Οι Κρητικές φορεσιές

ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ

Οι Κρήτες για δύο αιώνες μετά την βενετσιάνικη κατάκτηση (1204) συνέχισαν να κρατούν το βυζαντινό ένδυμα που φόρεσαν μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς (961). Κατόπιν αρχίζουν να ντύνονται με τη βενετσιάνικη μόδα.

Η ανδρική παραδοσιακή φορεσιά με τη βράκα, το γελέκι, το «μεϊτάνι» και τα «στιβάνια» κάνει την εμφάνισή της στις αρχές του 16ου αιώνα. Η προέλευση της βράκας απασχόλησε πολλούς. Η άποψη ότι η βράκα ήταν άγνωστη στην Κρήτη πριν από την τουρκική κατάκτησή της δεν είναι εξακριβωμένη. Το πιο πιθανό είναι να παρέλαβαν οι Κρητικοί μια μορφή βράκας από τους πειρατές της Αλγερίας ή της Τύνιδας, καθώς είχαν έλθει σε κάποια σχέση. Και αυτοί όμως την είχαν πάρει από τους Καβίλους της ορεινής περιοχής Τζουρτζούρα της Αλγερίας, και συγκεκριμένα από την φυλή των Ζουάβα, η οποία αποτελεί κλάδο της μεγάλης Βερβερικής φυλής, η οποία παραδοσιακά προμήθευε πολεμιστές στο Αλγέρι και στην Τύνιδα. Αξιοπρόσεκτη είναι η καταπληκτική ομοιότητα της παραδοσιακής ανδρικής κρητικής φορεσιάς με την παραδοσιακή φορεσιά των ανδρών της φυλής των Ζουάβα, (βλ. φωτ. αριστερά).


Την ανδρική παραδοσιακή γιορτινή ενδυμασία της Κρήτης ράβουν και κεντούν ειδικοί ραφτάδες, που ονομάζονται «τερζήδες». Το διακοσμητικό κέντημα γίνεται με βαθυκύανα ή μαύρα μεταξωτά στριφτά κορδονέτα (ποτέ με χρυσά), που λέγονται «χάρτζα». Τα «χάρτζα φτιάχνονταν και πουλιόνταν από ειδικούς τεχνίτες, τους «καζάζηδες» ή τα έφερναν έμποροι και «τερζήδες» από την Αίγυπτο.

Η σκολινή ανδρική φορεσιά περιλαμβάνει τα εξής τεμάχια: βράκα, κάλτσες, γελέκι (κλειστό ή ανοιχτό - βλ. φωτ. αριστερά), «μεϊτάνι», «καπότο», πουκάμισο, ζώνη, σπαστό φεσάκι, ή «σαρίκι», ασημομάχαιρο, «καδένα» και «στιβάνια».

Το χαρακτηριστικό στοιχείο της φορεσιάς είναι η βράκα. Στη Δυτική Κρήτη την ονομάζουν «κάρτσα», ενώ στην ανατολική «σ(χ)ιαλβάρι». Επικράτησε, όμως, σε ολόκληρη την Κρήτη να λέγεται, χρησιμοποιώντας τον πληθυντικό των όρων, βράκες ή «σαλβάρια» και να εννοείται με αυτό, το σύνολο της φορεσιάς.

Το παραδοσιακό γιορτινό πουκάμισο του Κρητικού, υφαντό, μεταξωτό ή βαμβακερό, έχει χρώμα κυρίως άσπρο. Βέβαια, φορέθηκαν πουκάμισα και σε άλλους χρωματισμούς, όπως φορέθηκαν και πουκάμισα ριγέ ή καρό. Ποτέ, όμως, δεν φορούσαν οι Κρητικοί μαύρο πουκάμισο στους γάμους, στους αρραβώνες, στα βαπτίσια, στις χαρές, στις γιορτές και στα πανηγύρια, γιατί ήταν δείγμα πένθους, «θλιπτικό». Να σημειωθεί ότι, η σύγχρονη συνήθεια να φορούν οι Κρητικοί αδιακρίτως μαύρο πουκάμισο επικρατεί εδώ και μερικές μόλις δεκαετίες.

