ξά σου = εξουσία σου, όπως θες
ξαγκουσεμός (ο) = απολύτρωση
ξαγκρίζω, αγγρίζω = πειράζω, ερεθίζω, ερεθίζω ερωτικά
ξαγοράρης (ο) = ο εντεταλμένος εξομολόγος που εξασκεί το μυστήριο της εξομολόγησης
ξαγορεύω, ξαγορεύγω -μαι = εξομολογώ -ούμαι, ψαρεύω κάποιον να του πάρω λόγια. Συνήθεις φράσεις: Να πεταχτώ θέλω στην εκκλησία να πάω να ξαγορευτώ μόνο συχώρεσέ μου κι ο Θεός να σου συγχωρέσει. Ή: Επήγε ο γιος σου στη γειτόνισσα, και κείνος τον εξαγόρεψε καλά καλά να μάθει ήντα ‘ποκάμαμε με το προξενιό
ξαγοριά(η) = το μυστήριο της θείας μετάνοιας, εξομολόγηση
ξάζω = έχω αξία, αξίζω
ξαμάρι (το) = μέτρο για δείγμα
ξαμώνω = σημαδεύω, στρέφω, κατευθύνομαι. Συνήθεις φράσεις: Δε ξαμώνεις ντρέτα και συνέχεια τσι πετάς όξο. Ή: Απου σκάβει ξένο λάκκο, ξαμώνει του μπογιού του
ξανάκολα = ξανάστροφα, προς τα πίσω
ξανακουτελώνω = βρίσκομαι ξανά κούτελο με κούτελο, συναντιέμαι πρόσωπο με πρόσωπο, συναντώ κάποιον ξανά, μτφ ξανασυναγωνίζομαι
ξαναξεμπιστεύγομαι = έχω ξανά εμπιστοσύνη, ξαναεμπιστεύομαι. Συνήθης φράση: Άσε με ήσυχο, δε σε ξαναξεμπιστεύγομαι μπλιό
ξαναξώ = ξύνω ξανά, ξαναπληγώνω, ξεσκαλίζω
ξανοίγω = βλέπω, τηρώ, παρατηρώ, κοιτάζω
ξαντά = δραστικό αποτέλεσμα. Συνήθης φράση: Μη παιδεύεσαι με τα χέρια να ρίξεις το παλιό σοβά από το σπίτι. Ένα κομπρεσεράκι θα βάλεις και θα τα κάνεις μέσα ξαντά
ξαουπίσω = από πίσω, ξωπίσω
ξάργητα = καθυστέρηση, χάσιμο χρόνου
ξαργητού, αξαργητού. Αξαργότου, ξαργότου = επίτηδες
ξαργώ = καθυστερώ, μένω σε αργία, δεν εργάζομαι, χάνω το χρόνο μου άσκοπα
ξαρέσκι, ξαθέρι = το πιο εκλεκτό πράγμα. Συνήθεις φράσεις: Αυτά τα σταφύλια που σας ήφερα, είναι το ξαθέρι του αμπελιού. Ή: Μα αυγά ήφερες να φάμε; Χαράς το ξαρέσκι…
ξαρρωστικό (το) = καλό φαγητό που ευνοεί την ανάρρωση
ξαρρωστώ, ξαρρωσταίνω = αναρρώνω, συνέρχομαι από αρρώστια
ξαρτάρικος -η -ο = ειδικός για την περίσταση
ξαφλίζω, ξοφλίζω, ξοφλώ = εξαλείφω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, χάνομαι. Συνήθης φράση: Ξοφληθήκανε μωρέ και οι λαμαρίδες από τη περιοχή μας, που ήτονε νόστιμο χόρτο
ξεβατζέρνω, βατζέρνω, βαντζάρω = προεξέχω, περισσεύω
ξεβατσίζω = εκπαιδεύω κάποιον στην πονηριά και στην εξυπνάδα, μικρό ζώο ή παιδί
ξεβατσισμένος -η -ο = εξασκημένος, ξεπονηρεμένος
ξεβγάνω, ξεμπακίζω, ξεκουρμουλώνω = πλην του ξεπλένω, ξεκάνω, αφανίζω, καταστρέφω, αποτελειώνω κάποιον. Συνήθης φράση: Κάτσε καλά, γιατί δέ το χω σε πράμα να σε ξεβγάζω για τα καλά (ξεκάνω)
ξέβγορο, εύγορο, ξέβορο (το) = ανοιχτή όμορφη θέα
ξεβοτανίζω = αφαιρώ τα ζιζάνια, ή τα άχρηστα χόρτα
ξεγατζέρνω, ξεχαρτζίζω = αποσπώ με προσπάθεια κάτι, ξεκαθαρίζω
ξεγδέρνω = προκαλώ εκδορές στο δέρμα
ξεγητεύω -μαι = ιδέ ξεφταρμίζω
ξεγιβεντίζομαι = ρεζιλεύομαι, προδίδομαι, αποκαλύπτομαι, ξεφτιλίζομαι
ξεγιβεντίζω = προδίδω τη βρωμιά κάποιου, αχρηστεύω. Συνήθεις φράσεις: Επήγα και τονε ήβρηκα στο καφενείο και τον ε ξεγιβέντησα καλά καλά. Ή: Ήντα τό ‘βαλες το αρνάκι με τα κολοκύθια και δε το καμες αυγολέμονο, μόνο μου το ξεγιβέντισες
ξεγιβεντισμένος -η -ο = ρεζιλεμένος από τη κοινωνία, ο ξευτελισμένος. (ουδ, πλυθ. γίβεντα= σαχλαμάρες, αηδίες)
ξεγκουσέυω, ξαγκουσεύγω = απολυτρώνω, απαλλάσσω τινά από στεναχώριες
ξεγλινώνω = καθαρίζω από τη λίγδα
ξέγνοιος -α -ο = ξέγνοιαστος, ήσυχος
ξεγνοιώ = ξεγνοιάζω
ξεδιακρίνω = διακρίνω λίγο, διασαφηνίζω, καταλαβαίνω, ξεκαθαρίζω, ξεκαθαρίζω. Συνήθεις φράσεις: Θορώ τσοι εγώ απ ‘αλάργο, μα δε ξεδιακρίνω πχοί είναι. Ή: Εδά εξεδιακρίνανε τα πράγματα (ξεκαθαρίσανε)
ξεθυμίζω = παύω να θέλω να ζευγαρώσω (αφορά ζώα), ξεθυμαίνω ερωτικά
ξεκακαδιάζω = βγάζω τα κακάδια
ξεκαλικώνω = βγάζω τα παπούτσια
ξεκαλίκωτος -η -ο = ξεπαπούτσωτος, ξυπόλυτος
ξεκαλλεμένος -η -ο = ο έχων ανακτήσει ομορφιά, φυτό ζώο ή άνθρωπος
ξεκαλλεμός (ο) = απόκτηση ομορφιάς, σωστή ανάπτυξη
ξεκάνω = καταστρέφω, σταματώ το είδος αυτό και το αφανίζω. Συνήθεις φράσεις: Άστηνε κάτω τη παρασύρα μονο την εξέκαμές να σκουπίζεις τα χώματα (τη χάλασες). Ή: Εξεκάμανε οφέτος τα βρουβάσταχα και δε βρίχνομε ένα (εξαφανιστήκανε)
ξεκαπακώνω = αφαιρώ το καπάκι, αφαιρώ το πώμα. Συνήθεις φράσεις: Μα ήντα βαβουρανιά είχανε ούλη μερα, εδά γρηκώ τη κεφαλή μου να ξεκαπακώσει . Ή: Για ξάνοιξε εκεινέ τη κανίστρα γιάντα δε ξεκαπακώνει
ξεκάρτσωτος -η -ο = χωρίς κάλτσες
ξεκατινιάζομαι = λυγίζω από το βάρος στη πλάτη μου, ξενευρίζομαι (κατίνα=πλάτη)
ξεκαφκαλώνω = σπάω το κεφάλι κάποιου με πέτρα
ξεκαψούρα (η) = υποχρέωση. Συνήθης φράση: Θα του πάω μνιά κανίστρα λάδι, για να βγάλω τη ξεκαψούρα
ξεκαωμένος, ξεκολιασμένος, ξεμπακισμένος -η -ο = κατεστραμμένος
ξεκλασαριά (η) = αυτή που απλώνει πολλά παρακλάδια στη ρίζα. Η ελιά που χρειάζεται καθάρισμα στη ρίζα από τα ψηλά αγριγιάδια (λαίμαργα βλαστάρια). Μτφ. Η γυναίκα πού έχει πολλούς φίλους
ξεκλονισμένος -η -ο = αυτός που του έχουν κοπεί τα κλωνάρια, μτφ. Αυτός που έχει χάσει δικό του άνθρωπο και είναι αβοήθητος
ξεκοιλιδώνω = ιδέ: ξεσπιλατσώνω
ξεκολυμπιάζω = φτιάχνω κολύμπα, φτιάχνω τη ροή του νερού με χωμάτινο αυλάκι να μή σταματά στις κολύμπες, η σε λακκούβες
ξεκονόμηση (η) = η συμφωνημένη διατροφή στους γέροντες γονείς, μετά τη μοιρασιά, κυρίως λάδι, σιτηρά και όσπρια
ξεκορνιάζω = ξεμουδιάζω (κορνιάζω = πήζω). Συνήθεις φράσεις: Ακόμη δεν εξεκορνιάσανε τα πόδια μου όλη μέρα. Ή: δε ξεκορνιάζει ζάβαλε το τσιμέντο σου, γιατί έχει γίνει σίντερο!
