐκσυγχρονιζόμενη» Ἀθήνα. Προσπάθεια ἐπανένταξης κι ἐσωτερικὸς ἀγώνας γιὰ τὴν ἀνάκτηση τῶν χαμένων ἐλπίδων.
1954-67: Τὸ 1954 ὁ Ρίτσος παντρεύεται μὲ τὴ γιατρὸ Φαλίτσα Γεωργιάδη. Τὰ χρόνια ποὺ ἀκολουθοῦν εἶναι μία ἀνάπαυλα εἰρήνης καὶ γαλήνης στὸ σπιτικὸ περιβάλλον. Ἡ γέννηση τῆς κόρης του Ἔρης τοῦ χαρίζει τὸ εὐφρόσυνο Πρωινὸ ἄστρο (1955). Ἡ ἐποχὴ αὐτὴ θὰ φέρει μία καινούργια καρποφορία. Ἐσωτερικὲς διεργασίες κι ἀντικειμενικὲς συνθῆκες (σχετικὴ ὕφεση τοῦ ψυχροῦ πολέμου καὶ κάποια φιλελευθεροποίηση καὶ στὸν τομέα τῆς αἰσθητικῆς μετὰ τὸ 20ό σοβιετικὸ συνέδριο) ἀποδεσμεύουν μία πολύτιμη ὕλη ποὺ θὰ ὁδηγήσει τὸ ἔργο του στὴν αἰχμὴ τῆς σύγχρονης ποίησης. Εἶναι ἡ περίοδος τῶν ὑψηλῶν συλλήψεων καὶ τῶν εὐρηματικῶν μορφικῶν τρόπων τῆς Τέταρτης Διάστασης, ποὺ ἐγκαινιάζεται μὲ τὴν κλασικὴ στὴν οἰκονομία της καὶ τὴν ὑποβλητική της γοητεία Σονάτα τοῦ σεληνόφωτος (1956, Α´ κρατικὸ βραβεῖο ποίησης).
Στὰ πολύστιχα αὐτὰ ποιήματα (δραματικοὶ μονόλογοι τὰ περισσότερα), ὁ Ρίτσος μέσα ἀπὸ διαφορετικὲς περσόνες, σύγχρονες ἢ μυθολογικές, θὰ πραγματοποιήσει καταβυθίσεις στὸ σκοτεινὸ πηγάδι τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ ὑποσυνειδήτου, θὰ μιλήσει γιὰ τὴ μοναξιά, τὴν ἐρωτικὴ στέρηση, τὸ γήρασμα τοῦ σώματος καὶ τῶν πραγμάτων (Σονάτα..., Τὸ νεκρὸ σπίτι, 1959, Κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τοῦ βουνοῦ, 1960), θὰ ἀναδείξει τὴν ἀξία τῆς ἁπλῆς ζωῆς ὅπου συντελεῖται τὸ θαῦμα, ἀποενοχοποιώντας τὸν ἀντιήρωα (Ἰσμήνη, 1966-71), θὰ ἀνατάμει τὶς συνειδησιακὲς συγκρούσεις τοῦ ἀτόμου - φορέα τῆς κοινωνικῆς πράξης (Ὀρέστης, 1962-1966, Φιλοκτήτης 1963-1965). Κι ἀκόμα θὰ ἐπιχειρήσει μία δυναμικὴ ἀνακατάκτηση τοῦ χρόνου μέσα ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ καὶ ἱστορικὴ μνήμη (Ὅταν ἔρχεται ὁ Ξένος, 1958).
Οἱ ἀρχαιόθεμοι μονόλογοι ἀντλοῦν ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν Ἀτρειδῶν, τῶν Λαβδακιδῶν καὶ τὸν τρωικὸ κύκλο. Ὁ μύθος συγχωνεύεται μὲ τὶς κοινωνικό-ἱστορικὲς ἐμπειρίες ὅπως καὶ μὲ τὴν ἱστορία τῆς ἐπίσης τραγικῆς μονεμβασιώτικης οἰκογένειας. Τὰ ἑτερόκλητα στοιχεῖα ὀργανώνονται μέσα σὲ μιὰ ἰδιότυπη, ἐρεθιστικὴ συγχρονία. Ὁ σχεδὸν δοκιμιακὸς στοχασμὸς καλύπτεται ἀπὸ τὴ σεμνότροπη ἐξομολογητικότητα τῆς καθημερινῆς κουβέντας.
