Ήθη κι Έθιμα

Κρητικός Γάμος

Ο Κρητικός γάμος και η Κρητική βάφτιση, πρόκειται για ξεχωριστές εκδηλώσεις που μπορεί να διαρκέσουν αρκετές μέρες, ώστε να εκδηλωθεί πλήρως η χαρά των φίλων και των συγγενών. Κρατώντας πολύ στενούς τους οικογενειακούς δεσμούς δίνουν κατ?αρχήν μεγάλη έμφαση στην έγκριση και συμμετοχή της οικογένειας. Ο πατέρας και αρχηγός της οικογένειας είναι ο υπεύθυνος για την έγκριση του γάμου και το μελλόνυμφο ζευγάρι οφείλει, όχι μόνο να ακολουθήσει την συμβουλή του αλλά και να αποδεχτεί την πιθανή αντίθετη γνώμη του. Μετά την επίσημη έγκριση του πατέρα, με την παρουσία παπά, πραγματοποιείται η τελετή την μνηστείας και, αφού συνταχθεί το προικοσύμφωνο, που ορίζει τις οικονομικές λεπτομέρειες του γάμου, ορίζεται η ημερομηνία του μυστηρίου. Ακολουθεί το "κάλεσμα", όπου προσκαλούνται όλοι. Μέχρι την ημέρα του μυστηρίου οι συγγενείς και φίλοι στέλνουν δώρα, τα λεγόμενα "κανίσκια" που είναι ένα καλάθι με λάδι, τυρί, κρασί και πατάτες. Την παραμονή όλοι βοηθούν τους "προικαδόρους" στη μεταφορά των προικιών της νύφης στο σπίτι του γαμπρού. Τα φορτώνουν πάνω σε στολισμένα άλογα που ακολουθούνται από την πομπή συγγενών και φίλων, ενώ ακούγονται πυροβολισμοί και κρητικές μαντινάδες. Σε όσους συμμετέχουν στη προετοιμασία του γάμου προσφέρονται νόστιμες σπιτικές δίπλες με μέλι και η περίφημη κρητική κουλούρα με τον υπέροχο στολισμό, που φτιάχνεται μόνο σ? αυτές τις περιπτώσεις. Η τελετή ξεκινά με πομπή από το σπίτι του γαμπρού που συνοδεύεται από μαντινάδες και ντουφεκιές και καταλήγει στο σπίτι της νύφης. Εκεί μια μαντινάδα τραγουδισμένη από γλυκιά γυναικεία φωνή πείθει την οικογένεια της νύφης να ανοίξει την πόρτα που μέχρι τότε παραμένει κλειστή. Αφού ανταλλάσονται φιλιά και ευχές, το χτύπημα της καμπάνας ειδοποιεί τους μελλόνυμφους πως πρέπει να κατευθυνθούν προς την εκκλησία. Μετά τη τελετή, το ζευγάρι φτάνει στο σπίτι του γαμπρού, όπου η μητέρα του ταϊζει τη νύφη μελοκάρυδο και χαράζει σταυρό στη πόρτα, ενώ η νύφη χύνει μέλι στην είσοδο και σπάει ένα ρόδι, για να γίνει ο γάμος γλυκός σαν το μέλι και καρπερός σαν το ρόδι.


Πηγή: www.rnews.gr


Η κουρά των προβάτων στην Κρήτη

Η κουρά των προβάτων είναι μια μεγάλη γιορτή άρρηκτα δεμένη με τον κτηνοτροφικό τρόπο ζωής. Είναι, όπως λέγεται, η «γιορτή των προβάτων».

Είναι μια από τις εντυπωσιακές γιορτές που λαβαίνει χώρα κάθε χρόνο, τον Ιούνιο, στα πλαίσια της οποίας κάθε κτηνοτρόφος προσκαλεί φίλους και συγγενείς να τον βοηθήσουν στο δύσκολο αυτό έργο και μετά τους κερνά και ακολουθεί τρικούβερτο γλέντι και φαγοπότι.

Η κουρά είναι μια διαδικασία δύσκολη, αφού χρειάζονται πολλά χέρια με τεχνική, ενώ τα πρόβατα πολλές φορές είναι δύστροπα. Προηγείται το κωλοκούρισμα (το κούρεμα στην ουρά και στα πίσω πόδια) στην αρχή της Άνοιξης, ενώ στις αρχές του καλοκαιριού, τον Ιούνιο, γίνεται η ολική κουρά.

Το κωλοκούρισμα γίνεται την άνοιξη, την εποχή που τα πρόβατα «τσιλούνται», τα κόπρανά τους είναι υδαρή, επειδή τρώνε χλωρά χόρτα. Σκοπός είναι να μη λερώνονταν τα μαλλιά των προβάτων από τα κόπρανά τους με αποτέλεσμα να ευνοείται η δημιουργία εστιών μικροβίων.

Η ολική κουρά γίνεται για να «ξαλαφρώσουν» τα ζώα και να μην υποφέρουν από την καλοκαιρινή ζέστη.

Άλλοτε οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν το μαλλί, που ήταν πολύτιμη πρώτη ύλη, για την παρασκευή υφασμάτων στη ρόκα και στον αργαλειό. Σήμερα το πουλάνε «για κομμάτι» ψωμί σε γυρολόγους εμπόρους και σε αντάλλαγμα δεν παίρνουν λεφτά, αλλά είδος, δηλαδή εμπόρευμα.

Παλιότερα, όσοι δεν είχαν δικά τους αιγοπρόβατα κυριολεκτικά παρακαλούσαν να τους καλούν σε κουρές. Ο λόγος ήταν ότι σαν ανταμοιβή τους, εκτός από το φαγοπότι, έπαιρναν και ένα «μποκάρι», δηλαδή τα μαλλιά ενός προβάτου. Με τη συγκέντρωση «μποκαριών» από πολλές κουρές εξασφάλιζαν το μαλλί για την κατασκευή των διαφόρων ενδυμάτων και υφαντών που χρειαζότανε για την οικογένεια.


Πηγή: www.rnews.gr


Το Κρητικό Μαχαίρι και η ιστορία του

Ένα από τα πρώτα εργαλεία τα οποία κατασκεύασε ο άνθρωπος και το οποίο τον βοήθησε να επιβιώσει στη μακριά και δύσκολη εποχή της αυγής του πολιτισμού είναι το μαχαίρι, το πρώτο αγχέμαχο όπλο. Για την κατασκευή του, μιμήθηκε στο σχήμα τα νύχια των άγριων ζώων, με τα οποία αυτά έπιαναν και φόνευαν τη λεία τους.

Ένα από τα παλιότερα δείγματα μαχαιριού με τη μορφή με την οποία το γνωρίζουμε σήμερα βρέθηκε στο Τζεμπέλ - Ελ - Αράκ ( Gebel - El - Arak ) της Αιγύπτου, κατασκευάστηκε από επεξεργασμένο οψιδιανό λίθο κι έχει λαβή από ελεφαντόδοντο, διακοσμημένη με ανάγλυφες παραστάσεις εμπνευσμένες από πολεμικές σκηνές. Το μαχαίρι αυτό κατασκευάστηκε γύρω στο 3.400 π.Χ. και βρίσκεται σήμερα στο μουσείο του Λούβρου. Όμως και στην Κίνα, τη Μεσοποταμία και το Λουριστάν του Ιράν βρέθηκαν μαχαίρια τα οποία αγγίζουν την ηλικία των 5.000 ετών.

Αλλά και στη Μυκηναϊκή Ελλάδα από το 1.500 π.Χ. και μετά κατασκευάστηκαν θαυμάσια αμφίστομα χάλκινα και ορειχάλκινα μαχαίρια, τα οποία το εμπόριο και το κίνητρο του κέρδους τα μετέφερε ακόμα και σε άλλους μακρινούς ευρωπαϊκούς τόπους, αφού το εξαγωγικό εμπόριο όπλων άνθισε στη Μυκηναϊκή εποχή.

Και στην κλασική Ελλάδα όμως, είχε ανθίσει η κατασκευή πληθώρας αγχέμαχων όπλων και κυρίως μαχαιριών, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στους αμέτρητους πολέμους, οι οποίοι κατασπάραξαν την Ελλάδα της κλασικής εποχής.

Την ίδια εποχή της Μυκηναϊκής ακμής, στη Μινωική Κρήτη η οποία μας κληροδότησε αρκετά λαμπρά έργα ενός προηγμένου και ταυτόχρονα ιδιόμορφου πολιτισμού, κατασκευάστηκαν αξιόλογα μαχαίρια, ελάχιστα δείγματα των οποίων έφτασαν μέχρι την εποχή μας. Στο μουσείο του Ηρακλείου μάλιστα, φυλάσσεται αγαλματίδιο πολεμιστή από τη Σητεία, Μινωικής εποχής, οπλισμένου με μαχαίρι το οποίο παρουσιάζει μερικές ομοιότητες με τα σύγχρονα Κρητικά μαχαίρια. Αξίζει ιδιαίτερα να τονιστεί ότι, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, τα αγχέμαχα όπλα και τα πολεμικά κράνη γεννήθηκαν στην Κρήτη, αφού εφευρέτες τους θεωρούνται οι Κουρήτες, ακόλουθοι του Δία.

Η ανάγκη άμυνας του μεγαλύτερου ελληνικού νησιού είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της μεταλλουργίας και κατ? επέκταση της κατασκευής όπλων στην Κρήτη κατά την κλασική εποχή, όταν οι τοξότες του νησιού είχαν εξαιρετική φήμη σ? ολόκληρη την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία, για τη δεινότητα με την οποία χειρίζονταν τα όπλα αυτά. Τη ρωμαϊκή εποχή, οι Ρωμαίοι απέκτησαν πικρή πείρα της μαχητικής ικανότητας των Κρητικών και της ευθυβολίας των τόξων τους όταν κατέλαβαν το νησί.

Κατά το Μεσαίωνα και ειδικότερα κατά τον 9ο αιώνα η Κρήτη καταλήφθηκε από τους Σαρακηνούς, οι οποίοι ήρθαν από την Ισπανία. Με ορμητήριο το νησί ταλαιπωρούσαν με τις επιδρομές τους ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Οι Σαρακηνοί της Κρήτης κατασκεύαζαν διάφορους τύπους όπλων επιτόπια και μ? αυτά εξόπλιζαν πλοία και πληρώματα κατά τις ναυτικές επιδρομές τους.

Μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του Νικηφόρου Φωκά και την καταστροφή των Σαρακηνών της Κρήτης, το νησί επανήλθε στην εξουσία των Βυζαντινών όπου και παρέμεινε μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα, οπότε πέρασε στα χέρια των Βενετών πολύτιμο λάφυρο από τη διανομή των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετά τη διάλυση της από τους Σταυροφόρους της τέταρτης σταυροφορίας.

Οι Βενετοί κράτησαν την Κρήτη κάτω από την εξουσία τους για περισσότερα από 450 χρόνια. Στο γεγονός αυτό συνέβαλε η εξαιρετική οργάνωση της διοικητικής τους μηχανής και το αμυντικό σύστημα το οποίο είχαν αναπτύξει στο νησί, σύμφωνα με το οποίο εκτός από τις ισχυρές τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις, η άμυνα ενισχυόταν από την τοπική πολιτοφυλακή Κρητικών τοξοτών, φημισμένων σε ολόκληρη την ανατολή και από τις δυνάμεις των Ελλήνων και Ιταλών γαιοκτημόνων του νησιού. Οι τελευταίες αυτές δυνάμεις εξοπλίζονταν ασφαλώς με όπλα τα οποία κατασκεύαζαν επιτόπια Κρητικοί τεχνίτες.