ξεκορφίζω = βγαίνω στη κορυφή
ξεκουδουνιάζω = αφαιρώ τα κουδούνια
ξεκουθιαίνω = αποβλακώνομαι, μωραίνομαι, ξεκουτιέμαι. Συνήθης φράση – στίχοι παλιού τραγουδιού: Γέρο μπαμπαρολιασμένε, κι εξεκούθιανες καημένε
ξεκουμπίζομαι = φεύγω κακήν κακώς (υβριστική φράση: άντε ξεκουμπίσου)
ξεκουνώ = μετακινώ λίγο, κυρίως βράχο καρφωμένο στη γη, για άνθρωπο = μετακινώ, φεύγω αμέσως, τρέχω γρηγορότερα. Συνήθεις φράσεις: Μα πόσο βαθιά είναι χωμένη ετηνέ η πέτρα και δέ μπορώ να τη ξεκουνήσω (μετακινήσω ελάχιστα). Ή: Ξεκούνιε μιαολιά τα πόδια σου, γιατί δε φτάνεις μουδ΄ αργα στο σπίτι ετσά που πάς (τρέχα γρηγορότερα). Ή: Ξεκούνιε απο τα που κάθεσαι να πάς να ποτίσεις τα πρόβατα (σήκω από κει που κάθεσαι κλπ)
ξεκουραδώνω = κλέβω, καταστρέφω τον τόπο από τα κοπάδια
ξεκουρμουλώνω = ξεριζώνω κουρμούλες, βγάζω τον κορμό από τη γη, καταστρέφω ολοσχερώς, καταστρέφω σωματικά και οικονομικά μτφ. αφανίζω απ τη ζωή. Συνήθεις φράσεις : Εφύσηξε δυνατός αέρας, και εξεκουρμούλωσε τη μουρνιά. Ή: Εθέρισε ετοτεσάς η μεσκηνιά, και εξεκουρμούλωσε δυό οικογένειες. Ή: Ανε σε πχιάσω στα χέργια μου θα σε ξεκουρμουλώσω
ξεκρούβγω = ξελιγώνω, ξελιποθυμώ, διώχνω το καπνό να πάρω αέρα
ξελαγαρίζω = θεωρώ αθώο, ξεχωρίζω από τους αίτιους, τους ύποπτους. Συνήθης φράση: Δε τονε ξελαγαρίζω εγώ μηδε το γιό σου στην υπόθεση ετουτηνα (δεν τον θεωρώ αθώο)
ξελαμίζω, βράζω = δημιουργώ αναστάτωση, ανασκαλεύω, ανακαλύπτω κάτι δύσκολο, ασχολούμαι, με τον τρόπο μου κάνω κακό σε κάποιον. Συνήθεις φράσεις: Ιδέτε μωρέ μιά δουλειά που μου την εξαλάμισε εκιοσάς. Ή: Ήβρασέ μου τηνε για τα καλά ετουτοσάς. Ή: Μή ξελαμίσεις τση καρδιάς, πάλι καινούργιο πόνο
ξέλαμπρα = μετά τη Λαμπρή
ξελειξίδια, ξελειξίδικα (τα) = μικρολιχουδιές
ξελουριδιασμένος -η -ο = ξεσχισμένος
ξελουρίζω, ξελουριδιάζω, ξερουνιάζω = ξεσχίζω, κόβω σε λουρίδες
ξελωχεύω = ξεχειλίζω, περισσεύω. Συνήθης φράση: Αν έχεις εσύ λεφτά να πετάς σε τέθειες αηδίες να τα δίδεις, γιατί εμένα τα λεφτά δέ μου ξελοχεύουνε
ξεμαγαρίζω = ξεβρωμίζω , απαλλάσσομαι από την παρουσία κάποιου ή από κάτι διώχνοντας το. Συνήθης φράση: Ηβρεξε σήμερο και εξεμαγάρισε το χωργιό από τσι σκόνες και τσι βρωμιές. Ή: Επόβγαλά τηνε από το σπίτι και εξεμαγάρισα
ξεμαμαδιώ = ξεμαλλιάζω
ξεμαρμαλιάζω, μαρμαλιάζω = κάνω νωθρό με τα χάδια, αποχαζεύω, χαλώ τη ζωηράδα του χαϊδεύοντας το. Συνήθης φράση: Ασε μπλιό το κατσούλι στην ησυχία του μη το πολυχαϊδεύεις γιατί θα το ξεμαρμαλιάσεις. (Κάποτε πίστευαν πως τα πολλά χάδια κάνουν κακό, και αποχαζεύουν, κυρίως τα μικρά ζώα)
ξεμασκαρώνω = φανερώνω, βγάζω τη μάσκα του άλλου, αποκαλύπτω, προδίδω τις ενέργειες του άλλου, ρεζιλεύω. Συνήθης φράση: Ηντα να σου κάμω κακομοίρη που εξεμασκαρώθηκες αμοναχός σου
ξεματζουρωμένος, ξεμπιστολωμένος, ξεμπουρδακλωμένος, ξετζουτζουνισμένος, ξετζουτζουρωμένος, ξετζουρωμένος (ο) = το αρσενικό που είναι έτοιμο για ερωτική πράξη (αφορά κυρίως ζώα, τράγους κριούς γαιδάρους κλπ)
ξεματίζω = αφαιρώ ένα κομμάτι από το φλούδι του ξηρού κουκιού στο μπροστινό του μέρος
ξεμαχώνω -μαι = ξεστριμώχνω -μαι
ξεμιστεύω, ξεμιστεύγω -μαι = λυτρώνω, σώζω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, απαλλάσσομαι. Συνήθεις φράσει: Ο Θεός να μας -ε ξεμιστεύγει απο τη κακή ώρα. Ή: Απο τέθειο άθρωπο, ο Θεός να σε ξεμιστεύγει
ξεμούριστος, αξεμούριστος -η -ο = αισχρολόγος, χυδαίος, αθυρόστομος που λέει λόγια σεξουαλικού περιεχομένου με χυδαίο τρόπο, ο μη έχων σοβαρότητα. Συνήθης φράση: Αυτός τσίπα δεν έχει απάνω ν-του ο αξεμούριστος
ξεμουστρουχώνω = βγάζω τη μουστρουχήνα, αφαιρώ το φίμωτρο
ξεμπακίζω = ιδέ ξεβγάνω
ξεμπετωμένος, ξεχαμπετωμένος -η -ο = με το στήθος ξεκούμπωτο
ξεμπετώνομαι, ξεχαμπετώνομαι = ξεκουμπώνω το στήθος
ξεμπιμπικίζω = σκαλίζω, ξεσκαλίζω μιά υπόθεση, οξύνω κάποια κατάσταση. Συνήθεις φράσεις: Μη το ξεμπιμπικίζεις το κακάδι τσή πληγής, γιατί θα ανοίξει. Ή: Μή τη ξεμπιμπικίζεις την υπόθεση γιατί θα χειροτερέψεις τα πράματα
ξεμπουκάρω = ξεπροβάλλω από κάπου, βγήκα από το καράβι
ξεμπουνταλιάσανε = επάψανε να είναι χαζά
ξεμπροσθιάζω = πειράζω, ξεμασκαρώνω. Συνήθη φράση: Να τονε ιδώ θέλω στο καφενείο και θα τονε ξεμπροσθιάσω (ξεμασκαρώσω, ρεζιλέψω)
ξεμυγώ -ούμαι, ξεμυγίζομαι = εξοργίζομαι, εξεγείρομαι
ξεμυξίζω = βγάζω τη μύξα
ξενερίζω = ρυθμίζω τη ροή του νερού να μην έχει διαρροές, και να ρέει σε ένα μόνο αυλάκι. Περί ιχθύος: χάνω τα νερά μου, περιπλανώμαι. Μτφ. αποπροσανατολίζομαι
ξενετέρνω, νετέρνω, ξετελέυω = τελειώνω, αποπερατώνω μια δουλειά ή υπόθεση, φέρνω εις πέρας. Συνήθεις φάσεις: Ευτυχώς που ήρθατε και μας -ε συντράμετε, αλλιώς δέν εξενετέρναμε. Ή: Εξετελέψανε τα ο Γιάννης με τη Μαρία (= ή ζήτησε σε γάμο)
ξενικό (το) = το καλαμπόκι, άλλα και ένα ζώο ξένης ράτσας, εκλεκτής ποικιλίας ξενόφερτο ζώο. Συνήθεις φράσεις: Βράσε κιά δυό τρία ξενικά (καλαμπόκια) να τα φάμε. Ή: Ξενικό είναι το αρνί που αγόρασες; (ξένη ράτσα)
ξενινιάζω-μαι = καλομαθαίνω, παιδιακίζω, κάνω σαν παιδί, παραχαϊδεύομαι. Συνήθης φράση: Επολυξενίνιασές το θαρρώπως και πρέπει να σ’ αλλάξω ταχτική
