Τ

τ΄ανάπλαγα = τα πέριξ, τη γύρω περιοχή, διάσπαρτα εδώ κι εκεί. Συνήθης δράση: Εφύγανε τα πρόβατα και πιάσανε τ’ανάπλαγα

ταβέρια (η) = η ταβέρνα. Συνήθης φράση: Οψές είχαμε πάει στη ταβέρια και μας εκέρασε ο σύντεκνος

τάβλα (η) = τραπέζι, πρόχειρο τραπέζι σε γάμους κλπ, ξύλινη σανίδα περίπου 10 εκ πλάτος και 3 μέτρα μήκος περίπου χρήσιμη για καλούπιασμα. Συνήθης φράση: Στρώσε του τάβλα να γευτεί κλίνη για να πλαγιάσει

ταβλί, ταβλάκι (το) = σανίδι, μικρό κατεργασμένο ξύλο, κομμάτι σανίδας ή τάβλας

ταγή, ταγύ, ταγί (η) = βρώμη, τροφή αλόγων και ζώων για να δυναμώνουν στο όργωμα

ταγούρα (η) = η τροφή ζώων, τροφή ζώων, όπως σανά, κριθάρι, ρόβι, ταγή κλπ. Μτφ. για τον άνθρωπο = τροφοδοσία, χρηματική υποστήριξη. Συνήθης φράση: ”Θα του κόψω τη ταγούρα” = θα πάψω να τον τροφοδοτώ με χρήμα ή με άλλο τρόπο

ταιργιάζει = εφαρμόζει απόλυτα, είναι η κατάλληλη στιγμή, είναι ευκαιρία. Συνήθης φράση: Δεν ταιργιάζει να πάμε απόψε σπίτι ν-του, έχει καλεσμένους τα πεθερικά ν-του

ταίστρες (οι) = ειδικές κατασκευές για να μπαίνει η τροφή ζώων και πουλιών, ξύλινες ή μεταλλικές ή πλαστικές κατασκευές για τη τροφή ζώων και πουλερικών

ταϊφάς, νταϊφάς (ο) = φυλή, φάρα, συμμορία

τακίμι (το) = φίλος, ομάδα

ταλαποδέρνω, ταλαιποδέρνω -μαι = ταλαιπωρούμαι, υποφέρω

τάλε κουάλε = ομοίως, όμοιος ακριβώς, μοιάζει σαν ίδιος. Συνήθης φράση: Τόν είδες; Τάλε κουάλε με τον αδερφό σου

ταλιεράκι (το) = σταχτοθήκη

ταλίμια, τσαλίμια (τα) = πηδήματα, φιγούρες, ερωτικά κολπάκια, σπάσιμο του κορμιού όπως οι ανατολίτισσες χορεύτριες κλπ

ταμάκι, ταμάχι (το) = πλεονεξία, απληστία (Τουρκ. tamah). Συνήθης φράση: Είπαμε τση να κόψει δυο σταφύλια, μα αυτή ήκαμε ταμάκι και γέμωσε τη ποδιά τση

ταμακιάρης (ο) = πλεονέχτης, άπληστος, λαίμαργος

ταμπγέτι, ντομπγιέτι, νταμπγιέτι, νταμπιέτι, ταπιέτι (το) = χαραχτήρας, στυλ, ανάστημα, ανδρεία, σθένος. Συνήθης φράση η παλιά μαντινάδα: Είναι γυναίκες που ‘χουνε παλικαριού νταμπγέτι, και κατα πού ‘ναι καθαείς, του κάνουν καερέτι

ταμπλάς, νταμπλάς κόλπος, νταμουλάς (ο) = ανακοπή καρδίας, συγκοπή, συγκοπή καρδίας, αποπληξία. (Τουρκ. damla)

ταμπουράς (ο) = έγχορδο μουσικό όργανο

ταμπούτι (το) = φέρετρο, νεκρός. (Τουρκ. tabut)

τάξε = δηλαδή (επεξηγηματικό). Συνήθεις φράσεις: Μα για το Μιχάλη σου λέω τάξε. Η: Να πας τάξε να τονε βρεις αύριο να στα πει κι ο ίδιος

τάξε λέω = σάμπως, μαθώς, νομίζω, μου φαίνεται. Συνήθης φράση: Τάξε λέω πως δεν τον έχομε βοηθήσει ετόσες σας φορές

τάξε πως, τάξε πρέπως, τάξε μαθώς = μάλλον, σάμπως, λες και, σαν, σαν να. Συνήθης φράση: Άμα σε ξανοίγω, τάξε πως θωρώ τον μακαρίτη τον πατέρα

τάπα (η) = βούλωμα, πώμα, αλλά και τύφλα στο μεθύσι. Συνήθεις φράσεις: Μη ξεχάσεις να βάλεις τη τάπα στο βαρέλι. ‘Η: Δεν επαρέτησες, εγίνηκες πάλι τάπα σήμερο

τάπα τση μεθιάς, ζίλι καντίλι, ζάλη δράλη, ζάλη ντράλη = τύφλα στο μεθύσι. Συνήθης φράση: Επήγες να του συνοριστείς στο πχιοτό, και αυτός σε ‘καμε τάπα τση μεθιάς

ταπεινοσύνη (η) = ταπεινότης, ειλικρίνεια. Συνήθης φράση η παροιμία: Η αγάπη θέλει φρόνεψη, θέλει ταπεινοσύνη, θέλει πουλιού περπατηξά, λαγού γρηγοροσύνη

ταπούζα (η) = ρίζα σε σχήμα ροπάλου, ξεπατωμένο δένδρο που ο κορμός χοντραίνει προς τα κάτω, χονδρή ρίζα δένδρου

ταράσσω = ανακατεύω, αναταράσσω, κάνω βιαστικά. κάνω γρήγορα, προχωράω γοργά. Συνήθεις φράσεις: Τάραξε μιαολιά το γάλα να μη κολλήσει στο πάτο (ανακάτεψε).΄Η: Τάραξε μιά ολιά το μ-πόδα σου, για ετσα που πάς θα νυχτώσει (βιάσου, κάνε γρήγορα). Ή: Ε το παντέρμο το χτήμα ανε ταράσσει. (προχωράει αργά) Η: Εγώ δε ταράσσω, θα κάτσω επαέ (δε μετακινιέμαι)

ταραχτάς (ο) = ταραχή. Συνήθης φράση: Ηβαλέμε η άτιμη πάλι σε ένα ταραχτα…

ταρουμάρω -ιζω = διασκορπώ -ιζω

ταύκος (ο) = φυσικό πηγάδι βαθύ σαν χαράδρα. (Τη νύχτα το θεωρούσαν τρομαχτικό και άμα πετάξεις μια πέτρα μέσα ακούγεται ένας υπόκωφος θόρυβος)

τάφι (το) = στην ώρα του, είναι στο τάφι του = είναι στην ώρα του. Συνήθης φράση: Κατέβασέ το το φαί, μα το κρέας εδά είναι στο τάφι του (έχει μορφοψηθεί)

ταφτάς (ο) = ύφασμα από λεπτό, πυκνοϋφασμένο μετάξι

τάχατες = δήθεν

ταχιά = του χρόνου

ταχινή ταχινή (η), ταχιά ταχιά = λίαν πρωί, πρωινή δροσούλα, το πρωί

ταχταρίζω, κάνω νταχτιρντί, κάνω τάχτι = κουνώ το βρέφος (δηλαδή το σηκώνω πάνω κάτω και του λέω συνέχεια ‘ταχτιρντί” ή΄”ταχτι τάχτι” ή και τα δύο μαζί)

ταχτέρου, ταχιτέρου, ταϋτέρου, ταχιτερινή = αύριο το πρωί, πρωία

τεζιάκι (το) = μεταλλικό στρογγυλό τραπεζάκι παλιού καφενείου

τελάκια, ζαγάργια (τα) = πολύ μικρά προκάκια για σόλιασμα, κυρίως για χρήση σε τζαγκαροδουλιές

τελάλης (ο) = ο διαλαλητής, ο κήρυκας του χωριού, ο άνθρωπος που πηγαίνει στις γειτονιές στα χωριά και διαλαλεί. (Συνήθως ειδοποιούσε για τυχόν συμβάν, για ανακοινώσεις της κοινότητας, για ερχόμενους πλανόδιους θιάσους, αθλητές, σινεματζήδες κλπ)

τελάρο (το) = αργαλειός

τελατίνι (το) = κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού

τελεμές (ο) = είδος μαλακού άσπρου τυριού

τέλια (τα) = σύρματα, αλλά και οι χορδές του οργάνου

τελόμπροκες (οι) = κλασικές πρόκες οικοδομής

τελώνι (το) = μικρό φάντασμα, η ψυχή του μικρού παιδιού που πέθανε αβάπτιστο. (Κάποτε πίστευαν πως ένα αβάφτιστο παιδί άμα πεθάνει γίνεται τελώνη, δηλ ένα μικρό φάντασμα)

τεμενάς (ο) = υπόκλιση. Συνήθης φράση: Να ‘ρθει θες να φας; Γη θες να σου κάνομε τεμενάδες;

τερζής (ο) = ο ράφτης κρητικής φορεσιάς

τερτύπια, τερτύπχια (τα) = πονηρά καμώματα, τσαλίμια, σκέρτσα, διάφορα κόλπα

τες = τότες. Σύνήθης φράση: Οτι μούπανε και τες, μου ‘πανε κι οψές

τεσκερές (ο) = γράμμα, σημείωμα

τετράγκωνος, τετρακάντουνος -η -ο = ο έχων τέσσερα καντούνια, τετράγωνος, τετραγωνισμένος

τεφτέρι, τεφτεράκι (το) = ειδικό σημειωματάριο ή τετράδιο όπου γράφονται σημειώσεις ή λογαριασμοί

τζαγκάδα (η) = ρουφηξιά. Συνήθης φράση: Έλα παέ να πούμε μιά τζαγκάδα κρασί γιατί στέγνωσε η γλώσσα μας

τζαγκρουνιές (οι) = επιφανειακά γδαρσίματα, αμηχές σημάδια στο δέρμα από γδαρσίματα. Συνήθης φράση: Επήγα να περάσω το βάτο και με γέμισε τζαγκρουνιές

τζαγκρουνοξεσκίζομαι = τραβάω τα μαλλιά μου κλαίγοντας και μπήγοντας τα νύχια στη σάρκα μου

τζαγκρουνώ, τσαγκρουνώ -ιζω = ξεγδέρνω, γδέρνω -μαι από αιχμηρό αντικείμενο που έχει μυτερά άκρα. Καλά κοιμήθηκα στο χωράφι μα ήτονε κάτι πετραδάκια και μου τσαγκρουνούσανε τη πλάτη μου (μου καρφώνανε)

τζαγκρωτή, τζουγκρωτή (η) = με αιχμηρές απολήξεις. Συνήθης φράση: Κι έβαλε πέτρα τζαγκρωτή για τράπεζα αγία

τζάμ φεσένιο (το) = το ύφασμα που όταν το φοράς και γυρίσεις αλλάζει χρώμα

τζαμλίκι, τζαμιλίκι (το) = το ειδικό κάσωμα που τοποθετούνται τα τζάμια

τζαμπάζης, τσαμπάσης (ο) = ζωέμπορος, μπακάλης, έμπορος, μεταπράτης ίππων, πανούργος, δόλιος (Tουρκ. cambaz)

τζαμπατζής (ο) = εκείνος που απολαμβάνει δωρεάν ένα αντικείμενο ή μια εργασία. Συνήθης φράση: Δεν έχει άλλα τζαμπατζιλίκια, ο τζαμπατζής επόθανε!

τζαμπί (το) = τμήμα σταφυλιού αλλά και ένας κύκλος στο χορό. Συνήθης φράση: Να πχιάσω θέλω μα το θιό και εγώ να ρίξω ένα τζαμπί στην ομπρός μπάντα

τζαναμπέτης (ο) = άνθρωπος κακότροπος, ιδιότροπος, στρυφνός, δύστροπος, στριμμένος στραβόξυλο. (Tουρκ. cenabet)

τζάνεμ = καλέ μου, αγαπητέ μου

τζάρ = φράση που έλεγαν στον αρσενικό γάιδαρο για ενθάρρυνση να ζευγαρώσει με τη γαϊδάρα. (αντίστοιχα στη γαϊδάρα έλεγαν ”κιονξ”)

τζαρές (ο) = η λέξη συνήθως συναντάται στη φράση ”θα σου κάνω το τζαρέ σου” που πιθανόν έχει την έννοια ” θα σου κόψω το τζάρουκα” Έλεγαν αυτή την απειλή σε ζώα, αλλά και σε ανθρώπους για εκφοβισμό. Συνήθης φράση: Αμα σε ξαναπιάσω στο αμπέλι μέσα και κόβγεις σταφύλια θα σου κάνω το τζαρέ σου (θα σου κόψω το λαρύγγι, δηλ θα σε σφάξω)

τζάρουκας (ο) = η τραχεία, ο λάρυγγας

τζάτζαλα – μάτζαλα = αποδιοργάνωση, ανακάτεμα πραγμάτων. Συνήθης φράση: Τα ‘καμες ούλα τζάτζαλα μάντζαλα, να ιδώ εδα ποιος θα τα μαζέψει (Γέμισες το τόπο με τα πράγματα σου)

τζάτζαλα, τσάτζαλα, συμπράγκαλα, τζιμπράκαλα, κούρκουτα, σιανάφαρα (τα) = διάφορα σκεύη, διάφορα αντικείμενα χρήσης σκόρπια εδώ και εκεί, πεταγμένα πράγματα η αφημένα εδώ και εκεί, σκουπιδαριό, διασκορπισμένα πολλά πράγματα άχρηστα ή μη εδώ κι εκεί

τζεβρές (ο) = το μαντήλι που έδεναν το ειδικό κουλούρι πού έπαιρνε ο πρώτος που θα πήγαινε στο σπίτι της νύφης και να φέρει το νέο πως έρχεται το ψίκι

τζεβρετζής (ο) = το άτομο που είτε έφιππος είτε με τα πόδια, τρέχει διαγωνιζόμενος να προσπαθήσει να φέρει πρώτος το νέο στο σπίτι της νύφης, ότι έρχεται ο γαμπρός. Ο πρώτος τζεβρετζής έπαιρνε ένα ειδικό κουλούρι δεμένο σε ένα μαντήλι. Έπαιρνε δε και ο δεύτερος και ο τρίτος από ένα κουλούρι δεμένο με μαντήλι, αλλά πιο απλό

τζέλεται = χοροπηδάει χαρούμενο, παιχνιδίζει πηδώντας και χαίρεται τη ζωή του (αφορά κυρίως μικρά ζώα)

τζένιο, ξυλότζενο, σιντερόντζενο (το) = ειδικό παλούκι περίπου 30 εκ που καρφώνεται στο έδαφος για να δεθεί το σχοινί του ζώου στο χωράφι, μεταλλική κατασκευή μυτερή μπροστά και πίσω περασμένο στρογγυλό δαχτυλίδι για να δένεται το σχοινί, ξύλινη πελεκητή κατασκευή μυτερή κάτω, και πάνω λειασμένη που να μπορεί εκεί να δεθεί ο ναυτικός κόμπος του σχοινιού (αλετρόδεμα)

τζερεμές (ο) = πρόστιμο, φόρος η άδικη πληρωμή, άδικη ζημιά

τζετσεβες, ζιζβές, τζισβές (ο) = το μπρίκι

τζη, τση = της

τζιλβές (ο) = η τρυφερότητα, το νάζι, η φιλαρέσκεια, το φλερτ, η ερωτοτροπία (Τουρκ. cilve)

τζίλιος (ο) = είδος ζελέ που δημιουργείται στην τσιλαδιά (πηχτή)

τζιμπράγαλα, τσιμπράγαλα, ατσιμπράγαλα (τα) = κάθε είδους εργαλεία, διάφορα σκεύη και διάφορα είδη διαφόρων χρήσεων. Συνήθης φράση: Άντε δα, μαζώξετε ούλα τα τσιμπράγαλα να πα φύγωμε

τζιμπραγός, ατζιμπραγός -η -ο = ο άνθρωπος που είναι δίδυμος, τα φρούτα η κηπικά που είναι σιαμαία δηλαδή δυο φρούτα μαζί κολλητά. Συνήθης φράση: Μα για ξάνοιξε επαέ δυό πορτακάλια τζιμπραγά

τζιμπράκαλα, τζιμπράγαλα (τα) = αντικείμενα οικιακής χρίσης . Συνήθης φράση: Σ ‘ενα πετρόχτιστο παλιό τζιμπράκαλα παντίχνω, αραχνιασμένα ήτονε με σκόνες γεμισμένα

τζιμπροδεμένος -η -ο = δεμένος μαζί, μπερδεμένος, μπλεγμένος μαζί, δεμένος μαζί, (από το τζιμπραγός = δίδυμος). Συνήθης φραση: Αγλάκα να ξεμπερδέψεις τη γαϊδάρα γιατί είναι τζιμπροδεμένος ο πόδας τση με το σκοινί

τζιμπρόδεση, τσιμπράγωση (η) = δέσιμο και τα δύο μαζί

τζιρητώ, αγλακω, πιάνω το ατζιρίτι = τρέχω γρήγορα, λακίζω

τζισβές, τζετσεβες, ζιζβές (ο) = το μπρίκι

τζιτζιρομάνι (το) = πλήθος τζιτζικιών σε μια συναυλία

τζοπατώ, ατζοπατώ = παραπατώ

τζοπηδώ = χοροπηδώ

τζοτζόνα (η) = η κατσίκα χαϊδεύτηκα

τζούγκρα (η) = ανώμαλο έδαφος (τζουγκρωτό)

τζουγκράνα, τσουγκράνα (η) = γεωργικό εργαλείο με πέντε δόντια όπου καθαρίζει και ισιώνει το έδαφος από βόλους ξύλα, φύλλα χόρτα κλπ

τζουλαμάς (ο) = ειδική πίτα που συνδυάζει φαγητό και γλυκό, αλλά και περίεργο στη γεύση αφού συνδυάζει το αλμυρό και γλυκό μαζί, μια ριζόπιτα παραγεμισμένη με συκωτάκια σταφίδες και ξηρούς καρπούς

τίβοτσι, τίβοτας, τίποτσι = τίποτα, κάτι

τίγκα = ξέχειλο, γεμάτο μέχρι πάνω, γεμάτος χώρος

τίγομαι, τινάσσει (με) = με τινάσσει, έχω πυρετό

τιμουρούκι (το) = όργανο βασανισμού

τινάσσω = εκτινάσσω, κινώ πέρα δώθε, πετάω πέρα

τιτίζης (ο) = λεπτολόγος, δύστροπος, εκνευριστικός. (Toυρκ. titiz )

το δε, τα δε = ότε, ευθύς ως. (χρονικός σύνδεσμος). Συνήθεις φράσεις: Το δε αύριο πήγαμε στο σπίτι του Ή: Τα δε ταχιά θα μου λές πάλι να σε ξαναπάρω για δουλειά

τοβλέτι, δοβλέτι, ντοβλέτι (το) = κράτος, φυλή

τοδεταχιά = αύριο το πρωί

τόκα (η), τοκάς (ο) = πόρπη

τοκάρω = μιλώ, απευθύνομαι, αρμόζω. Συνήθης φράση: Ήθελα να πάω να τη βρω, μα δε΄τοκάρει χήρα γυναίκα να πάω α μοναχός μου (δεν πρέπει, δεν αρμόζει)

τόμου = ευθύς ως (από τον Ερωτόκριτο)

τοπώνω = παρατηρώ, εξετάζω με προσοχή. Συνήθης φράση: Αμε να τοπώσεις αν έχει μουσκευτεί το χωράφι να κόψεις το νερό

τορβάς, ντορβάς, ντουρβάς, δορβάς, δουρβάς (ο) = ειδικό σακούλι που κρεμιέται στο λαιμό ζώων για να τρώνε από εκεί την ειδική τροφή τους, ειδικό ταγάρι για να μπαίνει η τροφής ζώων, όπως ρόβι, λαθούρι κλπ. (Τον ντορβά τον χρησιμοποιούσαν στο σπίτι, να ταΐσουν τα ζώα, αλλά και στο χωράφι)

τορνέσι (το) = χάλκινο κέρμα επι Ενετοκρατίας. (από τον Ερωτόκριτο)

τοσανα, ετόσανα = τόσα

τουίσι (σου, του) = σαν εσένα, μαζί σου, όμοιος με εσένα. Συνήθης φράση: Καλά εκειονά να κάνεις παρέα, και θα σε κάνει τουίσι ν-του

τουλόγου σου, ετουλόγου σου, ελόγου σου = εσύ

τουλούμι (το) = ασκί, γκάιντα. Tουρκ. (tulum)

τουλουμιάζω = κάνω τουλούμι στο ξύλο. Συνήθης φράση: Ανε σε πιάσω στα χέργια μου θα σε τουλουμιάσω στο ξύλο

τουλούμπα (η) = αντλία, τρόμπα. (Tουρκ. tulumba)

τουλουπάνι, τσεμπέρι, τζεμπέρι, μπολίδι (το) = γυναικεία μαντήλα, γυναικείο λεπτό βαμβακερό κάλυμμα κεφαλής

τουμπανάς (ο) = η ψευδής κύηση, ανεμογκάστρι

τουμπανιάζω = πρήχνομαι, πρήζεται η κοιλιά μου, δέρνω, ξυλοφορτώνω, τουμπανιάζω στο ξύλο, ξυλοκοπώ

τουρλού (το), τουρλού τουρλού = ανάκατα, λογής λογής (Τουρκ. türlü )

τουρτουρίζω = κρυώνω, παγώνω από το δριμύ ψύχος

τούρτουρος (ο), τούρτουρο (το) = σύγκρυο, ρίγος, τρέμουλο από το πολύ κρύο

τουσλούκια (τα) = διάφορα στολίδια της στολής των καπεταναίων, μια σειρά από χρυσές ψιλές αλυσίδες που κρεμόταν από τους ώμους σε μορφή τριγώνου ή τετραγώνου, θηλυκωτήρια που μέσα είχαν εικόνες αγίων ή τον δικέφαλο αετό

τουτηνέ, ετουτηνέ, τουτουνηνά, αυτηνά, ετουτηνά, τουτηνινά, τουτηνιά, τουτουνινέ, ετηνέ, ετηνά, τηνε, τηνά = αυτή

τουτονέ, ετουτονέ, ετουτονά, τουτονιέ, τουτουνινέ, ετουτονινέ, ετονέ, ετονά, τονε, τονά, αυτονά = αυτό

τουτοσές, αυτοσές, ετουτοσές, τουτουνεσές, ετουτονεσές, τοσές, ετοσές, ετοσάς = αυτός

τουφάνι (το) = κατακλυσμός

τραβάγια (η) = φασαρία, ενόχληση με τη φωνή, επίπληξη. Συνήθης φράση: Μη κάνετε τραβάγια γιατί κοιμάται ο πατέρας σας

τραβαγιέρνω = κάνω τραβάγια, κάνω φασαρία σε κάποιον, επιπλήττω κάποιον, του κάνω παρατήρηση

τράγανο (το) = το τραγανό, ο ημίσκληρος χόνδρος στο κόκκαλο που μπορεί να μασηθεί, κριτσίνι, χόνδρος οστού

τραϊτοριά (η) = επιβουλή, δόλος (από τον Ερωτόκριτο)

τραϊτόρος (ο) = βάναυσος, μπράβος

τράλατσα (τα) = μπάχαλο. Συνήθης φράση: Επήγανε όλοι μαζί και γίνανε τράλατσα

τράλη (η) = ζάλη

τράμπα = ανταλλαγή. Συνήθης φράση: Επήγε σήμερο ο κύρης σου στη ζωαγορά να κάμει τράμπα την αίγα με ένα χοίρο

τραταμέντο (το) = κέρασμα στο σπίτι. Συνήθης φράση: Περάσετε να πάρετε ένα τραταμέντο

τρατέρνω = κερνάω στο σπίτι τον καλεσμένο

τραφοπαλεύγω = παλεύω να φτιάξω τράφους, παλεύω στη ζωή

τράφος (ο) = (αρχ. τάφρος) ξερολιθιά, ξερότοιχος, χαμηλός τοίχος δίχως λάσπη, το χτίσιμο πέτρας για δημιουργία φράχτη στο χωράφι σε διάταξη παρόμοια με του χτίστη αλλά χωρίς λάσπη. (Ο τράφος εξ αρχής όπως και ο τρόχαλος έχουν ένα αρχικό σκοπό, να καθαρίσει το χωράφι από τις πέτρες. Ο επόμενος σκοπός του τράφου διαφέρει ανά περίπτωση. Γίνεται τράφος περίφραξης στις εξωτερικές πλευρές όσο είναι και το πλάτος χτιριού περίπου από 60 εκ έως ένα μέτρο σε ύψος, με εμφανή και τις δύο πλευρές του. Γίνεται τράφος σε κατηφορικό χωράφι από την πιο χαμηλή πλευρά του κατά μήκος, για να ψηλώσει από 50εκ έως 1 μέτρο, με εμφανή μόνο την μπροστινή πλευρά, πίσω γεμίζεται με πέτρες και χώμα το οποίο πέφτοντας ισιώνει και το χωράφι. Γίνεται τράφος μέσα στο ίδιο χωράφι για να φτιαχτεί μια πεζούλα μικρή ή μεγάλη με ένα δυο μέτρα ύψος, ή απλά μια μικρή τρία τέσσερα μέτρα για μια μόνο ελιά, πάλι ένα δύο μέτρα ύψος. Μπορεί να γίνει πεζούλα στη φάτσα στο χωράφι και αρκετά ψηλή να κρατήσει τα χώματα αλλά να έχει και καλή εμφάνιση το χωράφι. Ανάλογα τα κέφια το ταλέντο και το μερακλίκι, φτιάχνει ο κάθε ένας τον τράφο του, αν όμως είναι αδαής και τεμπέλης φτιάχνει απλά ένα τρόχαλο)

τρεζός, τροζός, κουζουλός -η -ο = ο τρελός, ο ενεργών σαν παλαβός. Συνήθης φράση: Τροζός παπάς σε βάφτισε

τριβίδι (το) = το μικρό ψωμί στο ζύμωμα το οποίο φτιάχτηκε από υπόλοιπο ζυμαριού που έμεινε, μικρό ψωμάκι του εμπορίου περίπου εκατό γραμμαρίων

τριγουνίζω = τρίζω, τριβελίζω τα δόντια μου, κάνω θόρυβο σαν του πριονιού, αλλά και παρενοχλώ κάποιον για να αποσπάσω κάτι. Συνήθεις φράσεις: Οψές που είχες πχεί πολύ, στον ύπνο σου ετριγούνιζες τα’ ντόδια σου. Ή: Επαέ η κόρη σου με τριγουνίζει όλη μέρα να τση πάρω λέει ένα ποδήλατο

τρικάντουνος, τρίγκωνος -η -ο = ο έχων τρεις καντούνους, τριγωνικός

τρικούκουνας (ο) = τρομάρα, ρίγος. Συνήθης φράση: Με έπιασε τρικούκουνας απ’ το φόβο μου μόλις είδα την αρκούδα

τριμιθιά, τριμιθέ, τραμιθιά, τρεμιθιάτερεμιθιά (η) = είδος θάμνου ή δένδρου αρωματικού παρόμοιο με το σκίνο η την αιγινίτικη φιστικιά (επιστ. τερέμινθος)

τριμιτερός -η -ο = προσεχτικός, σοβαρός, έμπιστος, εκείνος που δεν λέει ότι του εμπιστεύονται

τριμυχούμαι = αγωνιώ, ανησυχώ

τριτάρικες (εργασίες) = οι εργασίες κατά τις οποίες παίρνει τρία μέρη το αφεντικό και ένα ο εργάτης. Συνήθως στο μάζεμα της ελιάς, από τρία σακιά παίρνει ο ιδιοκτήτης, και ένα ο εργάτης

τροζαίνομαι, τρεζαίνομαι, κουζουλαίνομαι = τρελαίνομαι, έχω μεγάλη επιθυμία να κάνω κάτι, λαχταρώ. Συνήθεις φράσεις: Τροζαίνομαι οντε μαζεύονται επαέ ούλα τα κοπέλια και μου παίρνουνε το μυαλό. Η: Ε καλά ήθελα να πάω στην εκδρομή μα δε τροζαίνομαι δα κι όλας… Η: Τροζαίνομαι για τσι βρούβες

τροζοκόπελο (το) = ένα δραστήριο, ζωηρό, και σκανδαλιάρικο παιδί

τροζοπεριστερίδης (ο) = ο χωριογύρης, αλανιάρης, ο ασκόπως περιφερόμενος χωρίς να κάνει κάτι αξιόλογο. Συνήθης φράση: Μα καλά, δε πγιάνεις να κοιμηθείς ένα μεσημέρι, μονο γυρίζεις στο χωργιό, ωσά το τροζοπεριστερίδη;

τρομαριάζομαι = με πιάνει τρομάρα, τρομάζω, τρομοκρατούμαι

τροξαλίδα (η) = νυχτόβιο έντομο, το τριζόνι, έντομο που πήρε το όνομά του από το γνωστό νυχτερινό ”τρ τρ τρ” που μοιάζει σαν τρίξιμο, η σπίθα που πετάγεται στο τζάκι (Δυτική Κρήτη)

τροπικός (ο) = ο έχων καλούς τρόπους, ο ιπποτικός, ο ευγενής

τροπώνω = κάνω πρόχειρη ραφή πριν τη κανονική, ράβω

τρούλα – τρούλα (η) = πάνω πάνω, στο ανώτερο ύψος

τρούλα (η), τρουλί (το) = το πιο πάνω μέρος, η κορυφή, η κορυφή βουνού δένδρου κλπ

τρουλαφθιάζω = προσπαθώ να ακούσω με προσοχή, έχω τεταμένη την προσοχή μου να ακούσω, εκπλήσσομαι με αυτά που ακούω και εντείνω την προσοχή μου