Το παραδοσιακό κεφαλοκάλυμμα της φορεσιάς είναι το κόκκινο σπαστό φεσάκι με τη μαύρη φούντα ή το «σαρίκι» με την μορφή της μεγάλης μαντήλας. Μέχρι την εποχή του Μεσοπολέμου οι Κρητικοί φορούσαν κυρίως το σπαστό κόκκινο φεσάκι με τη μακριά φούντα, το οποίο, να τονίσουμε ότι, δεν έχει καμιά σχέση με το κωνοειδές φέσι των Τούρκων. Παράλληλα φορούσαν και το μεγάλο μαντήλι, που πριν πάρει το τούρκικο όνομα «σαρίκι» λεγόταν «πέτσα». Είδος «πέτσας» φορούσαν οι Κρητικοί από τα τέλη του 15ου αιώνα. Την τύλιγαν στο κεφάλι τους και άφηναν τις άκρες να πέφτουν στους ώμους, εμπρός και πίσω. Πιο παλιά την «πέτσα» τύλιγαν στο λαιμό, είχε φαρδύτερες άκρες, που έπεφταν στους ώμους και την έλεγαν «στόλα». Η «πέτσα» ονομαζόταν και «τζεβρές» , όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κρήτη. Το σαρίκι (μαντήλα), παλαιότερα, ήταν ένα μακρόστενο μεταξωτό πολύχρωμο μαντήλι, το περίφημο» «λαχουρί» με το οποίο αρκετοί Κρήτες τύλιγαν το σπαστό κόκκινο φεσάκι τους. Παραθέτουμε μερικές φωτογραφίες των σημαντικότερων αγωνιστών των Κρητικών Επαναστάσεων, από όλη την Κρήτη, οι οποίοι φορούν το σπαστό φεσάκι με τη μακριά φούντα. Και είναι σίγουρο ότι αυτοί δεν θα έβαζαν στο κεφάλι τους κάτι τούρκικο, κάτι που δεν θα ήταν σύμφωνο με τη μακραίωνη παράδοση του τόπου μας.



Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το σύγχρονο πλεχτό μεταξωτό μαύρο σαρίκι, που θεωρείται στις μέρες μας το παραδοσιακό κεφαλοκάλυμμα του Κρητικού, με τα πυκνά κρόσσια που μοιάζουν με δάκρυα, έκανε την εμφάνισή του το δεύτερο τέταρτο του 20ου αιώνα στην κεντρική Κρήτη. Λέγεται πως έχει πολλά κρόσσια για να δείξει τα πολλά χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη και συμβολίζουν, με το σχήμα τους, τη θλίψη και το θρήνο που προκάλεσε το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου στα 1866.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της φορεσιάς είναι το ασημομάχαιρο. Στα χρόνια της Βενετοκρατίας λεγόταν «μπουνιάλο» ή «πουνιάλο». Επί Τουρκοκρατίας λεγόταν «πασαλής». Το τυπικό μαχαίρι με τη μορφή που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα παρουσιάστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα. Η λαβή ονομάζεται «μανίκα» και εμφανίζεται σε ποικιλία σχημάτων. Η πιο διαδεδομένη μορφή είναι αυτή που το τελείωμα της λαβής έχει σχήμα ουράς ψαριού ή αλλιώς σχήμα V. Τα μαχαίρια με τις σκουρόχρωμες κεράτινες λαβές ονομάζονται «μαυρομάνικα». Το «μαυρομάνικο» μαχαίρι παλαιότερα λεγόταν και «σκουρομαχαίρα». Η θήκη του μαχαιριού στην επίσημη φορεσιά ονομάζεται «φουκάρι». Είναι ασημένια καλαμιστή, δηλαδή σκαλισμένη με το καλέμι. Το ασημένιο φουκάρι είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό και παρουσιάζει μεγάλη αισθητική αξία με πλουσιότατη διακόσμηση. Αποτελεί το βασικό ανδρικό κόσμημα και δηλώνει την κοινωνική θέση και την οικονομική κατάσταση του Κρητικού που το φοράει. Χαρακτηρίζει τους «καλόσειρους», δηλαδή τα ξεχωριστά πρόσωπα. Τα ασημένια μαχαίρια αποτελούσαν ιερό και αναπόσπαστο μέρος του οπλισμού και της εξάρτησης των πολεμιστών. Μεγάλη ήταν και η συμβολική αξία του μαχαιριού στην κοινωνική ζωή των Κρητικών.

Μια σημαντική επισήμανση για την ανδρική φορεσιά.

