Ιωάννης Μεταξάς

Γόνος ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας από την Κεφαλλονιά ο Ιωάννης Μεταξάς γεννήθηκε στην Ιθάκη, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως έπαρχος. Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων (1885-1890) και κατόπιν στη Σχολή Μηχανικών. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 υπηρέτησε στο επιτελείο τού τότε διαδόχου Κωνσταντίνου και χάρη στη γνωριμία του μαζί του εξασφάλισε μετεκπαίδευση στη Γερμανία (1899-1903). Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ο Μεταξάς υπηρέτησε σε διάφορες επιτελικές θέσεις, ώσπου το 1910 βρέθηκε υπασπιστής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Κατά την περίοδο πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 αλλά και κατά τη διάρκειά τους και μετά τη λήξη τους ο Μεταξάς ανέλαβε διάφορες αποστολές τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, και απέκτησε τη φήμη ικανού επιτελικού.

Με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την έναρξη του εθνικού διχασμού ο Μεταξάς συντάχθηκε με τη βασιλική παράταξη που υποστήριζε την ουδετερότητα της Ελλάδας, ερχόμενος έτσι σε αντίθεση με τον Βενιζέλο, ο οποίος ήθελε τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Λόγω της ανάμειξής του στις αγριότητες που διαπράχθηκαν σε βάρος των βενιζελικών το 1916 (Νοεμβριανά) ο Μεταξάς αποστρατεύθηκε και εξορίστηκε μαζί με άλλους ηγέτες της αντιβενιζελικής παράταξης στην Κορσική, από όπου δραπέτευσε για να εγκατασταθεί στη Φλωρεντία. Από εκεί βρισκόταν πάντοτε σε επαφή με τον βασιλέα Κωνσταντίνο. Στην Ελλάδα καταδικάστηκε ερήμην εις θάνατον.

Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και την άνοδο των αντιβενιζελικών πολιτικών δυνάμεων στην εξουσία ο Μεταξάς επέστρεψε στην Ελλάδα και επανήλθε στο στράτευμα, για να αποστρατευθεί όμως πάλι λίγο αργότερα με τον βαθμό του υποστρατήγου.

Ακολούθησαν η Μικρασιατική Καταστροφή, η επανάσταση του 1922 και η αποτυχημένη αντεπανάσταση του 1923, η ανάμειξή του στην οποία ανάγκασε τον Μεταξά να διαφύγει στο εξωτερικό και οδήγησε σε δεύτερη ερήμην καταδίκη του εις θάνατον.

Μετά την ανακήρυξη της δημοκρατίας το 1924 ο Μεταξάς, μόνος μεταξύ των πολιτικών της αντιβενιζελικής παράταξης, αναγνώρισε το νέο πολίτευμα. Το αντάλλαγμα για την πράξη του αυτή ήταν πράγματι δελεαστικό: η αμνήστευσή του. Ετσι ο Μεταξάς επέστρεψε στην Ελλάδα, έγινε μάλιστα, μετά τη δικτατορία του Πάγκαλου, υπουργός Συγκοινωνιών στην οικουμενική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη ως αρχηγός του Κόμματος των Ελευθεροφρόνων, το οποίο είχε ιδρύσει εν τω μεταξύ και το οποίο εξέλεξε 52 βουλευτές στις εκλογές του 1926.

Το 1928 όμως ο Βενιζέλος επανήλθε στην ενεργό πολιτική και στις εκλογές του ίδιου έτους ο Μεταξάς δεν εξελέγη βουλευτής ούτε ο ίδιος και παρέμεινε ουσιαστικά σε πολιτική ανυπαρξία ως το 1932, όταν έγινε πάλι υπουργός, των Εσωτερικών αυτή τη φορά, στην κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη.

Είχε φθάσει πλέον η ώρα για τον Μεταξά να εκδηλώσει τις πραγματικές του προθέσεις: το 1933 εξέφρασε δημόσια την πεποίθησή του ότι για τα προβλήματα της Ελλάδας η λύση δεν μπορούσε παρά να είναι εξωκοινοβουλευτική. Η ευκαιρία να πραγματοποιήσει τους σκοπούς του τού δόθηκε λίγο αργότερα, με την παλινόρθωση της μοναρχίας, υπέρ της οποίας ο ίδιος είχε ήδη ταχθεί. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, έχοντας επιστρέψει στην Ελλάδα το 1935, τον επόμενο χρόνο διόρισε τον Μεταξά πρώτα υπουργό των Στρατιωτικών και κατόπιν αντιπρόεδρο της υπηρεσιακής κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Δεμερτζή. Ο Δεμερτζής πέθανε στις 13 Απριλίου. Ο βασιλιάς, την ίδια μέρα, διόρισε πρωθυπουργό τον Μεταξά. Λιγότερο από τέσσερις μήνες αργότερα κηρύχθηκε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

Η δικτατορία του Μεταξά είχε όλα τα χαρακτηριστικά των καθεστώτων αυτού του είδους, τα οποία δεν ήταν λίγα στην Ευρώπη εκείνης της εποχής. Καθιερώθηκε ο φασιστικός χαιρετισμός, επιβλήθηκε η υποχρεωτική συμμετοχή στις εκδηλώσεις και στις οργανώσεις του καθεστώτος, ιδιαίτερα της νεολαίας με την ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας), οι εορτές και πανηγύρεις έδιναν κι έπαιρναν, η καλλιέργεια της προσωπολατρίας του δικτάτορα έφθανε σε εξωφρενικές υπερβολές. Πίσω από μερικά έργα βιτρίνας εν τω μεταξύ οργίαζαν η τρομοκρατία και το αστυνομικό κράτος. Οι πολιτικοί αρχηγοί του δημοκρατικού χώρου εξορίστηκαν, ενώ τη σκληρότερη μεταχείριση γνώρισαν οι κομμουνιστές με φυλακίσεις χωρίς δίκη, ξυλοδαρμούς και άλλα απάνθρωπα βασανιστήρια καθώς και ψυχολογική βία.

Στην εξωτερική πολιτική η δικτατορία ταλαντευόταν ανάμεσα σε δύο πόλους. Ο ένας ήταν ο βαθύς θαυμασμός του Μεταξά για τη Γερμανία, ο οποίος τον φλόγιζε από την εποχή της μετεκπαίδευσής του στο Βερολίνο. Ο άλλος ήταν οι υποχρεώσεις του προς τη Μεγάλη Βρετανία η οποία είχε στηρίξει το καθεστώς του.

Το δίλημμά του αυτό ο Μεταξάς αναγκάστηκε να το λύσει μόνος του και με τρόπο ασφαλώς οδυνηρό τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, όταν ο πρεσβευτής της φασιστικής Ιταλίας τον ξύπνησε για να του επιδώσει ιταμό τελεσίγραφο με το οποίο η Ιταλία απαιτούσε ουσιαστικά την άνευ όρων παράδοση της Ελλάδας. Ο Μεταξάς το απέρριψε. Είπε το ιστορικό «Οχι».

Αλλά ο Μεταξάς δεν επέπρωτο να ζήσει πολύ ακόμη. Αν και πρόλαβε να δει τους θριάμβους του ελληνικού στρατού κατά των Ιταλών στην Αλβανία, δεν είδε τους προσφιλείς του Γερμανούς να υποδουλώνουν την Ελλάδα. Υστερα από σύντομη ασθένεια πέθανε στις 29 Ιανουαρίου του 1941.

[ΠΙΣΩ] Πηγή: ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΖΕΝΑΚΟΥ