όβγορο έβγορο (το) = εμφανές, ανοιχτό μέρος με θέα, ψηλό μέρος, σκοπιά
ογιά = για να
ογλήγορα, γλήγορα, ογλήγορις, γερά – γερά = γρήγορα
ογρασά (η) = υγρασία, βρεγμένο έδαφος. Συνήθης φράση: Δε θα πάμε σήμερο στο χωράφι, γιατί είναι ογρασά
ογρός -η -ο = βρεγμένος
ογρουσουζά (η) = γρουσουζιά, βρωμιά, κακή τύχη, κακό γούρι
ογρουσούζης, γρουσούζης (ο) = βρομιάρης, κακότυχος
οζά, ζά (τα) = οικόσιτα κυρίως ζώα, πρόβατα
όθε, όθεν = προς οθεν μπά (προς τα δώ) οθεν μπού (προς τα πού;) όθεν κεια, οθένεν κεια ( προς τα κει). Συνήθης φράση: Είδες οθε μπού γύρανε τα οζά;
όι = όχι. Συνήθης φράση: Όι πως θα το παινευτώ
οιδά = όχι δα. Συνήθης φράση: Εσύ τα ήθελες ούλα δικά σου, οιδά!
ολογάλανος -η -ο = κάτωχρος
ολοκόρνιστος -η -ο = ολοξύλιαστος, πηγμένος γερά
ολοπλούμιστος -η -ο = γεμάτος με στολίδια
ολοτενιάς = ολότελα
ομάδι = μαζί
ομανίτης, αμανίτης, μανίτης (ο) = μανιτάρι
οματές, οματιές, αμαθιές, αματιές (οι) = φαγητό με γεμιστά έντερα του χοίρου με ρύζι και μυρωδικά σταφίδες κλπ
ομπανέ = απόψε
ομπγυάζω = Συνήθως τριτοπρόσωπο, ομπγυάζει = μαζεύει πύον, πληγή που κακοσυνεύει
όμπγυος (ο), όμπγυο (το) = το πύον. Συνήθης φράση: Πιάσε ένα μπαπακάκι και σκούπισε καλά το γόνατό σου να φύγει το όμπγυο. Ή: Ξάνοιξε μωρέ στη πλάτη μου, εκειά στη πληγή να ιδείς αν ήφυγε ο όμπγυος
ομπριά, ομπρουλιά (η) = μικρή απότομη βροχή. (αρχ. ομπρά, όμβρος). Συνήθης φράση: Σάλευγε γερά γερά γιατί γιάε, έρχεται η ομπριά!
ομπροστά, ομπρός = μπροστά. Συνήθης φράση: Ομπρός ομπρός κάτσε να μη σε ζαλίσει τ’ αμάξι
όνομί σου, ανομή σου = με σένα. Συνήθης φράση: Έμπλεξα μετά όνομί σου
οντέ, οντέν = όταν
όντιμως = όμως
οξό = εκτός από, μονάχα. Συνήθεις φράσεις: Δεν έχω οξό εσένα. Ή: Δε γίνεται δουλειά, οξό μόνο να πας μοναχός σου
οξώστης (ο) = εξώστης
οπέρσι, οπέρσις = πέρσι: Συνήθης φράση παροιμία: Οπέρσις τσουδίστηκε το πουλί, κι οφέτως εκούστηκε η τσουδιά του
οπιργιοπέρυσις, οπέρυσις, οπροπέρυσις = πρόπερσι
οποταχιάς, αποταχιάς = προ ολίγου, προ ολίγου καιρού. Συνήθης φράση: Οποταχιάς πέρασε ο ταχυδρόμος = πριν λίγη ώρα. Ή: Οποταχιας που αλωνεύγαμε ήτονε που αρρώστησες = πριν αρκετό καιρό
οπουγιά = όπου νάνε (χρονικά). Συνήθης φράση: Όπου για έρχεται και το φαΐ
οραδάτος (ο) = ψυχωμένος, γεροδεμένος, στητός
όργατα (τα) = τα φίδια. Συνήθης φράση. Με ζώσανε τα φίδια
οργή του κάτη = από σύμπτωση, τυχαία. Συνήθης φράση: Τό καμε η οργή του κάτη = έγινε από σύμπτωση
όργητα, μάνητα (η) = οργή
όργο (το) = το στημόνι, η κεντρική κλωστή που πάνω φαίνεται η κλωστή στον αργαλειό
όρδινα (τα) = τάξις, ετοιμασία, διαταγή, παραγγελία
ορδινιά (η) = ταχτοποίηση, τάξη, ορθή ταχτική, ίσιος δρόμος
ορδινιάζω -μαι = σιάζω, ταχτοποιώ, διευθύνω, τοποθετώ, παρασκευάζω, ετοιμάζομαι
ορείστε = περάστε
ορεξάτος, πασίχαρος -η -ο = χαρούμενος
οριά, ορά (η) = ουρά
ορίδα (η) = μεγάλη ουρά
ορίζω = έχω στη κατοχή μου, εξουσιάζω, διοικώ, διευθύνω, διατάσσω, είμαι ιδιοκτήτης. Με το καλώς + ορίζω = καλοϋποδέχομαι
ορίστε; = τι;
ορμήνεια, ορμηνειά (η) = συμβουλή, διδασκαλία, νουθεσία, οδηγία
ορμίγκοι (οι) = σκουλήκια του εντέρου
όρνιθα, όρθα (η) = κότα
ορνιθοκούραδο (το) = κοπάδι από κότες
ορνικός -η -ο = ήσυχος, ανενόχλητος, ελεύθερος στην ησυχία του. Συνήθης φράση: Άστονε μωρέ ορνικό του = άφησέ τον στην ησυχία του
ορνολόγος (ο), κουράδι (το) = το κοπάδι (Σφακιά)
ορπίζω = ελπίζω
ορτάκης (ο) = σύντροφος, φίλος, συνέταιρος
ορτού (το), εχτρός (ο) = εχθρός
όρτσες (οι) = ζωηρές, επιτήδειες κινήσεις στο μουσικό όργανο
όσαμε = ίσαμε
όσκες = όχι ασφαλώς, αποκλείεται
οστόσονα, εστόσονα = τόσο πολύ. Συνήθης φράση: Οστόσονα βλάκας ήσουνα πού δε πήρες χαμπάρι;
ότι – ότι = εκείνη τη στιγμή, παρ ολίγον, λίγο λόγο. Συνήθης φράση: Ότι ότι να σε προλάβαινα. Ή: Ότι ότι θέλει να γεμώσει
ότι = εκτός του ότι, μόλις. Συνήθεις φράσεις: Ότι και έφταξε (μόλις ήρθε)
ότινος = οποιανού. Συνήθης φράση: Ότινος πιάνουν ετα χέργια του ας έρθει
ούργιος -α -ο = χαλασμένος. κούφιος. Συνήθης φράση: Πέτα το έτονα το αυγό, δε θωρείς πως είναι ούργιο;
ουρία (η) = ονομασία κάποιου λιπάσματος που περιείχε αμμωνία, όμοιο με την αμμωνία
όφκερος -η -ο = αδειανός. Συνήθης φράση: Το όφκερο σακί, όρθιο δέ στέκει
οφτός -η -ο = ψητός στη φωτιά, στα κάρβουνα ή στη καυτή στάχτη
όχθρητες (οι) = έχθρες
οχιάλως = δεν πειράζει
οχλαγοή (η) = οχλοβοή
όχτρητα (η) = έχθρα
οψές την άλλη = προχτές
οψές, οψάργας = εχτές
οψιγιάς (ο) = ο χώρος που απλώνεται η σταφίδα για να ξεραθεί στον ήλιο, είτε στο καθαρισμένο και καλά ισιωμένο έδαφος, είτε σε μεταλλική κατασκευή
ΠΗΓΗ : http://cretanlexiko.gr/