Τελειώνοντας με την ανδρική ενδυμασία, θεωρώ απολύτως απαραίτητο να αναφερθούμε και στην χρυσοκεντημένη ανδρική κρητική φορεσιά, που τα τελευταία χρόνια προβλήθηκε από μερικούς ως η γαμπριάτικη ενδυμασία του Κρητικού. Οι τελευταίοι, ατυχώς, στηρίχθηκαν στις λανθασμένες εκτιμήσεις, επί του θέματος, της κατά τα άλλα άξιας λαογράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη, η οποία έχοντας στα χέρια της μια δωρηθείσα στο Μουσείο Μπενάκη χρυσοποίκιλτη φορεσιά από την Κρήτη, και χωρίς να κάνει επιτόπια έρευνα στη Μεγαλόνησο, γράφοντας για τις Ελληνικές εθνικές ενδυμασίες, στα μέσα της δεκαετίας του 50’ τη χαρακτήρισε αστική, γιορτινή Κρήτης. Ένας ισχυρισμός πέρα για πέρα λανθασμένος, αρκεί να σκεφτούμε ότι κανένας Κρητικός πριν το 1900 δεν φόρεσε φορεσιά με χρυσά χάρτζα, εκτός και αν ήταν Τουρκοκρητικός! Την εν λόγω ενδυμασία φόρεσαν μονάχα στις αρχές του 20ου αιώνα ελάχιστοι Κρήτες, ίσως μερικές δεκάδες, και ήταν αυτοί μερικοί «πριγκηπικοί», δηλαδή κάποιοι από αυτούς που υποστήριξαν τον πρίγκηπα Γεώργιο, το διάστημα που ήταν ύπατος αρμοστής Κρήτης (1898-1906), δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Οι φιλοπριγκηπικοί εμπνεύστηκαν το χρυσό διάκοσμο στα ρούχα τους από τη χρυσοκεντημένη στολή των σωματοφυλάκων του ύπατου αρμοστή, τους περίφημους «καβάσηδες». Αλλά και η στολή των καβάσηδων ήταν απόλυτα επηρεασμένη και στο σχεδιασμό και στην ονομασία της από την τουρκική στρατιωτική στολή, σε μια εποχή που η Κρήτη βρισκόταν κάτω από την υψηλή κυριαρχία του Σουλτάνου. Να σημειωθεί ότι η λέξη «καβάσης» προέρχεται από την τουρκική λέξη «καβάς», που σημαίνει τον ένοπλο φρουρό του πασά ή της πρεσβείας, της παλιάς αυτοκρατορικής τουρκίας, ντυμένο με εντυπωσιακά χρυσοκεντημένη στολή.

Τον όρο καβάσης συναντούμε σε ένα ιστορικοαφηγηματικό τραγούδι του 1784 και για την ακρίβεια στο Τραγούδι του Δασκαλογιάννη (στίχ. 404-406), στο σημείο όπου ο πασάς παροτρύνοντας το φουσάτο του να επιτεθεί στο σφακιανό λιμάνι λέει:

…όποιος εκείνος θα βρεθεί να ‘μπει ‘ς το Πόρο κάτω,

και να μου φέρει σήμερο το σφακιανό σαντζάκι (μπαϊράκι)

θε νάνε ο καβάζης μου, πρώτος εις το κανάκι…

Η ενδυμασία των Καβάσηδων ενέπνευσε, κατά την περίοδο της πολιτικής διένεξης Βενιζέλου - Γεωργίου (1901-03-05), σε ορισμένους «πριγκηπικούς», δηλαδή υποστηρικτές του ύπατου αρμοστή, τη μόδα του χρυσοκεντημένου σαλβαριού, ως δηλωτικό των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Μια μόδα που έπεσε στην αφάνεια, όπως και οι Καβάσηδες, μετά την αποχώρηση του πρίγκιπα στα 1905.