Μαρτυρίες για τη χρήση μαχαιριών για πολεμικούς σκοπούς κατά το Μεσαίωνα έχουμε σε γραπτές πηγές, οι οποίες αναφέρονται στην επανάσταση των Ψαρομηλίγγων κατά των Βενετών στα μέσα του 14ου αιώνα. Κατά την επανάσταση εκείνη οι Κρητικοί επαναστάτες ήταν οπλισμένοι με τόξα, λόγχες, ρόπαλα, μαχαίρες και πέλεκεις.

Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, την εποχή της Βενετοκρατίας υπήρχαν μαχαιράδικα στο Ηράκλειο της Κρήτης, εγκαταστημένα στην ίδια ακριβώς θέση που βρίσκονται και σήμερα.

Μετά την τουρκική κατάκτηση της Κρήτης, οι μεταλλουργοί του νησιού συνέχιζαν να κατασκευάζουν εξαίρετα μεταλλουργικά προϊόντα, μεταξύ των οποίων και μαχαίρια, τα οποία κατά το 19ο αιώνα με τις επανειλημμένες επαναστάσεις των Κρητικών οι οποίοι διψούσαν για ελευθερία, αποκτούν ξεχωριστή αξία.

Η συναισθηματική αλλά και πρακτική πολεμική αξία του Κρητικού μαχαιριού συνεχίστηκε και στον αιώνα μας, αφού το Κρητικό μαχαίρι υπήρξε απαραίτητο συμπλήρωμα της πολεμικής εξάρτησης του Κρητικού παλικαριού στο Μακεδονικό αγώνα, στους Βαλκανικούς πολέμους, στη Μικρασιατική εκστρατεία, ακόμα και κατά τη διάρκεια του Β? παγκοσμίου πολέμου όπου οι Κρητικοί αντάρτες ήταν οπλισμένοι και με το παραδοσιακό τους Κρητικό μαχαίρι, σύμβολο της Κρητικής αντρειοσύνης και του πνεύματος αντίστασης της Κρήτης εναντίον κάθε κατακτητή.


Πηγή: www.rnews.gr


Ο τρύγος στη Κρήτη

Οι γνήσιοι Κρητικοί συγκαταλέγονται στους ψηλότερους κατοίκους της Ευρώπης, πράγμα που μπορεί κανείς να διαπιστώσει στις απομονωμένες περιοχές των βουνών, όπου ο πληθυσμός έχει παραμείνει αμιγής. Οι Κρητικοί είναι περήφανοι και ανεξάρτητοι άνθρωποι ενώ η μακρά ιστορία και οι αγώνες τους εναντίον των κατακτητών καθρεφτίζονται στη συμπεριφορά τους σήμερα.

Υπάρχουν αρκετά παραδοσιακά έθιμα που διατηρούνται ζωντανά σήμερα στα χωριά της Κρήτης, ειδικά στα πιο απομονωμένα. Ανάμεσά τους είναι ο Κρητικός γάμος και η Κρητική βάφτιση. Πρόκειται για ξεχωριστές εκδηλώσεις που μπορεί να διαρκέσουν αρκετές μέρες, ώστε να εκδηλωθεί πλήρως η χαρά των φίλων και των συγγενών. Στη δυτική πλευρά της Κρήτης χαρακτηριστικό των εκδηλώσεων αυτών είναι τα ριζίτικα τραγούδια, τα οποία είναι στην πλειοψηφία τους πολύ παλιά και μερικά απ? αυτά έχουν βυζαντινή καταγωγή. Ο χορός, το φαγοπότι και οι πυροβολισμοί στον αέρα είναι κι αυτά μέρος των εορταστικών εκδηλώσεων.

Το μάζεμα των σταφυλιών και η παραγωγή κρασιού και τσικουδιάς είναι ευχάριστες ομαδικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται κάθε χρόνο το φθινόπωρο. Η παραγωγή κρασιού περιλαμβάνει το πάτημα των σταφυλιών σε ειδικά κατασκευασμένους χώρους που ονομάζονται "πατητήρια". Ο ένας μετά τον άλλο οι άνθρωποι μπαίνουν στο "πατητήρι" βαδίζοντας ή και τρέχοντας πάνω στα σταφύλια, ώστε να γίνει η εκχύμωση. Στα διαλείμματα ή στο διάστημα της αναμονής του καθένα για τη σειρά του, το φαγητό, το κρασί και τα πειράγματα ρέουν άφθονα στη συντροφιά. Η τσικουδιά είναι ένα δυνατό τοπικό ποτό που φτιάχνεται από τα υπολείμματα στα πατητήρια (στράφυλα) μετά από την απομάκρυνση του χυμού των σταφυλιών. Αυτά τα υπολείμματα τοποθετούνται σε καζάνια και αποστάζονται. Ακόμα και σήμερα οι μηχανισμοί και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι απόλυτα παραδοσιακοί. Ο ιδιοκτήτης του αποστακτηρίου, που έχει νόμιμη άδεια, συχνά διαθέτει αρκετό χρόνο από την κανονική του δουλειά για να ολοκληρώσει την εργασία του στο αποστακτήριο του χωριού, το φθινόπωρο. Συνήθως το αποστακτήριο ανήκει σε μία οικογένεια και κληροδοτείται στα μέλη της από γενιά σε γενιά. Οι άνθρωποι που έρχονται για να φτιάξουν τη δική τους τσικουδιά συχνά φέρνουν και ψήνουν φαγητό στα κάρβουνα ενώ η φρέσκια, δυνατή τσικουδιά προσφέρεται πλουσιοπάροχα.


Πηγή: www.rnews.gr



Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στη Κρήτη

Στη δυτική Κρήτη, η νηστεία του 40ήμερου τηρείται ευλαβικά, ενώ οι εκκλησίες και οι ναοί κατακλύζονται από πιστούς. Πιο παλιά το βραδύ της παραμονής των Χριστουγέννων έκοβαν κλαδιά και βλαστούς οι νοικοκυρές και τα πήγαιναν στο σπίτι. Τα έβαζαν σε ποτήρι με νερό και προσμονούσαν να ανθίσουν.Το προζύμι και το Χριστόψωμο είχαν ξεχωριστή θέση σε κάθε σπίτι, ενώ το «ανάθρεμμα» του χοίρου που σφάζονταν την παραμονή κυριαρχούσε στα περισσότερα χωριά. Την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων από το κρέας του χοίρου παρασκεύαζαν λουκάνικα, απάκια, πηχτή, σύγκλινο, ομαθιές και τσιγαρίδες.

Πολλά είναι τα έθιμα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στην ανατολική Κρήτη. Το Χριστόψωμο το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή. Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, ανταλλάσσοντας ευχές.

Την προπαραμονή των Χριστουγέννων, την Ημέρα των Αγίων Δέκα, στα χωριά της ανατολικής Κρήτης έσφαζαν τους χοίρους που είχαν ανατραφεί κυρίως με βελανίδια, χουμά και αποφάγια. Από το σφάξιμο του χοίρου δεν πετούσαν τίποτα. Από το κρέας παρασκεύαζαν λουκάνικα, ομαθιές, τσιλαδιά με τη χοιροκεφαλή, απάκια από λουρίδες ψαχνού κρέατος καπνισμένες στο τζάκι, σύγκλινα (κομμάτια κρέας μισοβρασμένα και αποθηκευμένα σε κιούπι) μαζί με τη γλίνα (το λίπος) που τα βοηθούσε να διατηρηθούν πολλούς μήνες τα μαγείρευαν με πατάτες.

Η «καλή χέρα» παραμένει ένα από τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς όπου συνηθίζεται να δίνεται ένα χρηματικό ποσό σαν δώρο σε παιδιά που θα επισκεφτούν κάποιο σπίτι την Πρωτοχρονιά. Το έθιμο του ποδαρικού καλά κρατεί, αφού είναι πολλοί αυτοί που ανήμερα της Πρωτοχρονιάς βάζουν στο σπίτι τους μια πέτρα για να είναι γερό, ενώ άλλοι πάλι μεταφέρουν νερό για να τρέχουν τα καλά όλο τον χρόνο σαν το νερό.

Τέλος στο Ηράκλειο υπάρχει και το έθιμο της μπουγάτσας, όπου οι κάτοικοι καταναλώνουν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς μεγάλες ποσότητες μπουγάτσας θέλοντας να είναι γλυκιά η πρώτη τους γεύση.


"Aπ' τη παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι να περάσουν τα Φώτα, ο αγροτικός κόσμος της Κρήτης τα παλιά χρόνια, θα κάνει ένα μεγάλο διάλειμμα, και θα φροντίσει να ξεχάσει τι θα πει δουλειά! Aπό την μία θα επιδιώξει την ξεκούραση, κι από την άλλη να το ρίξει λίγο έξω από τη σκληρή καθημερινή εργασία. Ταυτόχρονα μεγάλη σημασία παίζει και η εκκλησία αυτές τις ημέρες... Προτού ο κάθε χριστιανός πάει να κοινωνήσει, φρόντιζε να επισκεφτεί αυτόν που τυχόν είχε τσακωθεί, είτε ήταν αδερφός του ή γείτονας και να του πάρει συχώρεση! Το θρησκευτικό πνεύμα που ήταν χαρακτηριστικό των εποχών, μεγάλωνε όσο πλησίαζαν οι μέρες των γιορτών. Μετά από εκείνες τις εξαντλητικές και καταπιεστικές νηστείες, ειδικά για τα παιδιά και τις κοπιαστικές εργασίες της σποράς, έπρεπε να επακολουθήσει αυτή η μεγάλη ξεκούραση, και να δοθεί έτσι σε όλους η ευκαιρία να το ρίξουν και λιγάκι έξω! Δεν ήθελαν να τους βρει ο νέος χρόνος να χρωστούν! Πριν ακόμα μπει ο νέος χρόνος, φρόντιζαν οι μεγάλοι να έχουν αγνή και καθαρή συνείδηση, να είναι καθαροί, και έτσι καθαρό να είναι και το νέο έτος.