ξενινιάσματα (τα) = παραχαϊδέματα. Συνήθης φράση: Αντε να κάμεις κιαμιά δουλειά, και άσε ‘τανα τα ξενινιάσματα
ξενινιασμένος -η -ο = παραχαϊδεμένος
ξενοκλώθω = υφαίνω ξένες κλωστές. Μτφ. Έχω εξωσυζυγικές σχέσεις
ξενομπασάρης, ξενομπάτης (ο) = ο ξένος, ο ερχόμενος από ξένα μέρη, ο περαστικός
ξενομπούμπουρας (ο) = το έντομο μπάμπουρας, σβούρος
ξεντερίζω = ξεκοιλιάζω
ξεξαίνω = ξαίνω, κατεργάζομαι μαλλί ή λινάρι χτυπώντας το και ξεμπερδεύοντας το από άχρηστα πράγματα
ξεπαγουδιά = λιγοστεύει ο πόνος. Συνήθης φράση: Μα τόσεσας μέρες με πονεί το παντέρμο, και δε με ξεπαγουδιά μπλιό
ξεπαραλώ = ξηλώνω
ξεπασουλίδες (οι), ξεπασουλιστήρια (τα) = οδοντογλυφίδες
ξεπασουλίζω = σκαλίζω με ένα ξυλάκι, καθαρίζω τα δόντια μου με οδοντογλυφίδα, καθαρίζω το φιτίλι του λύχνου από τη κάφτρα
ξεπατώνω = ξεριζώνω, κουράζομαι υπερβολικά. Συνήθης φράση: Εξεπατώθηκα σήμερο απο τη κούραση
ξεπεράσανε = έφυγε η εποχή τους
ξεπεσοζώνης (ο) = κακομοίρης, ατημέλητος, τιποτένιος, κακοντυμένος
ξεπετασάρι, ξεπεταχτάρι, ξεπεταρόνι, ξεπεταρούδι (το) = νεοσσός έτοιμος να πετάξει απο τη φωλιά του. Μτφ, παιδί στη περίοδο της εφηβείας. Φράση σε παλιά μαντινάδα: Κυράδες όσες έχετε πουλιά ξεπεταχτάρια, καλά να τα κουρνιάζετε, να μη σας φάν τα στάρια
ξεπιτηρώ = εμφανίζομαι, έρχομαι ή πάω, περνάω απέναντι κάπου. Συνήθης φράση: Άμα θα βγεις στη παπούρα, θα προχωρήσεις και θα ξεπιτηρήσεις από πέρα στο ργυάκι
ξεπλατσαρώνω = ξεχειλώνω
ξεπνεμένος -η -ο = εξαντλημένος
ξεπορδίζω = εμφανίζομαι ξαφνικά σαν πορδή, παρουσιάζομαι
ξεπουλιάζω = βγαίνω από το αυγό . μτφ βγαίνω από τα ρούχα μου. Συνήθεις φράσεις: Μα ξάνοιξε στη πουλιτσά να ιδείς ανε ξεπουλιάσανε τα αυγά. Ή: Εγρήκουνά τονε τοση να ώρα και εξεπουλιάσανέ με τα νεύρα μου
ξεπουπουλιάζω = βγάζω τα πούπουλα ή φτερά, κυρίως από πουλερικά
ξεραύλια, ξερά, ξεράδια (τα) = το μέρος των ποδιών από το γόνατο και κάτω μέχρι τους αστραγάλους, κνήμες, αλλά ενίοτε και τα χέρια. Συνήθεις φράσεις: Ήπεσα σήμερο και χτύπησα στα ξερά μου (κνήμες). Ή: Κάτω τα ξερά σου από το φαΐ μου (τα χέρια σου)
ξερονόμοι (οι) = ξερά χόρτα
ξεροσταλιάζω = ξηραίνεται το στόμα μου από δίψα
ξερουνιάζω = κόβω πανιά σε μικρά κομματάκια (ρούνια)
ξερυπίζω, ξερουπίζω = αφαιρώ τους ρύπους, κάνω το πρώτο πλύσιμο των ρούχων, κάνω πρόπλυση
ξεσέρνω -μαι = μετακινώ -ούμαι
ξεσκοιλιδώνω = κόβω σε φέτες
ξεσκολίζω = βγάζω το σχολειό
ξεσκουλίζω = τραβάω το σκουλί (μαλλί)
ξεσμιλιώνω = διαλύω το σμήνος εντόμων επικίνδυνων όπως σφίγγες μέλισσες κλπ