Λίγες δεκαετίες αργότερα (δεκαετία του 30’), η χρυσοκεντημένη ανδρική φορεσιά κάνει πάλι την εμφάνισή της, ατυχώς, μέσω της Αγγελικής Χατζημιχάλη, κατά τα άλλα άξιας λαογράφου, επιμελήτριας του υλικού παραδοσιακών ελληνικών ενδυμασιών του Μουσείου Μπενάκη. Η Χατζημιχάλη, έχοντας στα χέρια της μια ανδρική χρυσοποίκιλτη κρητική φορεσιά (κάτοχος της οποίας εμφανίζεται ο Αντώνιος Μπενάκης, ιδρυτής του ομώνυμου Μουσείου), χωρίς ποτέ να κάνει επιτόπια έρευνα στη Μεγαλόνησο, παρασύρεται και τη χαρακτηρίζει αστική - γιορτινή - γαμπριάτικη. Μια άποψη πέρα για πέρα λανθασμένη, αφού όπως είπαμε κανένας Κρητικός πριν από τις αρχές του 20ου αιώνα δεν φόρεσε φορεσιά με χρυσά χάρτζα (κεντήματα), εκτός από τους Τούρκους ή τους εξωμότες Κρητικούς. Η ενδυμασία αυτή, πιθανόν κάποιου πριγκηπικού ή ακόμη και Τουρκοκρητικού από τον οποίο είχε αγοραστεί, έγινε πίνακας. Τον ζωγράφισε ο Claus Sperling για λογαριασμό του Μουσείου Μπενάκη. Κατόπιν αναπαράχθηκε σε χιλιάδες λιθογραφικά αντίγραφα, που κυκλοφόρησαν σε λεύκωμα, το οποίο εκδόθηκε από το Μουσείο με τον τίτλο Ελληνικαί Εθνικαί Ενδυμασίαι. Τα κείμενα που το συνόδευαν, υπέγραφε η Αγγελική Χατζημιχάλη. Από τότε λοιπόν, σιγά - σιγά, «νομιμοποιημένα» και «έγκυρα» πλέον, άρχισε να προβάλλεται το «κατασκεύασμα» της χρυσοκέντητης ανδρικής κρητικής φορεσιάς, παρασύροντας τους ειδικούς, που αντιγράφουν τη Χατζημιχάλη, και τους μη ειδικούς, που παίρνουν ως πρότυπο την εν λόγω φορεσιά του Μουσείου, σε ένα, άνευ προηγουμένου, ιστορικολαογραφικό ολίσθημα.

Είκοσι χρόνια μετά, στα μέσα, περίπου, της δεκαετίας του ΄50, το χρυσό κέντημα στην κρητική φορεσιά «επαναπροβλήθηκε», όταν συστάθηκε σώμα Κρητοβρακοφορεμένων στην τότε Ανακτορική Φρουρά (ονομαζόταν Στρατιωτικός Οίκος της Αυτού Μεγαλειότης - Σ.Ο.Α.Μ.). Ο σχεδιασμός της στολής του σώματος αυτού στηρίχθηκε στην παραδοσιακή φορεσιά των Κρητών, στη στολή της Κρητικής Χωροφυλακής και την ενδυμασία των Καβάσηδων. Από τη δεύτερη δανείστηκε το κόκκινο γελέκι και τον τύπο διακόσμησης του μιτανιού. Από την τρίτη την απόχρωση του διακόσμού της. Έτσι, τα λευκά σιρίτια των Κρητικών Χωροφυλάκων πήραν το χρυσαφί των Καβάσηδων και έγινε αυτό που, μέχρι σήμερα, κοσμεί τα ρούχα των Κρητών βρακοφόρων του Προεδρικού Μεγάρου.

Το γεγονός ότι ονομαστοί καλλιτέχνες της κρητικής μουσικής και του χορού (Κώστας Μουντάκης, Κωνσταντίνος Παπαδάκης-Ναύτης, Μύρωνας Σαπουντζής, Αλέκος Καραβίτης κ.λπ.) φόρεσαν χρυσοκεντημένα μιτανογέλεκα δεν κατοχυρώνει την παραδοσιακότητα των ρούχων αυτών. Το έπραξαν στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής - επαγγελματικής ιδιότητάς τους, γνωρίζοντας ότι τα ρούχα αυτά δεν ήταν παραδοσιακά.