Φρόντιζαν να έχουν ταχτοποιήσει όλες τους τις εκκρεμότητες, ακόμα και τις οικονομικές, γιατί δεν ήθελαν να τους βρει ο καινούργιος χρόνος και να χρωστούν, οπότε κάνανε τα πάντα για να ξοφλήσουν το τυχόν χρέος! Τηρούσαν λοιπόν όλοι, τους κανόνες της ευπρέπειας και της συγνώμης. Ότι κάνουμε την Πρωτοχρονιά, θα κάνουμε όλο τη χρονιά! Πάντα η αρχή τους ήταν πως ότι κακό θα έκαναν τη πρώτη μέρα του νέου έτους, θα το έκαναν αυτό όλο το χρόνο! Έτσι απέφευγαν να κοιμούνται όλη μέρα, απέφευγαν να μαλώνουν να τσακώνονται και να νευριάζουν. Ήθελαν να είναι χαρούμενοι, να τρώνε να πίνουν και να διασκεδάζουν! Και καλώς ή κακώς, αυτή ήταν η διασκέδασή τους, να σμίγουν με τους κοντινούς συγγενείς, με τους γειτόνους και να κάνουν παρέες και να κάνουν καλαμπούρια. Το αμίλητο νερό και η ασκελετούρα Ενώ ο νοικοκύρης του σπιτιού το πρωί της Πρωτοχρονιάς θα κρεμάσει μια ασκοτιζάρα (ασκελετούρα ή αγριοκρομμύδα) στο τοίχο δίπλα στη πόρτα που συμβολίζει τη μακροβιότητα, ένα παιδί, συνήθως κορίτσι, θα πάρει το σταμνάκι να πάει στη βρύση του χωριού και να φέρει νερό, αλλά στο δρόμο δεν θα βγάλει μηλιά σε κανένα! Ότι και να του λένε στο δρόμο, εκείνο δεν θα απαντά, μέχρι να φέρει το νερό στο σπίτι. Εκεί θα βάλει σε ένα ποτήρι ή τενεκάκι και με το νερό που θα ρίχνει θα κάμει το σημείο του σταυρού στο κατώφλι.

Μετά το σημείο του σταυρού με το νερό στο κατώφλι, θα μιλήσει εκείνος επιτέλους ή εκείνη που έφερε νερό που λέγεται «αμίλητο νερό»! Η μάνα θα φέρει το Αγίασμα από το φυλαγμένο μπουκαλάκι από το εικονοστάσι, και με αυτό ρίχνοντάς το, θα κάνει και εκείνη το σημείο του Σταυρού μέσα στο δωμάτιο. Το καλό ποδαρικό - Ποδαρικό με πεσκέσι Τεράστια σημασία είχε το λεγόμενο «ποδαρικό» ποιος δηλαδή θα πρωτοπατήσει το κατώφλι του σπιτιού το πρωί της Πρωτοχρονιάς και να τους φέρει γούρι! Συνήθιζαν παλιά οι άνθρωποι που τους διέκρινε το χριστιανικό συναίσθημα, να στέλνουν το πρωί με ένα παιδί τους, αγόρι συνήθως, ένα πιάτο να κάνουν ποδαρικό, στους πιο φτωχούς, η στο παππού με τη γιαγιά, ένα πιάτο με πεσκέσι, σκεπασμένο και δεμένο με μια άσπρη πετσέτα. Το πιάτο μπορεί να περιείχε, ότι είχε το σπιτικό. Κουραμπιέδες, αμύγδαλα, φιστίκια, σύγλινα, κρέας, τσιλαδιά, κλπ. Συνήθιζαν να στέλνουν πιο συχνά φαγητό με ένα παιδί στους παπούδες. Και από τη μεριά του παππού του έδιναν ευχές, και το αντάμειβαν και εκείνοι με χρήματα ή ότι άλλο είχαν. Στο πεσκέσι με το ποδαρικό στη γειτονιά έστελναν συνήθως ξηρούς καρπούς η κουραμπιέδες.

Έστελναν όμως ποδαρικό και στους κοντινούς συγγενείς, στα αδέρφια, στα πεθερικά, κλπ. Ήταν ένα πιάτο δεμένο με μια πετσέτα που είχε αμύγδαλα, καρύδια κεφτέργια (αποξηραμένη μουσταλευριά), κάστανα σταφίδες, νταγκούλια εφτάζυμα, για το καλό του χρόνου. Βέβαια την ημέρα της Πρωτοχρονιάς απέφευγαν όλοι οι μεγάλοι, να κάνουν επισκέψεις στη γειτονιά, από το φόβο μήπως δεν τους πάει καλά η χρονιά και ρίξουν την ευθύνη σε αυτούς! Ποδαρικό με το εικόνισμα Ποδαρικό αν ήθελαν κάποιοι στο σπίτι τους, μπορούσε να κάνει και ένα εικόνισμα όπως της Παναγίας. Από βραδύς το πήγαιναν στην εκκλησία, και το πρωί μετά τη Θεία Λειτουργία, το έφερναν για να μπει πρώτο στο σπίτι να τους κάνει ποδαρικό. Οποιοδήποτε εικόνισμα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, αλλά συνήθως έπαιρναν για τη δουλειά αυτή ή της Παναγίας ή του Χριστού. Ποδαρικό με τη πέτρα Από βραδύς διάλεγε η νοικοκυρά μια σκληρή και ανθεκτική πέτρα που θα χρησιμοποιηθεί για το ποδαρικό. Tην έπλεναν και την άφηναν από νωρίς έξω από τη πόρτα. Έπρεπε να είναι σκληρή η πέτρα αυτή σαν σίδερο, να είναι ανθεκτική, για να είναι και η χρονιά γερή, και οι άνθρωποι του σπιτιού χωρίς αρρώστιες και κακοτυχίες. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς , φέρνανε τη πέτρα μέσα στο σπίτι, και βάζανε να καθίσει απάνω, εκείνος που θα τους έκανε πρώτος το ποδαρικό! Ήταν συνήθως ένα αγόρι γερό, η κορίτσι γουρλίδικο, που την περσινή χρονιά τους έφερε πολύ καλή τύχη στο σπίτι, και ήθελαν να το προτιμήσουν και φέτος. Αν ο περσινός με το ποδαρικό δεν έφερνε τύχη, δεν τον προτιμούσαν φέτος. Το ίδιο συνέβαινε και αν ήταν οποιοδήποτε άτομο, μικρό η μεγάλο. Βάζανε το παιδί να καθίσει πάνω στη πέτρα και να πει: -Σα τη πέτρα να ’ναι και το σπίτι μας γερό! Μετά του έλεγαν να πει τρεις φορές: -«Κλού – κλού – κλού»! Κι αυτό για να κλωσήσουν οι κότες και να πυρώσουν τα αυγά. Το άτομο αυτό του ποδαρικού, το βάζανε να καθίσει όσο πιο πολύ ώρα μπορούσε στην πέτρα, γιατί πίστευαν ότι όσο πιο πολλές ώρες θα καθίσει, τόσο και πιο πολλές κλωσούδες θα κλωσούσαν όλο το χρόνο στο σπίτι τους! Η καλή χέρα Το πρωί του Αγίου Βασιλείου χτύπαγε η καμπάνα και όλοι πήγαιναν στην εκκλησία για να κοινωνήσουν.

Μετά την εκκλησία έστελναν με το παιδί τους οι γονείς το μπουναμά υποχρεωτικά στο νονό, και μετά στους παππούδες ή γιαγιάδες, στους κοντινούς συγγενείς και μπαρμπάδες. Tα παιδιά τα παλιά χρόνια δεν περιμένανε δώρα από κανένα, ούτε καν από τον Αϊ Βασίλη! Δεν ήξεραν καν τον η Βασίλη με τη μορφή που τον ξέρουμε σήμερα! Τον Αϊ Βασίλη τον μάθανε τα παιδιά μετά τη κατοχή, η γενιά η δικιά μας ας πούμε του ’50, μας έλεγαν πως μπαίνει από τις καμινάδες και αφήνει μικρά δώρα, παπούτσια πουκάμισα κλπ. Αποσκοπούσαν όμως τα παιδιά σε κάποια λίγα χρήματα που θα τους έδιδαν, κυρίως ο νονός, γιατί και τότε όλα τα παιδιά ήθελαν περισσότερα πράγματα από αυτά που είχαν. Δεν παραπονιόταν όμως που περνούσαν φτωχικά, γιατί έτσι φτωχά ήταν και τα παιδιά του γείτονα, του παραγείτονα, και όλου του χωριού, ακόμα και των πιο ευκατάστατων οικογενειών, δεν διέφεραν άρα δεν παραπονιόντουσαν. Τα δώρα αυτά που στέλνανε οι γονείς με τα παιδιά τους, τα λέγανε και «καλή χέρα», και πολλές φορές συνδυαζόταν και με το «ποδαρικό» . Όλα τα παιδιά κάποτε κάνανε αυτή τη «καλή χέρα», δηλαδή σε ένα πιάτο η μητέρα έβαζε γλυκά κουραμπιέδες μελομακάρονα, καρύδια, κάστανα, σταφίδες, ότι είχε από αυτά, τα σκέπαζε με ένα άσπρο πετσετάκι, και θα το έδινε στο γιό της να το πάει στου νονού. Όλα αυτά τα λέγανε και καλοχερίδια ή καλοπιχερίδια ή μπράτη, και στα πιο μικρά παιδιά τα λέγανε και λιολιά. Εκεί το παιδί σαν έφθανε στου νονού του, θα άδειαζαν μέρος από τα πράγματα του πιάτου, και θα συμπλήρωναν από τα δικά τους. Πολύ παλιά πριν το ‘40 θα έδινε ίσως ο νονός ένα πενηνταράκι στο φιλιοτσάκι του, που εκείνο μετά θα αγόραζε το πολύ - πολύ μια σφυρίχτρα!

Έτσι με το ίδιο πιάτο το παιδί θα πάει και στους παππούδες όπου θα άδειαζαν και εκείνοι ένα μέρος για να συμπληρώσουν με δικά τους! Αυτό γινόταν σε πεντέξι σπίτια, ώσπου να καταλήξει το παιδί ξανά στο σπίτι του, αλλά το πιάτο στο τέλος θα είχε διαφορετικά πράγματα από ότι αρχικά είχε! Το έθιμο με το νερό Ένα παλιό έθιμο της Πρωτοχρονιάς, ήταν και το ράντισμα με νερό. Από βραδύς γέμιζαν ένα πήλινο λαίνι, ή μια κανάτα νερό, και την άφηναν έξω. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς έπαιρναν την κανάτα η το λαίνι, και έριχναν νερό στις τέσσερεις γωνίες του σπιτιού, ή στους τέσσερις τοίχους. Αυτό έφερνε αναζωογόνηση, καλοτυχία, και υγεία στο σπιτικό. Δεν έχει να κάνει το έθιμο αυτό, ότι ήθελαν να κάνουν ποδαρικό με το νερό. Έχει χαθεί όμως το έθιμο αυτό, και σήμερα ελάχιστοι πλέον το θυμούνται. Οι κουραμπιέδες και η βασιλόπιτα Πολύ παλιά στα χωριά της Κρήτης, δεν έφτιαχναν βασιλόπιτα, το έθιμο άρχισε να εξαπλώνεται και στη Κρήτη, κυρίως μετά τη κατοχή. Όμως έφτιαχναν παραμονή Πρωτοχρονιάς, τους παραδοσιακούς κουραμπιέδες. Πότε μόνες οι κυράδες, πότε με τη βοήθεια μια γειτόνισσας, έφτιαχναν τους παραδοσιακούς πρωτοχρονιάτικους κουραμπιέδες, καθώς επίσης έφτιαχναν και κουλουράκια στο λάδι. Δεν έκοβαν παλιά τη βασιλόπιτα το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, αλλά ούτε και τραπέζι έστρωναν τα μεσάνυχτα στην αλλαγή του χρόνου. Όλα γινόταν την ίδια τη μέρα, τη πρώτη μέρα δηλαδή του χρόνου. Το να περιμένουν το ρολόι να χτυπήσει 12 και να αλλάξει ο χρόνος, έγινε πολύ αργότερα, μετά την κατοχή, τουλάχιστον στα Μεσαρίτικα χωριά. Έκαναν την ημέρα της Πρωτοχρονιάς και τους παραδοσιακούς φουσκίτες, για το καλό της νέας χρονιάς. Ήταν ανεβατοί και τους έφτιαχναν με το χέρι και έριχναν τη ζύμη που ήταν σκληρή, στο καυτό λάδι. Αντίστοιχοι ήταν οι φουσκίτες με τους λουκουμάδες. Πάνω έβαζαν μέλι ή πετιμέζι και τους σέρβιραν τη μέρα της Πρωτοχρονιάς.