τρουλέκα (η) = η τρελή γυναίκα

τρουλί – τρουλί = στην πιο πάνω κορυφή. Συνήθης φράση: Είδες ένα πουλί απου κάθεται στο τρουλί τρουλί του δεντρού;

τρουλί, τρουλάκι (το) = μικρός σωρός, κορυφή, κορυφή βλαστού

τρουλιδιάζω, τρουλώνω = βάνω το ένα πάνω στ ‘άλλο. Συνήθης φράση: Μην τα πολυ-τρουλιδιάζεις τα πράματα, γιατί θα πέσουνε και θα σε πλακώσουνε

τρουλιδιές (οι) = πρόχειρες κατασκευές, κακοτεχνίες, κακοφτιαγμένες εργασίες. Συνήθης φράση: Ε αυτά που κάνεις εσυ δεν είναι έργα, αυτά είναι τρουλιδιές!

τρουλίτης (ο) = κορυδαλλός. Ονομάστηκε έτσι γιατί έχει ένα τρουλί (λοφίο) στο κεφάλι

τρουλιτονούσης (ο) = εκείνος που έχει μυαλό τρουλίτη, ελαφρόμυαλος (ο τρουλίτης ή κορυδαλλός θεωρείται από τα πιο χαζά πουλιά)

τρούλος (ο) = το ψηλότερο σημείο, μεγάλος σωρός, θόλος, θόλος εκκλησίας

τρουλωτός, τουρλωτός -η -ο = ο ένας πάνω στον άλλο σχηματίζοντας ένα τρούλο

τρόχαλος (ο) = χάλασμα το οποίο γκρεμίστηκε και έγινε σωρός από πέτρες, άταχτο στοίβαγμα από πέτρες διαφόρων μεγεθών ή μικρούς βράχους σε διάφορες διατάξεις στο χωράφι. (Με σκοπό να καθαρίσει ένα χωράφι από πέτρες, αυτές διαλέγονται και στοιβάζονται πρόχειρα, είτε σε σωρούς κυκλικούς ή οβάλ, διαφόρων μεγεθών, είτε σε σειρές στην άκρη στο χωράφι κατά μήκος ανάλογο με το χωράφι, ενίοτε και σε πολλά μικρά σωρουλάκια διάσπαρτα. Οι τρόχαλοι είναι φυσικές φωλιές σαλιγκαριών και για αυτό δεν είναι λίγες οι φορές που ανασκαλεύονται από χοχλιδολόους)

τρυγάς (ο) = ο περιπλανώμενος αγοραστής τρυγόλαδων, δεν έδινε ποτέ χρήματα, αντάλλασσε τις τρυγιές με πλάκες σαπουνιού

τρυγές (οι) = τα κατακάθια του λαδιού στα δοχεία (κάποτε τις μάζευαν και τις έβαζαν σε ένα βαρέλι όλες μαζί)

τρυγόλαδα (τα) = τα λάδια που επιπλέουν πάνω στις τρυγιές, χαλασμένα λάδια, λάδια με πολλά οξέα ακατάλληλα για φαΐ (συνήθως τα τρυγόλαδα τα έκαναν σαπούνια ή τα πούλαγαν στους περιπλανώμενους τρυγάδες με ανταλλαγή σαπουνιών)

τρυμιτερός (ο) = έμπιστος, εχέμυθος, σοβαρός, ο προσεκτικός σε ότι λέει και κάνει

τρυπάλι (το) = οποιαδήποτε μικρή τρυπίτσα, η πολύ μικρή τρύπα της βελόνας, μικρή οπή σε δένδρο, ή βράχο ή έδαφος κλπ, μικρή οπή στη φύση που είναι συνήθως φωλιά πουλιών, τρωκτικών, καβουριών, σαλιγκαριών κλπ. Μτφ. μπήκα στο τρυπάλι = μπήκα σε μια κατάσταση, μπήκα στο χορό

τρυπητό (το) = το σουρωτήρι

τσάγαλα (τα) = τα χλωρά αμύγδαλα

τσαγκρουνιές, τζαγκρουνιές (οι) = επιφανειακά γδαρσίματα, σημάδια στο δέρμα από γδαρσίματα. Συνήθης φράση: Ηπεσα πάνω στο βάτο και γέμωσα τζαγκρουνιές

τσαγκρουνώ, τζαγκρουνώ -ιζω = γρατζουνίζω, ξεγδέρνω το δέρμα μου. Συνήθης φράση: Σου ‘πα να με ξύσεις στη πλάτη, μα τα νύχια σου με τζαγκρουνούνε (γδέρνουν)

τσαγρίζω = διαλύω. Συνηθισμένη φράση αλλά και βρισιά: Θα σου δώσω μια μπουνιά να τσαγρίσεις

τσαίρι (το) = χλωρό χορτάρι

τσακί, τσιτρέτο, μπιτσακάκι, τσακάκι, σφαλιχτάρι, τσουράς (ο) = σουγιαδάκι που κλείνει (Τουρκ. caki)

τσακίρης (ο) = γαλανομάτης. (Tουρκ çakır )