Το ίδιο ανίσχυρη είναι και η επιχειρηματολογία υπέρ της καθιέρωσης του χρυσοκέντητου, που προκύπτει από τις αγιογραφίες των τελευταίων δεκαπέντε ετών, στις οποίες απεικονίζονται Κρήτες Άγιοι με χρυσοκέντητα ρούχα. Οι ελάχιστοι, ακόμη, αγιογραφούντες το πράττουν χωρίς πρότυπο, αυθαιρετώντας κι αυτοί, ίσως παρασυρμένοι από το διαμορφούμενο συρμό και τις απαιτήσεις των ανιστόρητων πελατών τους.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Κρήτη ευτύχησε να «φιλοξενήσει» την τέχνη της φωτογραφίας από τις απαρχές της (δεύτερο μισό 19ου αιώνα). Το μεγάλο πλήθος των εικονογραφικών πηγών, με απεικονίσεις των μεγαλύτερων προσωπικοτήτων των Κρητικών Επαναστάσεων, καταδεικνύει ότι το χρυσό κέντημα ήταν και είναι ξένο ως προς την κρητική φορεσιά. Το επιχείρημα ότι κόστιζε περισσότερο και γι αυτό δεν το παράγγελναν οι Κρητικοί, που ήταν φτωχοί, είναι επιεικώς γελοίο, αφού όσοι ασχολούνται σοβαρά με το αντικείμενο γνωρίζουν ότι το μεγάλο κόστος της ενδυμασίας, ήταν και είναι κυρίως κόστος (χειροποίητης) εργασίας και όχι, τόσο, κόστος υλικών. Εξάλλου, τα μαύρα ή βαθυκύανα μεταξωτά στριφτά κορδονέτα με τα οποία κεντιόταν η φορεσιά, ήταν έτσι κι αλλιώς ακριβά.


ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ

Παρ΄ ότι από το 1204 η Κρήτη ενετοκρατείται, η Κρητικιά αρχόντισσα διατηρεί το βυζαντινό φόρεμα για δυόμισι αιώνες μετά, έως τη πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453), και μάλιστα ένα φόρεμα παλαιό, όπως αυτό του 10ου αιώνα. Από την κατάλυση, όμως, της βυζαντινής αυτοκρατορίας και έπειτα, η κρητική γυναικεία φορεσιά αλλάζει, καθώς εξελίσσεται σύμφωνα με τις βενετσιάνικες επιδράσεις. Οι Κρητικές ντύνονται, λοιπόν, ποικιλόμορφα και δεν τηρούν συγκεκριμένη μόδα και έτσι βλέπουμε στην Κρήτη, την ίδια περίοδο, να φοριούνται ποικίλα ενδύματα.

Η είσοδος της βράκας στην Κρήτη έφερε μια αλλαγή στο φόρεμα της Κρητικοπούλας, το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα, προς το ανδρικότερο. Έτσι, οι νέες κοπέλες πήραν από τα ρούχα των ανδρών το «μεϊτάνι», που τότε το έλεγαν «ζιπόνι». Παράλληλα , αυτήν την εποχή παρουσιάζεται και το αχειρίδωτο (χωρίς μανίκια) περιστήθιο, που ονομάζεται «κορπέτο». Λίγο μετά, στα τέλη του 16ου αιώνα, στις ανατολικές επαρχίες εμφανίζεται η «σαλταμάργκα», μια ευρύχωρη αχειρίδωτη ζακέτα, τελείως ανοιχτή μπροστά, μακριά , που φθάνει μέχρι τους γοφούς. Όταν αργότερα η «σαλταμάργκα» έκλεισε πάνω στο στομάχι με πόρπη , που την έκανε να μοιάζει με ένα μακρύ «κορπέτο», ονομάστηκε «φέρμελη». Να σημειωθεί ότι, το «ζιπόνι» με τα χρόνια το είπαν και «κοντόχι». Στα Ανώγεια το λένε και «μπόλκα», ενώ στη κεντρική και ανατολική Κρήτη ονομάζεται αλλού «μπαχριέ», αλλού «σάκο». Από τη στιγμή που το «ζιπόνι» άρχισε να κεντιέται με χρυσοκλωστές και να γεμίζει από χρυσά κεντήματα το είπαν «χρυσοζίπονο».

Αναπόσπαστο στοιχείο της φορεσιάς για την αρραβωνιασμένη κόρη ή την παντρεμένη γυναίκα της δυτικής και κεντρικής Κρήτης είναι το «μπασαλάκι» ή «πασαλάκι». Λέγεται και «αργυρομπουνιαλάκι». Είναι αργυροποίκιλτο μαχαιράκι με ασημένιο «φουκάρι» (θήκη), μικρογραφία του ανδρικού μαχαιριού. Αποτελεί παραδοσιακό δώρο του μνηστήρα στην αρραβωνιασμένη, με πολλούς συμβολισμούς, η οποία έκτοτε το φορεί στη ζώνη της.