Πηγή: https://www.voltarakia.gr/mas-endiaferei/item/2128-protoxroniatika-ethima-kapote-stin-kriti

Τα παραδοσιακά έθιμα των Χριστουγέννων στην Κρήτη (cna.gr)



Το έθιμο του Κλήδονα στη Κρήτη

Ο Κλήδονας είναι ένα ελληνικό έθιμο που τελείται στις 24 Ιουνίου, την ημέρα του Αγίου Ιωάννου σε πολλές περιοχές στην Ελλάδα. Από περιοχή σε περιοχή παρατηρούμε διαφορές στην αναβίωση του εθίμου. Στην Κρήτη συγκεκριμένα το έθιμο αναβιώνει ως εξής:

Την παραμονή του Αϊ-Γιαννιού, οι ανύπανδρες κοπέλες μαζεύονται σε ένα από τα σπίτια του χωριού, και κάποια ή κάποιες από αυτές φέρνουν από το πηγάδι ή την πηγή το “αμίλητο νερό”. Επιστρέφοντας στο σπίτι όπου τελείται ο κλήδονας, το νερό μπαίνει σε πήλινο δοχείο, την υδροφόρο, στο οποίο η κάθε κοπέλα ρίχνει ένα αντικείμενο (μήλο πράσινο ή κόκκινο, κόσμημα, κλειδί κ.α.), το λεγόμενο ριζικάρι.

Στη συνέχεια το δοχείο σκεπάζεται με κόκκινο ύφασμα, το οποίο δένεται γερά με ένα κορδόνι (“κλειδώνεται”) και τοποθετείται σε ταράτσα ή άλλο ανοιχτό χώρο. Εκεί παραμένει όλη τη νύχτα υπό το φως των άστρων. Λέγεται ότι, οι ανύπαντρες που έχουν ρίξει ριζικάρι στο δοχείο, τη νύχτα θα δουν στα όνειρά τους το μελλοντικό τους σύζυγο. Ανήμερα του Αϊ-Γιαννιού, αλλά πριν βγει ο ήλιος, η υδροφόρος νεαρή της προηγουμένης φέρνει μέσα στο σπίτι το αγγείο.

Το μεσημέρι, ή το απόγευμα, συναθροίζονται πάλι οι ανύπανδρες κοπέλες και οι υπόλοιποι χωριανοί για να παίξουν το ρόλο μαρτύρων της μαντικής διαδικασίας. Καθισμένη στο κέντρο της συντροφιάς, η υδροφόρος νεαρή ανασύρει ένα-ένα από το αγγείο τα αντικείμενα, που αντιστοιχούν στο “ριζικό” κάθε κοπέλας και μια άλλη, κάποια που έχει ποιητικό ή μαντικό ταλέντο απαγγέλλει ταυτόχρονα τυχαίες μαντινάδες. Μαντινάδες που είναι επηρεασμένες απλώς και μόνο από τη θέα του ριζικαριού, αφού η μαντιναδολόγος δεν ξέρει σε ποιον ανήκει το κάθε ριζικάρι. Η μαντινάδα που αντιστοιχεί στο αντικείμενο (ριζικάρι) της κάθε κοπέλας θεωρείται ότι προμηνάει το μέλλον της και σχολιάζεται από τους υπόλοιπους, που προτείνουν τη δική τους ερμηνεία σε σχέση με την ενδιαφερόμενη. Σε κάποιας κοπέλας το ριζικάρι ο αείμνηστος μαντιναδολόγος Καμινοκωστής, είχε πει την εξής μαντινάδα:

Σα μάθει ο σκύλος γράμματα κι η γάτα να διαβάζει

τότε και συ θα παντρευτείς να κάμει ο κόσμος χάζι….

(Και η κοπελιά αυτή πράγματι μέχρι σήμερα δεν έχει παντρευτεί!)

Μετά που θα βγουν όλα τα ριζικάρια από το υδροφόρο αγγείο, η υδροφόρος νεαρά χύνει το νερό του αγγείου μέσα σε ένα πηγάδι σταυρωτά και στη συνέχεια το σκεπάζει με ένα κόκκινο πανί. Το μεσημέρι ή τα μεσάνυκτα οι κοπέλες, ενίοτε και νεαροί, σηκώνουν προσεκτικά το πανί, ώστε να μη δει φως το νερό του πηγαδιού, και βάζουν μέσα το κεφάλι τους. Συνάμα η υδροφόρος με ένα καθρέπτη κατεβάζει τις ακτίνες του ήλιου ή του φεγγαριού μέσα στο πηγάδι και οι κοπέλες ρίχνοντας με ειδικό τρόπο μια – μια τα ριζικάρια τους μέσα στο πηγάδι και εκεί στα κύματα του νερού του πηγαδιού οι παριστάμενοι βλέπουν υπερφυσικά ή μεταφυσικά φαινόμενα, τα οποία επεξηγούν μετά οι μεγαλύτερες και μυημένες γυναίκες, όπως επίσης και αγαπημένα πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή το πρόσωπο που θα παντρευτούν κ.α.

Σύμφωνα με ορισμένους η λέξη «Κλήδωνας» προέρχεται από τη λέξη κλειδί που ανοίγει και κλείνει το κουτί τη τύχης, εξ ου και οι μαντινάδες:

Κλειδώνουμε τον κλήδονα μ’ ένα μικιό κλειδάκι, κι απόης τον αφήνουμε έξω στο φεγγαράκι

Με τις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού είδα την ομορφιά σου,κ’ είπα να πέσω να καώ μέσα στην αγκαλιά σου.

Ένα αστέρι τ ’Αϊ Γιαννιού μήνυμα θα σου φέρει,το πόσο θέλω να γενώ παντοτινό σου ταίρι

Τ’Άη Γιαννιού στον Κλήδονα που τις φωθιές πηδούνε,οι κοπελιές ελπίζουνε καλό γαμπρό να βρούνε.

Ανήμερα τ’ Άη Γιαννιού με καλομοίρας χέρι,θε να γραφτεί αιώνια πως θα σε κάνω ταίρι

Κιονά τ΄αμίλητο νερό που’ ναι στο κιούπι μέσα,πίνω το μα κατέχω το ότι δεν έχει μπέσα

Μου το πανε στο Κλήδονα πως θα με κάνεις ταίρι,μα την αυγή που ξύπνησα σε πήρε το αγέρι

Σας εύχομαι από καρδιάς του Κλήδονα τ΄αστέρι,στιγμές πολλές στιγμές χαράς στο σπίτι σας να φέρει.

Κρητικοπούλα κοπελιά με το σταμνί στον ώμο,φέρε τ’ αμίλητο νερό και πρόσεχε στο δρόμο

Στον Κλήδονα χαροκοπούν κι έλα στο πανηγύρικαι στα παλιά μας χωρατά η σκέψη να γιαγύρει.

Του Κλήδονα τα μυστικά κανείς δεν τα κατέχει,μόνο τ’ αμίλητο νερό που στο κουρούπι έχει.

Ας πιεί τ’ αμίλητο νερό μα μένα μη μου δώσει,για να της λέω σ’ αγαπώ μέχρι να ξημερώσει

Τα ριζικάρια ρίχνουνε στον Κλήδονα με χάρη,για να προβλέψουν ποια με ποιόν θα γίνουνε ζευγάρι.

Άσπρο γαρύφαλλο κρατώ , κόκκινο θα το βάψω,κι αν το πετύχω στην μπογιά, πολλές καρδιές θα κάψω.


Πηγή: Το έθιμο του Κλήδονα στη Κρήτη (cna.gr)

Όλα τα έθιμα του Πάσχα στην Κρήτη

Στην Κρήτη, τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας είναι πολλά και πέρα από τα γνωστά που ισχύουν σε όλη την Ελλάδα, όπως κόκκινα αυγά, ετοιμασίες κ.λπ. υπάρχουν και τα εξής τουλάχιστον στα χωριά:

Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα δεν ακούν τραγούδια, δεν τραγουδάνε ούτε σφυρίζουν, στα καφενεία δεν παίζουν χαρτιά και με ένα σπαούλι (σπάγκο) κρεμούν τον Φάντη της τράπουλας από το ταβάνι. Τα αγόρια και οι μεγάλοι άντρες όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα κόβουν ξύλα κυρίως κατσοπρίνια, ασπαλάθους και άλλους θάμνους και το Μεγάλο Σάββατο φτιάχνουν τη ρεματιά ύψους 3-4 μέτρων και πλάτους 6-8 μέτρων για να κάψουν το ομοίωμα του Ιούδα. Την Μεγάλη Πέμπτη φτιάχνουν ένα ανθρώπινο ομοίωμα από ξύλα, τον «Ιούδα», τον οποίο περιφέρουν σε όλα τα σπίτια του χωριού και τον χτυπούν και κακίζουν για την αισχρή προδοσία του. Οι γυναίκες δίνουν ό,τι παλαιά ρούχα έχουν για να ντυθεί «ο βρώμος ο Ιούδας», τον οποίο παραγεμίζουν με άχερα. Τα αρνιά για το Πάσχα σφάζονται Μεγάλη Τετάρτη και Μεγάλη Πέμπτη.

Οι ανύπαντρες κοπέλες μαζεύουν από τους κήπους κρίνους, τριαντάφυλλα, άνθη λεμονιάς και άλλα λουλούδια για το στολισμό του Επιταφίου τη Μεγάλη Πέμπτη. Στην Κρήτη και ειδικά τη Μεγάλη Παρασκευή υπάρχει το έθιμο ο ιερέας να μνημονεύει εντός της Εκκλησίας πριν την περιφορά του Επιταφίου τα ονόματα όλων των κεκοιμημένων συγχωριανών της κάθε οικογένειας, έστω και πολλές γενεές πίσω. Φυσικά, ο λαός παρακολουθεί τις ιερές ακολουθίες όλης της Μεγάλης Εβδομάδας.