ξεσμπουράρω = ξεσπάω κάπου και ηρεμώ
ξεσουβγιάζω -μαι = κάνω κάτι βιαστικά, εντείνω την ταχύτητα, βιάζομαι περισσότερο
ξεσπιλατσώνω, ξεκοιλιδώνω = τρώω μέχρι σκασμού
ξεσταύρι (το) = βρισιά απαράδεχτη υβριστική (…το ξεσταύρι σου)
ξεστημονώ, ξεπιτηρώ = εμφανίζομαι από κάπου, ξετρυπώνω. Συνήθεις φράσεις: Επιτέλους εξεστημόνησες και θυμήθηκες πως έχεις και σπίτι (= επιτέλους εμφανίστηκες κλπ) Ή: Εξεστημόνησε ο σκύλος ένα λαγό και τον -ε πήρε στ’ αγλάκιο(= εξετρύπωσε κλπ)
ξεστήχου, ξεστομάτου = από στήθους, από στόματος, απέξω. Συνήθης φράση: Είδες; το τραγούδι όλο το ‘μαθα ξεστήχου. (απέξω, χωρίς να το κοιτάω)
ξεστομάτου, ξεστήχου = διά στόματος, από μνήμης, απέξω
ξεστρίφνω = αλλάζω πορεία, τη κάνω και φεύγω, αλλάζω γνώμη, χαλάω τη συμφωνία
ξεστρουφίζω = στρίβω. Συνήθης φράση: Και καθισμένος στη καρέκλα του ο λεβεντόγερος, εξεστρούφιζε τη μουστάκα του (την έστριβε)
ξεσφιντυλίζω, απολυταρίχνω = εκσφενδονίζω (εκ του σφόνδυλος), πετάω κάτι μακριά με δύναμη
ξεταλαγιώ -άζω, ξοργιακίζω = ξεσηκώνω, ξετρυπώνω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι. Συνήθεις φράσεις: Μή κάνεις φασαρία και μου ξεταλαγιάσεις τσι όρθες = μην κάνεις φασαρία και μου ξεσηκώσεις τις κότες. Η: καλώς τονε! Από πού εξεταλάγιασες εσυ; (Απο που εμφανίστηκες;). Ή: Οι θύμισες εστέκουντο ‘λικοκάθαρες ομπρός μου κι η σκέψη ξεταλάγιασε τα μάθια ‘ ναδακριώσα…
ξετζανίζω, πολυξετζανίζω = γίνομαι θρασύς, το πολυκάνω, το παρακάνω. Συνήθης φράση: Σά πολυ δέν εξετζάνισες; Ή: Επολυξετζάνισές το κερα κατσίκα, και θαρρώπως θα σου κόψω το λαιμουδάκι
ξετζεμπερώνω = τραβώ τον τζεμπερέ (σύρτη), ξεμανταλώνω
ξετζουρώνω = μεγαλώνω, αναπτύσσομαι, παύω να είμαι καχεκτικός και αναπτύσσομαι
ξετζουτζουνίζω = πονηρεύομαι
ξετοπώνω, τοπώνω = ξεδιακρίνω
ξετουλουπώνω, ξεστουπώνω = βγάζω από κάπου στουπιά ή πανιά, ξετρυπώνω, εμφανίζομαι. Συνήθεις φράσεις: Εξετουλούπωσε η κουνέλα ένα σωρό πανιά από τή τρύπα τση (έβγαλε έξω ένα σωρό πανιά) . Ή: Βρέ καλώς τονε από που εξετουλούπωσες εσύ; (ξετρύπωσες;)
ξετουρτουρώνω, ξετουρτουριάζω = κρυώνω πολύ, παγώνω, ξεπαγιάζω. Συνήθης φράση: Εξετουρτούρωσα επαέ στο κρύο να σε περμένω να ‘ρθεις
ξετρέχω = προτιμώ, επιδιώκω. Συνήθης φράση; Ετηνά τη δουλειά αγαπά κι αυτός και για κειονα την -ε ξετρέχει
ξετρουμίζω -μαι = τρομάζω σύγκορμα, πανικοβάλλομαι
ξετρουμισμένος -η -ο = περίτρομος, εκτός εαυτού από τρόμο
ξετρύπι (το) = δίοδος
ξετρυπώ -ώνω = βγαίνω από την τρύπα μου, εμφανίζομαι, βγάζω από την τρύπα του
ξετσαπίζω = ξεμπλέκω τα μαλλιά, συνήθως μετά το λούσιμο, χτενίζω τα μπερδεμένα μαλλιά
ξετσιλακώνω = συνθλίβω κάτι μαλακό, λιώνω κάτι πιέζοντας με τα χέρια η πατώντας το, θέτοντας βάρος λιώνω κάτι
ξετσίπωτος -η -ο = άνθρωπος χωρίς τσίπα, χυδαίος, ξεδιάντροπος
ξετσιτίζω = ρίχνω με ένα μακρύ κοντάρι τις τελευταίες ελιές, ραβδίζω
ξεφκαρώνω = αφαιρώ κάτι, βγάζω κάτι από κάπου με δυσκολία. Συνήθεις φράσεις: Ω τσι παντέρμους τσι χοχλιούς ανε ξεφκαρώνουνε! Ή: Πχιάσε εκειέ την αρβύλα μου να τη τραβήξεις, γιατί δε ξεφκαρώνει
ξεφλεγά = το νερό του χειμώνα που στραγγίζει και βγαίνει το Φλεβάρη από πηγές
ξεφλεμονιάσανε = ξαρρωστήσανε
ξεφορμίζω = τρελαίνω
ξεφορτώνομαι = απαλλάσσομαι από κάτι, η απ’ τη παρουσία κάποιου. Συνήθης φράση: Άντε ξεφορτώσουμε απου μου θές και ρέστα
ξεφουκαρώνω = βγάζω από το θηκάρι
ξεφουρνιά (η) = η ώρα που βγαίνουν τα ψωμιά από το φούρνο. Συνήθης φράση: Αντε παιδί μου να πάς στο σπίτι σας μα σήμερο δέν έχει ξεφουρνιά
ξεφουρνίζω = βγάζω τα ψωμιά από το φούρνο. Μτφ: ομολογώ. Συνήθεις φράσεις: Η ντα ώρα θα ξεφουρνίσετε θεία να έρθω. Ή: Και μετά από μια ώρα που μας ε παίδευγιε, επιτέλους μας εξεφούρνισε το μυστικό
ξεφταρμίζω, ξεγητεύω -μαι = ξεματιάζω -ομαι
ξεφτενεμένος -η -ο = λεπτισμένος, για άνθρωπο – αποδυναμωμένος, ξεπεσμένος
ξεχαλικώνω = διαλέγω τα χαλίκια από το χωράφι
ξεχαμπετωμένος -η -ο = ιδέ ξεμπετωμένος
ξεχαρβαλωμένος -η -ο = σαραβαλιασμένος, διαλυμένος, μηχάνημα ή κατασκευή χαλασμένη και διαλυμένη
ξεχαρτζίζω, ξεγατζέρνω = ότι κερδίζω από κάπου με κόπο, ότι ξεκαθαρίσω. Συνήθης φράση: Δε βαργιέσαι, ότι ξεχαρτζίσωμε
ξεχαρτζιστά = κερδισμένα, καθαρά κέρδη. Συνήθης φράση: Τουλάχιστο έτανα σου ρθανε ξεχαρτζιστά
ξεχασκιωμένος, αποχασκιωμένος -η – ο = έχω ανοιχτό το στόμα
ξεχειλαδώνω = ξεχειλώνω
ξεχουρδισμένος -η -ο = ξεμαλλιασμένος
ξεψειρίζω = βγάζω τις ψείρες
ξεψωμιά = το τελείωμα του ψωμιού. Συνήθης φράση: Θα πιάσουμε να ζυμώσωμε αύριο γιατί έχομε ξεψωμιά
ξιλίκι (το) = ο πλάστης για χρησιμότητα φύλλου κρούστας, αλλά πιο λεπτός και πιο μακρύς
ξινίδα (η) = το ξινοτρίφυλλο
ξινόχονδρος (ο) = ο ξινός τραχανάς. (Στη Κρήτη φτιάχνεται από αλεσμένο σιτάρι στο χειρόμυλο και ξινισμένο γάλα, πλάθεται σε μικρά παξιμαδάκια και απλώνεται στον ήλιο να στεγνώσει)
ξόδι (το) = η συνοδεία του κόσμου στη ταφή
ξοδιάζω = κάνω έξοδα, ξοδεύω, χαλάω τα λεφτά μου. Συνήθεις φράσει: Όποιος ξοδιάσει δεκαοχτώ , και δε σοδιάσει τριάντα, στη φυλακή τον έχουνε, και δέ κατέχει γιάιντα. Ή: Κι αν εξόδιασα λεφτά σε κεινονά το σπίτι