Κεφαλοκάλυμμα της Κρητικιάς, σε όλη την Κρήτη, ήταν το μεταξοΰφαντο μαντήλι. Όταν αυτό ήταν ένας διάφανος χρυσοστόλιστος λευκός πέπλος, με πάνω του επιρραμένα διάσπαρτα χρυσά νομίσματα, το έλεγαν «χρυσόπλεκτο». Σε όλη τη δυτική Κρήτη, εκτός από το μεταξοΰφαντο μαντήλι, φορούσαν και ένα κόκκινο φεσάκι με μικρή φούντα σκεπασμένο με μαύρο τούλι, που το έλεγαν «παπάζι». Κατά το δεύτερο τέταρτο του 19ου αιώνα στις δυτικές επαρχίες έκανε την εμφάνισή του και το «βελιό», που το έλεγαν και «φακιόλι» ή «φατσόλι». Είναι μια βελούδινη μικρή σκούφια σε βυσσινί χρώμα με μαύρη δαντέλα στις παρυφές. Το «βελιό» ήταν δείγμα οικονομικής άνεσης του γαμπρού, ο οποίος το πρόσφερε στη νύφη μαζί με άλλα γαμήλια δώρα. Στην ανατολική Κρήτη στο κεφάλι φοριέται η «σάλπα», που είναι ένα μακρόστενο λευκό βαμβακερό μαντήλι. Θυμίζει την «πέτσα» των ανδρών. Στην Κριτσά η «σάλπα» ονομάζεται «βέλο», λεγόταν, όμως, και «φατσολέτο» ή «φατσόλι», το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με το «φατσόλι» της δυτικής Κρήτης.

ΟΙ ΒΑΣΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΩΝ ΕΝΔΥΜΑΣΙΩΝ

Οι βασικοί τύποι των γιορτινών γυναικείων ενδυμασιών της Κρήτης, που έφθασαν μέχρις τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε τις παραλάβαμε, είναι: η «Φορεσιά με ζιπόνι και φουστάνι», η «Σάρτζα» και η «Κούδα». Από αυτές προέρχονται πολλές παραλλαγές ή τοπικές ονομασίες τους, όπως η «Σφακιανή», η «Χανιώτικη», η «Μεσσαρίτικη», η «Ρεθεμνιώτικη», η «Κριτσιώτικη» κ.α. Αρκετά στοιχεία από τις φορεσιές αυτές προέρχονται από τα βυζαντινά γυναικεία ρούχα του 11ου αιώνα (ζώνη, ποδιά).

Η «Φορεσιά με ζιπόνι και φουστάνι» παρουσιάστηκε στις αρχές του 17ου αιώνα και φορέθηκε σε όλη σχεδόν την Κρήτη, ιδιαίτερα, όμως, στη δυτική ως η πιο επίσημη, γιορτινή ή νυφιάτικη αστική. Είναι ο τύπος της φορεσιάς με τα παλαιότερα στοιχεία. Κάποια από αυτά απηχούν τη βενετσιάνικη μόδα των γυναικείων ρούχων του 15ου αιώνα. Αποτελείται από το «ζιπόνι», το μεταξωτό μακρύ πουκά- μισο, τη φούστα ή το «ρούχο, όπως λέγεται το μακρύ μεταξωτό φουστάνι από στόφα ή δαμάσκο, το «σπαλέτο» (ένα μεταξωτό μαντήλι που δένεται στο λαιμό), τη μεταξωτή ζώνη, την ποδιά, το «μπασαλάκι» μέσα στη ζώνη και για κεφαλοκάλυμμα το μεταξοΰφαντο μαντήλι ή το «παπάζι» ή το «βελιό» που όπως είπαμε, λέγεται και «φακιόλι» ή «φατσόλι». Το «ζιπόνι» της φορεσιάς αυτής φτιάχνεται σε διάφορα σχέδια και χρώματα. Άλλοτε σκεπάζει το στήθος και έχει μπροστά μεγάλο άνοιγμα σε σχήμα V, άλλοτε αφήνει μεγάλο ημικυκλικό άνοιγμα με συνέπεια να μην καλύπτει το στήθος, άλλοτε έχει μισά μανίκια, άλλοτε ολόκληρα και άλλοτε αυτοτελή ξεχωριστά που στερεώνονται στους ώμους με θελιές και τα οποία έχουν σχισμές κατά μήκος τους, από το μπράτσο έως τον καρπό. Όταν παλαιότερα με τη φορεσιά αυτή φοριόταν το «χρυσόπλεκτο» κεφαλομάντηλο, τότε όλη η ενδυμασία λεγόταν «Χρυσόπλεκτο».