Το Μεγάλο Σάββατο, το ομοίωμα του Ιούδα τοποθετείται πάνω στη ρεματιά με τα ξύλα, για το φόβο των Ιουδαίων, δηλαδή των γειτονικών χωριών που επιδιώκουν να κλάψουν τον Ιούδα. Το βράδυ της Ανάστασης, με το Χριστός Ανέστη, τα κοπέλια δίνουν (βάζουν) φωθιά στον Ιούδα, ο οποίος καίγεται με τα απαραίτητα μπαλοταρίσματα και ενώ ακόμα και εχθροί εκείνη την ημέρα δίνουν το φιλί της Αγάπης στο προαύλιο της εκκλησίας.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ ΚΑΙ Η ΝΗΣΤΕΙΑ

(ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ)

Σαράντα οκτώ (48) μέρες κρατά η νηστεία πριν από το Πάσχα, όσες και οι μέρες που νήστεψε και ο Χριστός στην έρημο. Η νηστεία του Πάσχα λέγεται και “Μεγάλη Τεσσαρακοστή – Σαρακοστή”, επειδή είναι μεγαλύτερη των άλλων (Χριστουγέννων, Δεκαπενταύγουστο κ.α.). Η νηστεία που τηρείται πριν από τα Χριστούγεννα διαρκεί 40 ημέρες και η νηστεία πριν το Πάσχα διαρκεί 48 ημέρες. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους η περίοδος της Σαρακοστής ήταν αφιερωμένη στην προετοιμασία των Κατηχουμένων, οι οποίοι την ημέρα του Πάσχα βαπτίζονταν. Την Κυριακή των Βαίων επιτρέπεται η ιχθυακατανάλωση και στους ναούς γίνεται η διανομή κλάδων βάγιας- ήμερης δάφνης.

ΦΑΓΗΤΑ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

Τα κύρια φαγητά που παρασκευάζουν οι νοικοκυρές της Κρήτης για τη Σαρακοστή του Πάσχα είναι τα άγρια χόρτα: καλίτσες (γλυκά πρώιμα άγρια ραδίκια), ασκολύμπροι (ασκόλυμπρα άγρια-αγκάθινα χόρτα), τζόχοι (ζοχοί), ψικοσιρίδες (πικρώδη άγρια χόρτα), χοιρομουρίδες (άσχημα στην εμφάνιση, όμως νοστιμότερα άγρια χόρτα), σταμναγκάθι (αγκαθωτό ραδίκι), ραπανίδες κ.α. και βεβαίως οι χοχλιοί (σαλιγκάρια βραστά, μπουμπουριστά κ.α.), τα διάφορα γιαχνί, τα παπούλια (βραστά όσπρια), ο χυλός (με αλεσμένο στάρι), οι βρουβόπιτες (πίτες με χόρτα ή γούλες), τα κουκιά (βραστά και πουρέ) κ.α.

Σαφώς η νηστεία και τα έθιμα δεν είναι μόνο ιδεολογικός συμβολισμός, αλλά και δοκιμασία και υγεία και μακροζωία. Η σωστή νηστεία καταπολεμά το πάχος και καθαρίζει τον οργανισμό από τα τις τοξίνες, τα λιπίδια, τα τριγλυκερίδια κ.τ.λ., άρα είναι ό,τι καλύτερο για την υγεία του οργανισμού.

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ, ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ-ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ

Τα Κάλαντα, το «Λάζαρε πες μας τι είδες..», λέγονται το πρωί του Σαββάτου του Λαζάρου και αναφέρονται στην Ανάσταση του Λαζάρου. Επίσης το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής λέγεται και το μοιρολόι «Σήμερα μαύρος ουρανός.» που αναφέρεται στη σταύρωση του Χριστού. Τα κάλαντα αυτά λέγονται συνήθως από σχολικές ομάδες. Συνάμα δυο κορίτσια ή ένα αγόρι και ένα κορίτσι κρατούν ένα στεφάνι που έχει πλεχθεί με τα ωραιότερα λουλούδια της εποχής και αυτό κατόπιν αποτίθεται με μεγάλο σεβασμό είτε στον ΕΠΙΤΑΦΙΟ είτε στον τάφο του πρόσφατα νεκρού της ενορίας.

Η ΛΑΜΠΡΟΚΟΥΛΟΥΡΑ, ΤΑ ΚΑΛΙΤΣΟΥΝΙΑ & ΤΟ ΚΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Από το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης οι γυναίκες καταγίνονται με το ζύμωμα. Ζυμώνουν τα καλιτσούνια (χειροποίητες τυρόπιτες με μαλάκα ή μυζήθρα, που παλιά γινόταν τηγανιστά και όχι στο φούρνο, όπως γίνεται σήμερα με τα καλούμενα λυχναράκια), τα τσουρέκια και τις λαμπροκουλούρες. Η λαμπροκουλούρα δεν έχει στη μέση τρύπα, όπως τα μικρά κουλούρια σήμερα για λόγους οικονομίας και στο κέντρο της μπαίνουν κανονικά τρία κόκκινα αυγά, όσα και η Αγία τριάδα. Γενικά τα εδέσματα και γλυκίσματα του Πάσχα κυριαρχεί το γάλα, το αυγό και το τυρί (μαλάκα και ανθότυρο) που τώρα υπάρχουν άφθονα, ενώ τα Χριστούγεννα το λάδι, το μέλι κ.α.

Το Πάσχα οι σύντεκνοι (= οι νονοί, οι συν τέκνοι) πηγαίνουν στους βαφτισιμιούς τους το κουλούρι της Λαμπρής (οι βοσκοί πάνε κατσοχοίρι (βλέπε πιο κάτω), κόκκινα αυγά και το κερί της Ανάστασης (ένα άσπρο κερί).

Η ΜΑΛΑΚΑ, Η ΜΥΖΗΘΡΑ, ΤΟ ΑΝΘΟΤΥΡΟ, ΤΟ ΧΛΩΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΤΣΟΧΟΙΡΙ

Το «χλωρό» είναι φρέσκο τυρί, που μέχρι τη μέση είναι μαλάκα και από τη μέση και πάνω μυζήθρα. Το κατσοχοίρι είναι το μικρό τυρί –κουλούρι. Τα χλωρά και τα κατσοχοίρια τα έκαναν δώρα οι βοσκοί στους σύντεκνους, συγγενείς και πακτωτές τους που δεν έχουν οι ίδιοι κοπάδι και για τις ανάγκες του Πάσχα.

Μαλάκα λέγεται στην Κρήτη το φρέσκο (μαλακό) κεφαλοτύρι, το πρώτο προϊόν του γάλακτος και μυζήθρα το δεύτερο προϊόν. Η μαλάκα βγαίνει βάζοντας στο γάλα πυτιά και χωρίς να βράσουμε το γάλα. Η μυζήθρα βγαίνει προσθέτοντας λίγο γάλα στον ορό (υγρό) που μένει μετά την αφαίρεση της μαλάκας και βράζοντας αυτό το μείγμα σε μεγάλη θερμοκρασία και χωρίς τώρα να βάλουμε πυτιά. Όταν ξεραθεί η μαλάκα λέγεται κεφαλοτύρι και όταν ξεραθεί η μυζήθρα λέγεται ανθότυρο.

ΤΟ ΒΑΨΙΜΟ ΤΩΝ ΑΥΓΩΝ

Από το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης οι γυναίκες καταγίνονται και με το βάψιμο των αυγών, που παλιά αυτό γινόταν από τα χρώματα των λουλουδιών, κυρίως της κόκκινης παπαρούνας.

Μάλιστα πάνω στα αυγά, πριν τα βάψουν, κολλούσαν και μικρά άνθη και έτσι τα σχέδιά τους αποτυπωνόταν επάνω. Τα κόκκινα αυγά είναι είτε σε ανάμνηση του χυμένου αίματος του Χριστού από τη λόγχη του Ρωμαίου στρατιώτη είτε γιατί το χρώμα αυτό αποτελεί έκφραση χαράς λόγω της ερχόμενης άνοιξης και της Ανάστασης του Κυρίου.

Η ΦΟΥΝΑΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

Πριν την Ανάσταση (κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής) όλα τα παιδιά του χωριού μαζεύουν ξύλα και τα αφήνουν στο προαύλιο της εκκλησίας. Την παραμονή της Ανάστασης σχηματίζουν ένα μεγάλο σωρό από τα ξύλα (τη λεγόμενη φουνάρα= η μεγάλη φωτιά ή φλόγα, προφανώς από το φως, φωτιά) και στην κορυφή έχουν ένα σκιάχτρο που υποτίθεται ότι είναι ο Ιούδας και την ώρα που ο παπάς λέει το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ βάζουν φωτιά και καίνε τον Ιούδα. Η καμπάνα του χωριού χτυπά και πέφτουν πυροβολισμοί (ένα κακό έθιμο).

ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΗΡΙ ΚΑΙ Η ΜΙΚΡΗ ΦΟΥΝΑΡΑ

Παλιά ο επίτροπος της κάθε εκκλησίας δυο ώρες πριν την Ανάσταση έπαιρνε ένα σήμαντρο και κτυπώντας το γυρνούσε από γειτονιά σε γειτονιά, για να ξυπνήσει-προσκαλέσει τους πιστούς για τη Θεια λειτουργία – ΑΝΑΣΤΑΣΗ. Φεύγοντας οι κρητικοί πιστοί από το σπίτι, για να πάνε στην εκκλησία και να ακούσουν το «Χριστός Ανέστη» ανάβουν στην αυλή μια μικρή φωτιά (μικρή φουνάρα) για κάψιμο του Ιούδα του σπιτιού, πάνω από την οποία περνούν όλοι, μικροί μεγάλοι, κάνοντας ταυτόχρονα το σταυρό τους και μια ευχή, δηλαδή λέγοντας π.χ. «Έτσι να καούν και οι δικοί μας προδότες και εχθροί!».

ΤΟ ΑΜΙΛΗΤΟ ΦΩΣ

Μόλις πει ο παπάς το «δεύτε λάβετε φως», πολλοί με ένα κερί ή φαναράκι μεταφέρουν το άγιο φως στο σπίτι τους αμίλητοι (μόλις πάρουν το φως και μέχρι να πάνε το σπίτι δεν λένε καμιά λέξη), πιστεύοντας ότι έτσι θα γίνει κάτι καλό στο σπιτικό τους ή ότι έτσι θα φύγουν οι δαίμονες.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΑ ΦΑΓΗΤΑ

Στην Κρήτη εκτός από τους “χοχλιούς” (σαλιγκάρια μπουμπουριστά ή βραστά ή στιφάδο), χαρακτηριστικά φαγητά είναι και τα σπαράγγια και τα τσιμούλια (παροπούλια), βραστά ή τηγανητά με αυγά, τα διάφορα αυγολέμονα (με χοιρινό ή αρνί), τα στριφτά (χειροποίητα) μακαρόνια με ανθότυρο ή κεφαλοτύρι, τα αγοραστά μακαρόνια με βραστή γίδα, το πιλάφι (με γίδα ή πέρδικα ή κότα), η στάκα (φτιάχνεται από αλεύρι και βούτυρο γάλακτος), το ρυζόγαλο, το ξινόγαλο, τα καλιτσούνια (μικρά κομμάτια από χειροποίητο φύλλο με γέμιση ανθότυρο) του φούρνου ή τηγανιτά, οι βρουβόπιτες (χειροποίηστε πίτες με γέμιση άγριων χόρτων ή σέσκλων κ.α.), ο “χόντρος” (σούπα από στάρι αλεσμένο στο χερόμυλο και γάλα γλυκό), ο ξυνόχοντρος (σούπα με γάλα ξυνό και στάρι αλεσμένο), το οφτό αρνί ή ρίφι, το ψητό (στο φούρνο) γουρουνόπουλο και βεβαίως το κυνήγι (πέρδικα, λαγός, κοτσίφι κ.α.), καθώς και οι ομαθιές (η κοιλιά του γουρουνιού γεμισμένη με σταφίδες και ρύζι ή τραγανά), τα γαρδούμια (γαρδούμπες βραστές ή αυγολέμονο) κ.α.