Παράλληλα μὲ τὶς συνθέσεις τῆς Τ.Δ., καλλιεργεῖται συστηματικὰ τὸ ὀλιγόστιχο ποίημα, ποὺ σὰν νὰ συμπυκνώνει τοὺς πληθωρικοὺς μονολόγους. Λιτό, συχνὰ αἰνιγματικό, καταγράφει χαμηλόφωνα τὶς ἐλάχιστες χειρονομίες, τοὺς ψυχικοὺς κραδασμούς, καθηλώνει τὸ φευγαλέο καθαγιάζοντας τὴν καθημερινότητα. Ὁ ποιητὴς διαλέγεται μὲ τὸν κόσμο τῶν πραγμάτων (ἔπιπλα, σκεύη, ἐργαλεῖα τῆς δουλειᾶς), αὐτῶν τῶν «ἁπλῶν, ἁπτῶν, ἀδιανόητων καὶ κατευναστικῶν ἀντικειμένων, αὐτῶν τῶν μικρῶν συσσωρευτῶν τῆς χρήσιμης ἀνθρώπινης ἐνέργειας», καθὼς λέει ὁ ἴδιος σχολιάζοντας τὶς Μαρτυρίες (1957-1965). Τὰ ἀντικείμενα, ὅπως ὅλα τὰ ζῶντα ἢ ἄψυχα τοῦ σύμπαντος, βρίσκονται σὲ συνεχὴ ἀνταπόκριση μὲ τὸν ἄνθρωπο. Κι αὐτὴ ἡ ποιητικὴ ὅραση ποὺ νοηματοδοτεῖ τὸν κόσμο εἶναι ἴσως ἡ μεγαλύτερη χάρη καὶ δωρεὰ τοῦ ριτσικοῦ ἔργου.
1967-72: Ἀμέσως μετὰ τὸ πραξικόπημα τοῦ 1967, ὁ Ρίτσος ὁδηγεῖται πάλι στὶς ἐξορίες: Γιάρος, Λέρος, καί, στὴ συνέχεια, τίθεται σὲ κατ᾿ οἶκον περιορισμὸ στὴ Σάμο, ὡς τὸ τέλος τοῦ '70. Μαζί με τοὺς δυνάστες, τὸ φάσμα τοῦ θανάτου εἶναι συνεχῶς παρὸν (νοσηλεύεται στὸν Ἅγιο Σάββα φρουρούμενος). Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ διάσπαση τοῦ ΚΚΕ καὶ ἡ ἐπέμβαση στὴν Τσεχοσλοβακία δὲν ἦρθαν νὰ τονώσουν τὸ ἠθικό του. Κι ὅμως ἡ ζοφερὴ ἑπταετία ἦταν ἡ πιὸ παραγωγική του περίοδος. Τὸ πλῆθος τῶν βραβείων καὶ τῶν τιμητικῶν διακρίσεων στὸ ἐξωτερικὸ ἐξάλλου, ὅπως καὶ οἱ μεταφράσεις σὲ διάφορες γλῶσσες, μαρτυροῦν τὴ διεθνὴ ἀπήχηση τοῦ ἔργου του ποὺ θὰ αὐξάνεται ὁλοένα.
Οἱ δραματικὲς συνθῆκες ποὺ σφράγισαν ὅλη αὐτὴ τὴν περίοδό μας ἐπιβάλλουν νὰ τὴν ξεχωρίσουμε ἀπὸ τὴν προηγούμενη, μολονότι κι ἐδῶ καλλιεργοῦνται οἱ ἴδιες ποιητικὲς μορφές. Ἡ ἀλλαγὴ ὀπτικῆς καὶ διάθεσης - ὄχι διαθεσιμότητας - ὑπαγορεύει καὶ ἀλλαγὲς στὸ ὕφος καὶ στὴ γραφή: εἰσχωρεῖ ὁ σαρκασμὸς καὶ ἡ εἰρωνεία, προπάντων τὸ στοιχεῖο τοῦ παραλόγου.
Ἡ τριπλὴ συλλογὴ Πέτρες, Ἐπαναλήψεις, Κιγκλίδωμα (1968-1969) ἐκδόθηκε δίγλωσση στὴ Γαλλία: Καταγγελία τοῦ καθεστῶτος ἀλλὰ καὶ ἔκφραση πικρίας - ἕνα αἴσθημα «ἀπορφανισμοῦ», ὕστερα ἀπὸ τὴν κρίση στὶς σοσιαλιστικὲς χῶρες. Χωρὶς νὰ λείπει ἡ ἀντιστασιακὴ δόνηση, ὅπως π.χ. στὸ χορικὸ Ὁ ἀφανισμὸς τῆς Μῆλος (1969) ἢ στὰ Δεκαοχτὼ λιανοτράγουδα τῆς πικρῆς πατρίδας (1968), τὸ κύριο σῶμα τῶν ποιημάτων αὐτῶν τῶν χρόνων διαποτίζεται ἀπὸ μία αἴσθηση ματαιότητας καὶ θανάτου. Σὲ συλλογὲς ὅπως Ὁ τοῖχος μέσα στὸν καθρέφτη (1967-71), Διάδρομος καὶ σκάλα (1970), Γραφὴ τυφλοῦ (1972-1973), εἰσβάλλει ὁ κόσμος τοῦ «ἡμερινοῦ καὶ νυχτερινοῦ ἐφιάλτη». Ἕνας κόσμος σακατεμένος, παραμορφωμένος, παρανοϊκός.
Ἀλλὰ καὶ σὲ μονολόγους τῆς Τέταρτης Διάστασης, ὅπως ὁ Ἀγαμέμνων, ἡ Χρυσόθεμις, ἡ Ἑλένη (1970), Ἡ ἐπιστροφὴ τῆς Ἰφιγένειας (1971-1972), τὸ κέντρο βάρους μετατίθεται στὸ ὑπαρξιακὸ πεδίο. Εἶναι ἡ ὥρα τῶν ἀπολογισμῶν: Ὁ Τρωικὸς πόλεμος, ἡ θυσία τῆς Ἰφιγένειας, ἡ (σὲ προηγούμενη φάση, στὸ ποίημα Ὀρέστης) καθαρτήρια μητροκτονία, θέτουν τώρα τὸ τραγικό, ἀναπάντητο ἐρώτημα: «πρὸς τί;». Ἡ ἔλλειψη νοήματος, τὸ «μέγα τίποτα» κυριαρχεῖ. Ἡ ἱστορία εἶναι μία ἀέναη ἐπανάληψη παθῶν, καὶ ὁ ζωοποιὸς λόγος αὐτοακυρώνεται. Μένει ὁ ἡρωικὸς πεσιμισμὸς τῆς Ἑλένης: «... Ὡστόσο - ποιὸς ξέρει - ἴσως ἐκεῖ ποὺ κάποιος ἀντιστέκεται χωρὶς ἐλπίδα, ἴσως ἐκεῖ νὰ ἀρχίζει ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία, ποὺ λέμε, κι ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπου...» Κι ὅμως μέσα στὴ δικτατορία θ᾿ ἀκουστοῦν αἰφνίδια συνθέσεις ἐξόδου ποὺ προοιωνίζονται μία εὔφορη δημιουργία, ἐνδεικτική της ἐγρήγορσης, τῆς θεληματικότητας καὶ τῆς μανίας τοῦ ἀκατάβλητου ποιητῆ.
1972-83: Τὸ Κωδωνοστάσιο καὶ ἡ Γκραγκάντα (1972) εὐαγγελίζονται τὴν ἐξέγερση ποὺ ἦταν νά 'ρθει, ἀλλὰ καὶ ἐγκαινιάζουν νέους ἐκφραστικοὺς τρόπους. Μετα-ὑπερρεαλιστική, ἐξπρεσιονιστικὴ γραφή, ἀμάλγαμα λόγιας καὶ λαϊκῆς γλώσσας. Ἕνας κόσμος ρευστός, ὅπου ἄνθρωποι, ζῶα, πράγματα συνδιαλέγονται ἀπειθάρχητα: «... Καὶ τὰ λόγια διασταυρούμενα, ἀνταποκρίσεις, ἀπομακρύνσεις, παρεξηγήσεις, τυχαῖες συνέχειες - τὸ πιότερο μονόλογοι - λόγια ἀσυνάρτητα, ἀσήμαντα, ἐρευνητικά, ἀναπάντητα, ἀπαραίτητα...», σχολιάζει ὁ ἴδιος. Ἕνα ἀλλόκοτο σύμπαν μυρμηγκιάζει στὴν ἀστείρευτη φαντασία. Ἴσως αὐτὸ νὰ σημαίνει Γίγνεσθαι (συγκεντρωτικὸς τόμος ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1977), σὲ σχέση μ᾿ ἕνα προηγούμενο «εἶναι». Τὰ Ἐπινίκια, ἐπίσης συγκεντρωτικὸς τόμος ποὺ περικλείει συνθέσεις ἀπὸ τὸ 1977 ὡς τὸ 1983, ἀνακαλοῦν ἐπικὲς μνῆμες ποὺ προβάλλονται στὸ μέλλον. Ἐνοραματικὲς συλλήψεις τοῦ ὑπερώριμου Ρίτσου, ὁ ὁποῖος ἐπενδύει ἀξιωματικὰ μ᾿ ὅλη του τὴν ποιητικὴ σκευὴ καὶ τὸν παράφορο λυρισμό του, ἄλλη μιὰ φορά, στὸ ἱστορικὸ στοίχημα.
Προέκταση τῆς ποίησής του, ἡ πεζὴ ἐννεαλογία Εἰκονοστάσιο ἀνώνυμων ἁγίων (1983-1986), σύντηξη ἀτομικῶν ὅπως καὶ κοινωνικῶν βιωμάτων καὶ ἐρωτικῶν φαντασιώσεων. Διάφορα προσωπεῖα τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ἐκφράσει μύχιες σκέψεις καὶ ἐπιθυμίες μὲ δραματικοὺς ἢ παιγνιώδεις τρόπους, μὲ μιὰ τολμηρή, κάποτε ἐλευθεριάζουσα γλώσσα.
Ὁ Γιάννης Ρίτσος πέθανε στὶς 11 Νοεμβρίου 1990, ἀφήνοντας 50 ἀνέκδοτες συλλογὲς ποιημάτων. Μὲ τὸ ἔργο του εἰσῆλθε σ᾿ ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, ἄντλησε ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ χρόνου καὶ τὸ πλάτος τοῦ κοινωνικοῦ χώρου. Ἐκμεταλλεύθηκε δυναμικὰ τὸν ἀστείρευτο πλοῦτο τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας. Συμφιλίωσε τοὺς ἀγῶνες γιὰ τὰ καίρια προβλήματα τῆς ἐποχῆς μας μὲ τὴν ἐσωτερικὴ βίωση τῶν πραγμάτων καὶ τὴν ἀναζήτηση τοῦ νοήματος τῆς ὕπαρξης. Στὶς μείζονες συνθέσεις καὶ στὰ μικρὰ ποιήματα, ὅπως καὶ στὰ δοκίμιά του, ἀνέδειξε μία σύγχρονη εὐαισθησία, προσαρμόζοντας τὴ φωνή του στοὺς χαμηλοὺς τόνους τῆς βαθιᾶς ἐπικοινωνίας καὶ τῆς ἐξομολογητικότητας.
Οἱ συλλογὲς ποὺ ἐκδόθηκαν ἀμέσως μετὰ τὸ θάνατό του μὲ τὸν τίτλο Ἀργά, πολὺ ἀργὰ μέσα στὴ νύχτα εἶναι ἡ ὕστατη χειρονομία του. Προδομένος ἀπὸ τὸ ὅραμά του, κοιτάζει κατάματα τὸ θάνατο μεταγγίζοντας καὶ τὶς τελευταῖες στιγμές του στὸ λόγο. «Γεύση βαθιὰ τοῦ τέλους προηγεῖται τοῦ ποιήματος. Ἀρχή».
«Βαθὺ Καρλοβασίτικο φεγγάρι πάνω ἀπ᾿ τὶς κραυγὲς τῶν ἐραστῶν βατράχων»
Πηγή: Wikipedia