ξόμπλι, ξόμπολι (το) = σχέδιο, χρωματιστό στολίδι (Ιταλ. exemplum = παράδειγμα, πρότυπο, κέντημα)
ξόμπλια τριοπατήτηρα (τα) = υφαντά που γινόταν με τρείς πατητήρες (εξάρτημα του αργαλιού)
ξομπλιαστός -η -ο = πλουμιστός, χρωματιστός, ποικίλος
ξόπαιδο (κάνω) = δεν θεωρώ πλέον παιδί μου, δεν θεωρώ ένα παιδί με ίσα δικαιώματα με τα άλλα. Συνήθης φράση: Άστονε συ, μα γώ θα τον ε κάμω ξόπαιδο ( δεν δίνω κανένα περιουσιακό στοιχείο από αυτά που δικαιάται)
ξοργιακίζω = εκδιώχνω, αναστατώνω την ηρεμία (κυρίως των πουλιών). Συνήθης φράση: Επέρασε το κοπέλι αγλακιχτό και εξοργιάκισέ μου τσι όρθες εκειά που τσιμπολούσανε το στάρι
ξορθώνω = αποπερατώνω, απελευθερώνομαι από μια απασχόληση, τελειώνω. Συνήθης φράση: Δε ξορθώνομε μπλιό, απο τεσάς τσι δουλειές
ξύγκικος (ο) = λειψός, ελαττωματικός
ξύδραπέτι (ξύδι – δραπέτι) = πολύ ξινό. Συνήθης φράση: Μα ήντα δα μου λές πως τρώγονται τα μούσμουλα, αυτά είναι ξύδραπέτι
ξυλόπορτα (η) = ξύλινη κατασκευή την οποία έσυραν τα ζώα για να σπάτους βόλους στο νεo οργωμένο χωράφι. (Κατά τη περιφορά της ξυλόπορτας στο χωράφι, ο γεωργός τοποθετούσε πάνω και κάποιο βάρος, έβαζε συνήθως πέτρες μεγάλες, αλλά ενίωτε και το παιδί του, που ήθελε να του κάνει ”βόλτες”, δηλαδή περιφορές)
ξύ-ξύ, σύρε ξέσυρε = άρον άρον, δεν αφήνει σε ησυχία, δεν παρετά, μετά από τα πολλά. Συνήθης φράση: Ο σκύλος ήτονε συνέχεια δίπλα μου στο χωράφι και έπαιζε με το πουκάμισο μου και σύρε ξέσυρε έσκισέ μου το
ξυπασμός = αιφνίδια τρομάρα
ξυπούμαι = ξαφνιάζομαι, τρομάζω, αιφνιδιάζομαι, ξεπετάγομαι απότομα από το φόβο μου μέχρι να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. Συνήθεις φράσεις: Επεταχτηκε ένας λαγός εκειά απου εκαβαλίκευα με το χτήμα, και ξυπάστηκε το ωζο και με πέταξε πέρα. ‘Η: Άδειασε μου τη γωνιά και μη ξαναπατήσεις, και να κατέχεις εγω μηδε σε φοβούμαι μηδε σε ξυπούμαι
ξύστρα (η) = ο τρίφτης για τα λαχανικά και το τυρί, αλλά και ο μηχανισμός ξυσίματος μολυβιών
ξυφαίνω = υφαίνω και τελειώνω το υφαντό
ξωδίδω = φεύγω μακριά
ξωμένω = διανυχτερεύω, μένω όλο το βράδυ
ξωμονάρης (ο) = εκείνος που διανυκτερεύει
ξωμονή (η) = η παραμονή όλο το βράδυ
ξώνω, αξώνω -μαι = αξιώνω, καταπιέζω -μαι έντονα, υποφέρω-μαι από κάτι. Βασανίζω -μαι. Συνήθεις φράσεις: Εξωσέ μου του χριστού τα πάθη. Ή: Κιαμε λίγα μου ‘χενε ξωσμένα ετόσανά χρόνια. Ή: Ο Θεός να μη μου τα ξώσει να καταντήσω σε τσα χάλια
ξωσταράκι (το) = πρόχειρο υπόστεγο, πρόχειρος στάβλος, στέγαστρο για ζώα ή πρόχειρη αποθήκη
ΠΗΓΗ : http://cretanlexiko.gr/