Από το Κρητικό τραπέζι δεν λείπουν φυσικά οι διαφορετικού τύπου ελιές, τα πολλά και διαφορετικού τύπου τυριά (μαλάκα, ανθότυρο, κεφαλοτύρι κ.α.), τα λαχανικά και τα άγρια χόρτα (βρούβες, ραδίκια, καλλίτσες, τζόχοι (ζοχοί), τσιμούλια κ.α.). Τα χαρακτηριστικά ποτά της Κρήτης είναι «το κρασί», κυρίως κόκκινο, που το συναντάμε σε κάθε Κρητικό τραπέζι και σε διάφορες τοπικές ποικιλίες και φυσικά η τσικουδιά ή άλλως “ρακί” (= η ρακί ή το ρακί).

Αγαπημένο και χαρακτηριστικό φαγητό κατά τη Σαρακοστή είναι οι χοχλιοί (από το κοχλοί, κοχλίας), καθώς λέει και η μαντινάδα:

“Ο Κρητικός στη ξενιτιά πόσα λεφτά δε δίδει

να βρει μπουμπουριστούς χοχλιούς να φάει με το ξύδι”.

ΤΑ ΦΑΓΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Στην Κρήτη το Πάσχα παλιά δεν σούβλιζαν αρνί (ήρθε και στην Κρήτη από τους Ρουμελιώτες γαμπρούς), απλά έσφαζαν ένα σφακτό, ρίφι ή αρνί και μ’ αυτό έκαναν διάφορα φαγητά (οφτό, βραστό, κοκκινιστό, αυγολέμονο κ.α.). Απαραίτητα υπάρχουν τα στριφτά μακαρόνια, τα καλιτσούνια, το χλωρό κ.α.

Πριν την ανάσταση, στο χωριό Γκαγκάλων, όλα τα παιδιά του χωριού μαζεύουν ξύλα και οτιδήποτε άλλο μπορεί να καεί και τα αφήνουν στο προαύλιο της εκκλησίας. Την παραμονή της Ανάστασης σχηματίζουν ένα βουνό από τα ξύλα και στην κορυφή έχουν ένα σκιάχτρο με ένα παλιό κουστούμι που υποτίθεται ότι είναι ο Ιούδας και την ώρα που ο παπάς λεει το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ βάζουν φωτιά και τον καίνε. Η νύχτα γίνεται μέρα από τα πυροτεχνήματα, η καμπάνα του χωριού χτυπά συνεχώς και μάλιστα οι παλιότεροι λένε ότι όταν αυτοί ήταν μικροί δεν άφηναν 3 μερόνυχτα την καμπάνα να σταματήσει γιατί το θεωρούσαν για καλό. Ξυπνούσαν ακόμα και τη νύχτα να πάνε να την χτυπήσουν.

Ο Άγιος Νικόλαος είναι γεμάτος ενδιαφέροντα όλο το χρόνο. Κάθε Άνοιξη, η δαφνοστόλιστη Κυριακή των Βαΐων, η αναπαράσταση της Σταύρωσης και η Ανάσταση με το περίφημο “Κάψιμο του Ιούδα” στη Λίμνη, μέσα σε μοναδική σε ένταση ατμόσφαιρα, κάνουν το Πάσχα πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες….

Η περίοδος του Πάσχα αλλά και η προετοιμασία που αρχίζει με την νηστεία της σαρακοστής είναι ιδιαίτερη και στην Κρήτη. Τα κύρια φαγητά που παρασκευάζουν οι νοικοκυρές της Κρήτης για τη Σαρακοστή του Πάσχα είναι τα άγρια χόρτα: καλίτσες (γλυκά πρώιμα άγρια ραδίκια), ασκολύμπροι (ασκόλυμπρα άγρια-αγκάθινα χόρτα), τζόχοι (ζοχοί), ψικοσιρίδες (πικρώδη άγρια χόρτα), χοιρομουρήδες (άσχημα στην εμφάνιση, όμως νοστιμότερα άγρια χόρτα), σταμναγκάθι (αγκαθωτό ραδίκι), ραπανίδες και βεβαίως οι χοχλιοί (σαλιγκάρια βραστά, μπουμπουριστά), τα διάφορα γιαχνί, τα παπούλια (βραστά όσπρια), ο χυλός (με αλεσμένο στάρι), οι βρουβόπιτες (πίτες με χόρτα ή γούλες), τα κουκιά (βραστά και πουρέ).

Από το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης οι γυναίκες καταγίνονται με το ζύμωμα. Ζυμώνουν τα καλιτσούνια (χειροποίητες πιτες με μυζήθρα, που παλιά γινόταν τηγανιστά και όχι στο φούρνο, όπως γίνεται σήμερα με τα καλούμενα λυχναράκια), τα τσουρέκια και τις λαμπροκουλούρες. Η λαμπροκουλούρα δεν έχει στη μέση τρύπα, όπως τα μικρά κουλούρια σήμερα για λόγους οικονομίας και στο κέντρο της μπαίνουν κανονικά τρία κόκκινα αβγά.

Το Πάσχα οι σύντεκνοι οι νονοί, πηγαίνουν στους βαφτισιμιούς τους το κουλούρι της Λαμπρής, κόκκινα αβγά και το κερί της Ανάστασης. Φυσικά μαζί με άλλα δώρα, όπως ρούχα παπούτσια και παιχνίδια.

Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης οι γυναίκες ασχολούνται και με το βάψιμο των αβγών, που παλιά αυτό γινόταν από τα χρώματα των λουλουδιών, κυρίως της κόκκινης παπαρούνας. Μάλιστα πάνω στα αβγά, πριν τα βάψουν, κολλούσαν και μικρά άνθη και έτσι τα σχέδιά τους αποτυπώνονταν επάνω. Σήμερα πάντως κυριαρχούν οι έτοιμες βαφές ή, και τα έτοιμα κόκκινα αβγά.

Το στόλισμα του Επιταφίου με λουλούδια και στεφάνια αρχίζει το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης με τις νοικοκυρές να προσπαθούν να στολίσουν τον “καλύτερο Επιτάφιο”. Μετά την περιφορά παίρνουν τα λουλούδια στα σπίτια για να φέρουν ευλογία σε κάθε νοικοκυριό.

Την παραμονή της Ανάστασης τα παιδιά σχηματίζουν ένα μεγάλο σωρό από ξύλα και στην κορυφή βάζουν ένα σκιάχτρο που υποτίθεται ότι είναι ο Ιούδας και την ώρα που ο ιερέας λέει το ”Χριστός Ανέστη”, βάζουν φωτιά και καίνε τον Ιούδα. Η καμπάνα του χωριού χτυπά και ο ουρανός στολίζεται από πολύχρωμα βεγγαλικά. Σε πολλές περιοχές κυρίως στην ύπαιθρο ακούγονται και μπαλωθιές (πυροβολισμοί στον αέρα).

Παλιά ο επίτροπος της κάθε εκκλησίας δύο ώρες πριν την Ανάσταση έπαιρνε ένα σήμαντρο και κτυπώντας το γυρνούσε από γειτονιά σε γειτονιά, για να ξυπνήσει – προσκαλέσει τους πιστούς για τη Θεία Λειτουργία – Ανάσταση. Φεύγοντας οι πιστοί από το σπίτι, για να πάνε στην εκκλησία και να ακούσουν το “Χριστός Ανέστη” ανάβουν στην αυλή μια μικρή φωτιά (μικρή φουνάρα) για κάψιμο του Ιούδα του σπιτιού, πάνω από την οποία περνούν όλοι, μικροί μεγάλοι, κάνοντας ταυτόχρονα το σταυρό τους και μια ευχή.

Με το “δεύτε λάβετε φως”, οι πιστοί με ένα κερί ή φαναράκι μεταφέρουν το Αγιο Φως στο σπίτι τους αμίλητοι, πιστεύοντας ότι έτσι θα γίνει κάτι καλό στο σπιτικό τους ή ότι έτσι θα φύγουν οι δαίμονες.

Στην Κρήτη το Πάσχα παλιά δεν σούβλιζαν αρνί, απλά έσφαζαν ένα σφακτό, ρίφι ή αρνί και μ’ αυτό έκαναν διάφορα φαγητά (οφτό, βραστό, κοκκινιστό, αυγολέμονο). Σήμερα πάντως το σούβλισμα του οβελία συνοδεύει απαραίτητα την γιορτή.


Το παζάρι των Βουκολιών

Αποτελεί σημείο αναφοράς για τα Χανιά, και οργανώνεται κάθε χρόνο την Μεγάλη Παρασκευή. Στην σημερινή του μορφή, το παραδοσιακό παζάρι των Βουκολιών είναι ουσιαστικά μια εμποροπανήγυρης και ζωοπανήγυρης που συγκεντρώνει εκατοντάδες μικροπωλητών αλλά και πλήθος κόσμου από κάθε γωνιά της Κρήτης. Το παραδοσιακό παζάρι των Βουκολιών έχει την δική του ιστορία.

Οι Βουκολιές, πριν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν το εμπορικό κέντρο της κεντρικής και ανατολικής Κισάμου και μέρους του κεντρικού Σελίνου. Η περιοχή, καθώς ήταν γεωργοκτηνοτροφική, συγκέντρωνε κόσμο για πώληση και ανταλλαγή προϊόντων.

Ένα παζάρι, ένας τόπος δηλαδή δημόσιας αγοράς, το μοναδικό ίσως στην Κρήτη, που ξεκίνησε τον καιρό της Τουρκοκρατίας.

Το παζάρι των Βουκολιών τα παλαιότερα χρόνια ήταν ένας από τους κυριότερους χώρους για οικονομικές συναλλαγές και κοινωνικές σχέσεις και λειτουργούσε κάθε Σάββατο.

Τα παλαιότερα χρόνια σύμφωνα με μαρτυρίες μεγαλύτερων σε ηλικία κατοίκων γινόταν κυρίως εμπόριο ζώων αλλά και λαχανικών, όμως έμποροι από τα Χανιά πούλαγαν και διάφορα άλλα είδη. Οι μέρες που το παζάρι έφθανε στο αποκορύφωμά του ήταν την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου και τη Μεγάλη Παρασκευή. Τη Μεγάλη Παρασκευή μάλιστα γίνονταν και τα συνοικέσια, γι’ αυτό κατέβαιναν κοπέλες στις Βουκολιές από τα γύρω χωριά.

Το παζάρι στα χρόνια της άνθισής του καταλάμβανε όλη τη σημερινή πλατεία των Βουκολιών.

Το εμπόριο ζώων κυριαρχούσε από παλιά στο παζάρι των Βουκολιών. Οι βοσκοί έφερναν ολόκληρα κοπάδια από πρόβατα, κατσίκια και βόδια, που σφάζονταν ή πουλιούνταν εκεί. Μάλιστα το πρώτο έργο υποδομής που έγινε στις Βουκολιές ήταν ένα κτίριο για τη σταύλιση των ζώων, που προορίζονταν για το παζάρι του Σαββάτου. Κατασκευάστηκε με προσωπική εργασία των κατοίκων και διατηρείται μέχρι σήμερα. Έχει στεγάσει κατά καιρούς διάφορες υπηρεσίες και συλλόγους, ενώ σήμερα στεγάζει το δήμο και την αστυνομία.