Η φορεσιά «Σάρτζα» παρουσιάστηκε στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα και φορέθηκε σε ολόκληρη την Κρήτη, ιδιαίτερα, όμως, στην κεντρική και ως επίσημη και ως καθημερινή. Συνήθιζαν να τη φορούν οι «ψικαρούδες», δηλαδή οι κοπέλες που αποτελούσαν τη συνοδεία της νύφης, το «ψίκι» όπως λεγόταν. Είναι η ενδυμασία που τις τελευταίες δεκαετίες ακούγεται με την ονομασία «ανωγειανή», παρασύροντας έτσι αρκετούς στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι η φορεσιά αυτή προέρχεται από τα Ανώγεια της επαρχίας Μυλοποτάμου ή ότι φοριόταν μόνον εκεί.

Το όνομα της ενδυμασίας προέρχεται από ένα βασικό κομμάτι – εξάρτημά της, που έχει σχήμα ποδιάς και που λέγεται «σάρτζα». Η λέξη σάρτζα δηλώνει είδος υφάσματος , της κοινής μάλλινης τσόχας. Ο όρος, προφανώς, προήλθε από το αραβικό εμιράτο Σάρτζα ή Σάρικα, που κατασκεύαζαν τα αρχικά υφάσματα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία της σάρτζας (ποδιάς) ή γιατί εκεί οι ντόπιες φορούσαν έναν παρεμφερή τύπο φούστας - ποδιάς. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το είδος του υφάσματος έδωσε το όνομά του στο κομμάτι - εξάρτημα, που ήταν φτιαγμένο από αυτό, και στη συνέχεια σε ολόκληρο το φόρεμα. Να σημειωθεί ότι η «σάρτζα» δένεται στη μέση, καλύπτοντας το αριστερό πόδι, κι υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους φοριέται. Στη φορεσιά αυτή δεν περιλαμβάνεται φούστα, καθώς αυτή υποκαθίσταται από τη «σάρτζα». Το σύνολο της φορεσιάς συγκροτούν: η «σάρτζα», το «ζιπόνι», το μακρύ μεταξωτό πουκάμισο, η μακριά φουφουλωτή βράκα που φθάνει μέχρι κάτω στους αστραγάλους και φαίνεται, το «γιεμενί», δηλαδή το αραχνοΰφαντο μεταξωτό (άλλοτε βαμβακερό ) κεφαλομάντηλο σε χρώμα ρουμπινί, η φαρδιά ζώνη, η ποδιά και το «μπασαλάκι» .

Στα μέσα του 17ου αιώνα, και σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση της φορεσιάς «Σάρτζα», παρουσιάζεται, στην Ανατολική Κρήτη η ενδυμασία «Κούδα». Το όνομά της το πήρε και αυτή από ένα εξάρτημα σε σχήμα φούστας, που λέγεται «κούδα» από την ιταλική λέξη coda, που σημαίνει ουρά. Από τον τρόπο με τον οποίο φοριέται η φούστα αυτή - η οποία να σημειωθεί πως αποτελεί εξέλιξη μιας βυζαντινής μόδας του 15ου αιώνα και της «καρπέτας», μιας φούστας του 17ου αιώνα, σχηματίζεται μια ιδιότυπη διακόσμηση, ένα μεγάλο drape, δηλαδή περικάλυψη με ύφασμα, που μοιάζει με ουρά. Έτσι, το σχήμα της φούστας έδωσε το όνομα στο ρούχο και στη συνέχεια σε ολόκληρη την ενδυμασία. Η Κούδα λέγεται και φορεσιά Κριτσάς, επειδή λέγεται ότι πρωτοεμφανίστηκε εκεί που βρίσκεται το σημερινό κεφαλοχώρι Κριτσάς, στο νομό Λασιθίου.

Η φορεσιά «Κούδα» αποτελείται από: «κούδα», «ζιπόνι» ή «σαλταμάργκα» ή «φέρμελη», μακρύ μεταξωτό πουκάμισο, μακριά φουφουλωτή βράκα, πλούσια κεντημένη, που φθάνει μέχρι κάτω στους αστραγάλους και φαίνεται, μεταξωτή ζώνη , ποδιά και για κεφαλοκάλυμμα τη «σάλπα».


Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ιωάννη Τσουχλαράκη

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΦΟΡΕΣΙΑΣ, Αθήνα 1997,1999

(Β’ έκδοση).