Η ατμόσφαιρα θύμιζε γιορτή, καθώς ήταν μια ευκαιρία για φίλους και συγγενείς να ξαναβρεθούν, αφού, καθώς δεν υπήρχαν ξενοδοχεία, όσοι έρχονταν για το παζάρι αναγκάζονταν να καταλύουν σε φιλικά και συγγενικά σπίτια.

Παραμονή του παζαριού στήνονταν υπαίθριες ταβέρνες και τηγάνιζαν ψάρια, πατάτες, έψηναν κρέας, όλα με στοιχειώδη εξοπλισμό. Τη Μεγάλη Παρασκευή καταναλώνονταν πολλοί χοχλιοί και πολλά σαρακοστιανά και πουλιούνταν πάνω από χίλια ζώα. Στις μέρες μας συνεχίζεται με μεγάλη επιτυχία. Είναι η εμποροπανήγυρη του νομού και η μοναδική με το λαϊκό χαρακτήρα της παλαιάς εποχής, πολλές από τις εικόνες του τότε σώζονται και σήμερα με την σύγχρονη φυσικά μορφή τους.

Πηγή: Όλα τα έθιμα του Πάσχα στην Κρήτη | Αγώνας της ΚρήτηςΑγώνας της Κρήτης (agonaskritis.gr)

Τα εικονοστάσια της Κρήτης

Η κρητική ύπαιθρος είναι γεμάτη από εικονοστάσια τα οποία συναντά κανείς σε κάθε γωνιά. Από τις άκρες των δρόμων μέχρι και στα πιο απρόβλεπτα σημεία όπως σε παραλίες ή σε βουνά, φαράγγια και δάση. Υπολογίζεται ότι σε κανένα σημείο του κόσμου δεν υπάρχουν τόσα πολλά εικονοστάσια λατρευτικά όσα στην Κρήτη. Οι περισσότεροι πιστεύουν εσφαλμένα ότι όλα τα εικονοστάσια που συναντούμε κρύβουν πίσω τους κι από ένα θανατηφόρο ατύχημα. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική. Οι Κρήτες από τα αρχαία κιόλας χρόνια είχαν την τάση να κτίζουν υπαίθρια ιερά για να ευχαριστούνε τις ανώτερες δυνάμεις για τα καλά αγαθά και τους καρπούς που η γη τους χάριζε. Η συνήθεια αυτή έφτασε ακόμα και μέχρι τις μέρες μας και τα αρχαία αγροτικά ιερά αντικαταστάθηκαν από τα περίφημα εικονοστάσια που συναντάμε μέσα σε καρπερά χωράφια ή απλά στη φύση και όχι σε δρόμους. Ο λόγος της δημιουργίας και ύπαρξης ενός εικονοστασιού που πάντα ήταν αφιερωμένο σε κάποιο άγιο ήταν η προστασία του αγρού και η ευλογία των καρπών και της σοδειάς της γης σε αγροτικά αγαθά, μέλι ή ακόμα και κτηνοτροφικά προϊόντα.

Πηγή: Τα εικονοστάσια της Κρήτης - ⭐ Ταξιδιωτικός Οδηγός Κρήτης ⛵🏊 cretanbeaches.com



Αποκριές και αποκριάτικα έθιμα στην Κρήτη

Η Κρήτη, πλούσια σε παραδόσεις, διατηρώντας ακόμη και σήμερα αναλλοίωτη ορισμένες φορές την λαϊκή μας κληρονομιά έχει ακόμα και τις Απόκριες να επιδείξει στον επισκέπτη αλλά και στον μόνιμο κάτοικο του νησιού πολλές όμορφες τελετουργίες.

Στην Κρήτη βέβαια, τώρα πια τ’ αποκριάτικα έθιμα βρίσκονται σε υποχώρηση. Τα καρναβάλια έχουν επικρατήσει σχεδόν πλήρως σε όλη την επικράτεια του νησιού, σε ορισμένες περιοχές όμως τα έθιμά μας αναβιώνουν σε όλο τους το μεγαλείο.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στη Γέργερη του Νομού Ηρακλείου, είναι το χωριό που κρατάει έως και σήμερα αναλλοίωτα τα περισσότερα αποκριάτικα έθιμα.

Σιβιανή μάσκα

Νότια του Νομού Ηρακλείου, στο χωριό Σίβα, η παραδοσιακή μάσκα του χωριού είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές του Ελληνικού και του ευρύτερου μεσογειακού χώρου και από ότι πιστεύεται ήταν και μοναδική.

Μέχρι και την δεκαετία του 1960, ήταν πολύ στα «φόρτε» της η Σιβιανή μάσκα. Γίνονταν με τη ρίζα του φυτού Αγαύη, του φυτού Αθάνατος όπως συνηθίζει να ονομάζεται στην Κρήτη.

Το συγκεκριμένο φυτό παλιότερα χρησιμοποιούνταν για να φτιάξουν και σκοινιά. Φυτό που βρίσκεται σε αφθονία στη περιοχή της Μεσαράς εξαιτίας των καλών κλιματολογικών συνθηκών.

Λίγες μέρες πριν τις Απόκριες, ξερίζωναν το φυτό και με μία αριστοτεχνική διαδικασία έφτιαχναν τη μάσκα. Ζωγράφισαν άσπρα δόντια για να διακρίνεται η μάσκα τη νύχτα. Ομάδες 5-6 ατόμων φορώντας τη μάσκα κάνουν βόλτες στο χωριό και επισκέπτονται διάφορα σπίτια του χωριού.


Γάμος

Στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Ψηλορείτη το ορεινό χωριό Γέργερη είναι το νοτιότερο μέρος της Ελλάδας που διατηρεί έντονο διονυσιακό χαρακτήρα στον αποχαιρετισμό της Αποκριάς.

Στο γάμο, ένα ζευγάρι όσο πιο άσχετο και αταίριαστο μεταξύ του, μεταμφιέζεται ως νύφη και γαμπρός και κάνουν το γύρο του χωριού.


Λεράδες

Η πιο χαρακτηριστική μεταμφίεση των Κρητών. Συναντόνται παντού σε όλη την επικράτεια του νησιού.

Μασκαράδες με δεμένες γύρω από τη μέση τους και τα χέρια τους μεγάλες κουδούνες, κατά κύριο λόγο κουδούνια των αιγοπροβάτων.

Στη νότια Κρήτη, οι Λεράδες έχουν αρχηγό το λεγόμενο Αράπη, που είναι ντυμένος με μαύρες προβιές προβάτων.


Αρκουδιάρηδες και αρκουδιάρικος χορός

Την Καθαρά Δευτέρα τα «Αποκριγιώματα» είναι ένα υπαίθριο ολοήμερο γλέντι με τραγόμορφους, ζωόμορφους κουδουνοφόρους, αρκουδιάρηδες, οργώματα και σπορά, παράσταση γάμου που παραπέμπει στα αρχαία Ανθεστήρια, γέννηση, εκφορά πεθαμένου, που τον κλαίνε με σόκιν μοιρολόγια και τον ανασταίνουν με ρακή, σατυρικά τραγούδια, κρασί, δωρεάν νηστίσιμα και τολμηρά πειράγματα.


Ψυχοσάββατο

Το μνημόσυνο για όλες τις ψυχές, η επίσημη εκκλησιαστική κάλυψη των λαϊκών θρησκευτικών δοξασιών δείχνουν την σημασία που δίνουν οι Κρήτες στην ενθύμηση των πεθαμένων αυτή τη περίοδο.

Το Ψυχοσάββατο λένε ότι οι ψυχές κάθονται στα δέντρα και μας βλέπουν. Αν κόψεις ένα κλαδί θα πέσουν κάτω και θα παραπονεθούνε… για αυτό την παραμονή και ανήμερα του Ψυχοσάββατου δεν κόβουν δέντρα. Πηγαίνουν κόλλυβα στην εκκλησία και μετά τη λειτουργία τα μοιράζουν.


Καθαρά Δευτέρα

Πρώτη μέρα της Μεγάλης Σαρακοστής που εντάσσεται όμως στον αμέσως προηγούμενο εορταστικό κύκλο, αυτόν της Αποκριάς.

Χαρακτηριστική μαντινάδα της ημέρας είναι η ακόλουθη:

«Εμίσεψεν η Αποκριά με λύρες και παιγνίδια

Και μπήκε η Σαρακοστή μ’ ελιές και με κρομμύδια,

Απόκαμεν η Αποκριά, η γιόμορφη κοπέλα

Και έφταξεν η Σαρακοστή η λαχανοσκουτέλα»

Χαρακτηριστικά παιχνίδια της Καθαράς Δευτέρας είναι:

Τσαγκάρης: (αναβάλλει συνεχώς το μπάλωμα ενός στιβανιού και διαπληκτίζεται με τον πελάτη του)

Η αρκούδα και ο Αρκουδιάρης

Το δικαστήριο (παρωδία δικαστηρίου)

Η γριά καμπούρα με τη μαγκούρα

Ο γιατρός με τον κουφό

Το λαδικό του διακονιάρη (αντί για λάδι έχει νερό και καταβρέχει τον κόσμο)

Ο αγιασμός

Το προξενιό της νύφης

Η λουχούνα

Τα λάχανα


Το έθιμο του Καδή ή Καντή

Αν οι Απόκριες σηματοδοτούν κατά κανόνα την επικύρωση και την τόνωση των συγγενικών δεσμών με οικογενειακές συνεστιάσεις που αρχίζουν από την Τσικνοπέμπτη, η Καθαρή Δευτέρα σηματοδοτεί τη συνοχή της κοινότητας.

Η έξοδος στο δημόσιο χώρο, στις πλατείες, στις εξοχές και τα αλώνια συνδυάζεται με ιδιότυπες μεταμφιέσεις και δρώμενα, ανάμεσα στα οποία σημαντική θέση κατέχει ο Καδής. Ξημερώνοντας Καθαρή Δευτέρα τα χωριά του ρεθεμνιώτικου νότου ζουν στο ρυθμό της πλήρους ανατροπής.

Μέσα από διαδικασίες εθιμικού τύπου εκλέγεται ο άνθρωπος – σύμβολο της παρωδιακής εξουσίας. Ντύνεται με επιβλητικά ρούχα, συνήθως πολύχρωμα, και κρατά στο χέρι του μια σακούλα με στάχτη, έτοιμος να πασπαλίσει μ’ αυτήν όποιον συναντήσει.

Ονομάζεται Καδής ή Καντής και είναι ο πλασματικός βασιλιάς, ο απόλυτος άρχων της καθαροδευτεριάτικης «ανατροπής», με εξουσίες που διαρκούν όσο διαρκεί η ανατροπή της τάξης. Τίτλος – δάνειο από την περσική, δηλώνει το δικαστή, τον κριτή.

Ο Καδής στην Κρήτη μπορεί να επιβάλλει «πρόστιμα» και να τιμωρεί, μπορεί να ζητά δοσίματα για το γλέντι της αγροτικής κοινότητας, μπορεί να λέει ό,τι θέλει, όπως το θέλει. Η εξουσία του τελειώνει μόλις χτυπήσει η καμπάνα του εσπερινού. Το έθιμο απαντάται με παραλλαγές σε πολλά χωριά της Κρήτης, αλλά και σε περιοχές του Αιγαίου. Στα Σαχτούρια του Αγ. Βασιλείου, το έθιμο κράτησε περισσότερα χρόνια έως το 1970.

Ο Καδής δεν μπορούσε να είναι τυχαίο πρόσωπο, αλλά αντίθετα απαραίτητη προϋπόθεση να ήταν σεβαστός από όλους .

Να μην μεθά, να πίνει μα να μην μεθά

Να κατέχει όλους τους χωριανούς

Να είναι σοβαρός αλλά να κάνει και καλαμπούρια

Ο ξομολόγος

Χαρακτηριστικό αποκριάτικο δρώμενο και είναι παρόμοιο με τον Καδή. Κάποιος επιλέγεται να μεταμφιεστεί ως ιερέας και να παίξει το ρόλο του εξομολόγου.

Ο Αϊ Γιώργης

Ένας άντρας παριστάνει τον Αϊ Γιώργη νεκρό. Τον μοιρολογούν και του ζητούν συγχώρεση.

Ο Άγιος παραμένει ακίνητος. Ένας «ασεβής» τρώει το σφουγγάτο του Αγίου, ο οποίος και δυσαρεστείται από την ασέβεια. Αναζητούν λοιπόν τον κλέφτη του σφουγγάτου, μια ομάδα «μουζομένων», όλοι λοιπόν ένας – ένας ακουμπάει στον Άγιου και του λέει: «να κολλήσω επαέ από μια αν έφαγα εγώ το σφουγγάτο»

Κάποιος, κάποια στιγμή… κολλάει πάνω στον Άγιο. Ο νεκρός Άγιος σηκώνεται και αγκαλιάζει το κλέφτη του σφουγγάτου, κολλώντας τον πάνω του.

Ο δράστης πια έχει αποκαλυφθεί και αρχίζουν οι γύρω του να τον χτυπούν με τον στρούμπο (ένα ύφασμα που στην άκρη του έχει ένα κόμπο).

Αν ο δράστης ξεφύγει, ο Άγιος σηκώνεται και τον κυνηγάει.

Η καμήλα

«Τέσσερα τεμάχια σανίδων έχουν καρφωθεί έτσι ώστε να είναι ευθυγραμμισμένο παραλληλεπίπεδο, η περιφέρεια δηλαδή της καμήλας. Ο σκελετός καλύπτεται μετά με κουβέρτες χρώματος σταχτί και μέσα στην κατασκευή μπαίνουν δυο ντελικανίδες και της δίνουν «ζωή»…»…. Περιγραφή του εθίμου από εφημερίδα της εποχής εκείνης.

Το Μιμόδραμα της Γέργερης

Στο μιμόδραμα της Γέργερης, ο πλασματικός νεκρός είναι ξαπλωμένος σε ένα πρόχειρο φέρετρο, σκεπασμένος με πράσινα φύλλα, χορτάρια και κλαδιά – προμηνύματα της επερχόμενης Άνοιξης.

Τον ακολουθούν οι «τεθλιμμένοι συγγενείς» με μοιρολόγια και σκώμματα. Μια περιφορά που θυμίζει έντονα την προϊστορία του έντεχνου δράματος, τις αγροτικές τελετουργίες που έλαβαν συγκεκριμένο σχήμα στο πέρασμα του χρόνου.

Στο τέλος ο εικονικός νεκρός ανασταίνεται. Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί η συναίρεση του ιερού και του ανίερου, που εκδηλώνεται με τη χρήση ιερών κειμηλίων και εικόνων, με την παρωδία λειτουργικών κειμένων της εκκλησίας και με τη συμμετοχή (σε ρόλο πρωταγωνιστικό) πλασματικών ιερέων.

Φαλλικά σύμβολα και ελευθεριάζουσες εκφράσεις προσδίδουν ξεχωριστό τόνο στις «νεκρικές» πομπές, που σε μερικές περιοχές διαρκούν ακόμη και ολόκληρες ώρες!

Τα αποκριάτικα και καθαροδευτεριάτικα μιμοδράματα μαρτυρούνται σε όλες σχεδόν τις επαρχίες της Κρήτης. Η υποχώρηση του εθίμου συμπίπτει με την οργάνωση «καρναβαλικών» εκδηλώσεων αστικού τύπου που άρχισε να εμφανίζεται κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1970.

Πηγή: candia.wordpress.com, Κρητική Παράδοση

Η βάπτιση και η συντεκνία στην Κρήτη

Τον παλιό καιρό το νεογέννητο παιδί έπρεπε να βαφτίζεται το συντομότερο, γιατί οι βρεφικές αρρώστιες δεν καταπολεμούνταν εύκολα και έτσι το παιδί δεν έπρεπε να μείνει αβάφτιστο, διότι αν πέθαινε θα γίνονταν τελώνι. Μάλιστα για να το προφυλάξουν από τα κακά πνεύματα, μέχρι να βαφτιστεί, το έλεγαν δράκο.

Τα βάφτισα ήταν το δεύτερο μετά το γάμο σπουδαίο οικογενειακό γεγονός, που αντιμετωπίζονταν με γερό φαγοπότι και γλέντι. Στη βάφτιση του παιδιού ήταν απαραίτητη η σύμπραξη του συντέκνου (αναδόχου), που θάταν και ο σάντολος του κοπελιού.

Η εξασφάλιση του συντέκνου γίνονταν από τον πατέρα του παιδιού πολύ πριν γεννηθεί αυτό, με το παλιό έθιμο, κατά το οποίο ο πατέρας «έπιανε χέρι» με καλό φίλο του, για να βαφτίσει το παιδί, που περίμενε η γυναίκα του. Με τη χειραψία αυτή έκλεινε άγραφη απαραβίαστη συμφωνία, που υποχρέωνε τον υποψήφιο σύντεκνο να βαφτίσει το παιδί, άμα θα γεννιούνταν και συγχρόνως τον πατέρα να μην το δώσει σε κανένα άλλο για βάφτισμα. Ίσχυε επίσης η άγραφη αυτή συμφωνία, κατά την οποία δυο μπιστικοί (επιστήθιοι) φίλοι «επιάνανε χέρι» να βαφτίσει ο ένας του άλλο το παιδί, που ήθελε πρωτογεννηθεί. Υπήρχε ακόμη η περίπτωση, που ο σάντολος (ανάδοχος) του κοπελιού βρίσκονταν κατά τύχη - αυτό συνέβαινε, όταν στην οικογένεια δεν στεργιώνανε παιδιά, αλλά πέθαιναν λίγο μετά τη γέννηση τους. Στις περιπτώσεις αυτές έκαναν τάμα, πως θα βαφτίσει το παιδί ο πρώτος άνθρωπος, που θα συναντούσαν μετά τη γέννηση του παιδιού. Ο τυχαίος αυτός σύντεκνος ήταν απαλλαγμένος από όλα τα έξοδα της βάφτισης, έδιδε δε συνήθως κατά παράκληση της οικογένειας στο φιλιότσο (αναδεκτό) το όνομα Στυλιανός, ή Στερεός για να στεργιώσει.

Ο συνηθισμένος σύντεκνος έπρεπε κατά τη βάφτιση να φέρει τα φιλιοτσίστικα ρουχαλάκια του μωρού και μαζί μ αυτά το μυρόπανο, το λιβάνι, τα κεριά της κολυμπήθρας και προ πάντων το λάδι - που καθιστούσε τους σύντεκνους μερωτικούς. Κοντά σ αυτά έφερε τέλος και το κρέμασμα, που ήταν αρχικά μια άσπρη μπολίδα (μεγάλο μαντήλι), που έδεναν σταυρωτά κόμπο στις δυο διαγώνιες άκρες της και που την περνούσαν πάνω από το σβέρκο του ααντόλου και κρεμούσαν μέσα το νεοφώτιστο μετά την κατάδυση του στην κολυμπήθρα και μετά το ντύσιμο του με τα φίλιοτσίστπκα ρουχαλάκια. Στα βάφτισα ο πατέρας του παιδιού έπρεπε να φροντίσει για όλα εκείνα : που χρειάζονταν για ένα γερό ολοήμερο φαγοπότι με το σύντεκνο την παρέα του και με τους συγγενείς και φίλους της οικογένειας δηλ. κρέατα, τυροκομικά, σίτινο φτάζυμο ψωμιά και μπόλικα πιοτά σε ρακή κα κρασί. Παράλληλα έπρεπε να εξασφαλίσει έγκαιρα και τσι παιγνιδιατόρους του γλεντιού λυράρη, νταουλτζή και πασαδόρο, που θα παίζανε τσι χορούς και τα τραγούδια του ξεφαντώματος αυτού.

Στα παλιά χρόνια πάνω στις οκτώ μέρες κατά τη βάφτιση, ξανάρχονταν ο σύντεκνος με την παρέα του και συγκεντρώνονταν πάλι οι συγγενείς και φίλοι της οικογένειας, οπότε ο παπάς μαζί με το σύντεκνο ελυούσαν τα σταυρώματα δηλ. το κόμπο που ήταν δεμένος στις άκρες του κρεμάσματος του παιδιού. Και με την αφορμή αυτή ο πατέρας του παιδιού αντιμετώπιζε άλλα ζυμωτά, άλλα σφάγια και τυροκομικά, άλλα ρακόκρασα κι άλλα κλαπατσίμπαλα (μουσικά όργανα) για το καινούριο γλέντι και τα χορευτακίσματα. Η μερωτική συντεκνιά αποτελούσε ισχυρότατο φιλικό δεσμό, ο οποίος μάλιστα επεκτείνονταν και στους πλησιέστερους συγγενείς του συντέκνου, απ όπου πηγάζει το άλλο λαϊκό ευτράπελο «του συντέκνου μας ο σκύλος σύντεκνος είν και κείνος». Ο δεσμός της συντεκνιάς θεωρούνταν ιερός και γι αυτό τον χρησιμοποιούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις για να κατασιγάσουν μεγάλες έχθρες και διαμάχες μεταξύ αλληλομισούμενων οικογενειών.

Αν καμιά φορά ψυχραίνονταν πολύ οι σχέσεις μεταξύ των συντέκνων, ο πατέρας του παιδιού απειλούσε ότι θα γυρίσει το λάδι (της βάφτισης) στο σύντεκνο, για να απαλλαγεί από το δεσμό της συντεκνιάς.

Όταν το φιλιότσο (αναδεκτό) ήταν θηλυκό, επικρατούσε η συνήθεια, να αναλαμβάνει ο σάντολος να το στεφανώσει κατά το γάμο του άμα μεγαλώσει. Τη συνήθεια αυτή επιβεβαιώνει το απόφθεγμα «αφού βάλε το έλαιος να βάλει και το κλήμα». Αυτό σημαίνει ότι αυτός που έβαλε «το έλαιος» δηλ. το λάδι της βάφτισης πρέπει να βάλει και «το κλήμα» δηλ. το στεφάνι του γάμου, γιατί στα παλιά χρόνια τα στεφάνια του γάμου γίνονταν από το κλήμα του αμπελιού ή από ένα άλλο αναρριχόμενο άγριο κλήμα, το αγιόκλημα.

Πηγή: Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΕΚΝΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ - Κρήτη πόλεις και χωριά (kritipoliskaihoria.gr)