τσακομαδώ = τραβάω τα μαλλιά, σουρομαδώ

τσαλαχώ = θορυβώ ελαφρώς

τσαλοπατώ, τσολοπατώ, τσαλαπατώ, τζολοπατώ = τσαλαβουτώ, πατώ και καταστρέφω, πατάω με μανία

τσαμαρδαρός -η -ο = ρακένδυτος (βιβλ. Ερωτόκριτος)

τσαμούρης (ο) = μουρντάρης, χυδαίος, γυναικάς, αθυρόστομος, πονηρός

τσαμπί (το) = τμήμα σταφυλιού η άλλου φρούτου με πολλές ρόγες

τσαμπουκαλεύομαι, τσαμπουκώνομαι, κορδίζομαι = κάνω το νταή, κάνω τον ζόρικο, παραβγαίνω, προκαλώ

τσανάκι (το) = πήλινο πιάτο, γαβάθα. (Τουρκ. çanak)

τσαπατσούλης (ο) = ακατάστατος, άτσαλος, κακοντυμένος, ασυμμάζευτος. (Τούρκ capacul)

τσαπράζι (το) = γαμψός οδοντωτός σουγιάς που κλείνει

τσαρσί (το) = πλατεία, παζάρι αγορά κλπ

τσαφαρίζω = γραντζουνάω κάτι που προκαλεί θόρυβο, γραντζουνάω κάποιο όργανο χωρίς ικανοποιητικό άκουσμα

τσαφουνιά, τσαφουνέ (η) = η γρατζουνιά

τσαφουνώ = γρατζουνίζω, ξεγδέρνω το δέρμα μου κυρίως με τα νύχια, κάμω αμυχές με τα νύχια. Συνήθης φράση: Πρόσεχε πώς με ξύνεις νύχια σου με τζαγκρουνούνε (γδερνουν)

τσάχαλα = τα μικρά πετραδάκια, κομμάτια μικρά από σαλιγκαράκια ξύλα κλπ, που διαλέγονται στο κόσκινο όταν κοσκινίζονται τα σιτηρά όσπρια κλπ, που αν δεν διαλεχτούν περνάνε στο φαΐ, και τα αισθάνεται κανείς στο μάσημα επειδή τρίζουν

τσαχαλίζω = τρώω κατά λάθος κάτι σκληρό όπως πετραδάκι κλπ το οποίο είναι ξένο προς την τροφή μου και τρίζει στα δόντια

τσάχαλος, τσάλαχος, τσάρχαλος (ο), σάλαγο (το) = χαμηλός ή ανεπαίσθητος θόρυβος, θόρυβος πολύς ασθενής, ο απαλός θόρυβος από κλαριά δένδρου όταν κουνιόνται, η όταν κάποιος περπατάει κλπ. Συνήθης φράση: Ήκουσες ένα τσάλαχο; Ήντα νά ‘τανε άραγε;

τσε, ετσέ = έτσι. Συνήθης φράση: Κάνε τσε να περάσω

τσέγελο (το), ατσελέγος (ο) = σπουργίτης

τσεκίνι (το) = παλιό χρυσό νόμισμα της Βενετίας γνωστό σαν βενετσιάνικο φλουρί, κυκλοφόρησε τον 15 – 16 αιώνα

τσεκούρι, τσικούρι, τσεκουράκι, μαναράκι (το) = εργαλείο για επεξεργασία ξύλου, ή σχίσιμο ξύλων

τσελέκια (τα) = χειροπέδες

τσελεπής, τσελεμπής (ο) = παιδί ηγεμόνα, ευγενής, ένδοξος, ευπαρουσίαστος αρχοντάνθρωπος, καλομαθημένος, κανακάρης

τσεμπερές, τζεμπερές (ο) = ο σύρτης, ο άνω και ο κάτω σύρτης παλιάς πόρτας που την ασφαλίζει

τσεμπέρι, τζεμπέρι, τουλουπάνι, μπολίδι (το) = γυναικεία μαντίλα, γυναικείο λεπτό βαμβακερό κάλυμμα κεφαλής. (Ενίοτε τα τουλουπάνια χρησίμευαν και σαν σουρωτήρια)

τσεπανές (ο) = πυριτιδαποθήκη, αποθήκη όπλων

τσερέβελα (τα) = κακομοιριές

τσερόνια (τα) = διάφορα σπυριά που έβγαζαν παλιά τα παιδιά στο κεφάλι από παρατεταμένη έκθεση στον ήλιο, τα σπυριά αυτά έκαναν πύον και όταν ξεραινόταν το πύον αυτό γινόταν ένα κάκαδο. Συνήθης φράση – κατάρα: Ε που να βγάλεις τσερόνι στη κεφαλή

τσέρουκλο (το) = τσέρκι βαρελιού, παιδικό παιγνίδι με τη μεταλλική στεφάνη βαρελιού, παιγνίδι στο οποίο το παιδί με τη βοήθεια ενός ειδικά λυγισμένου σύρματος, (μπανέλας) σπρώχνει και προχωράει το τσέρουκλο

τσέτες (οι) = οι άταχτοι

τσι = της, τους

τσιβί (το) = το ξύλινο καρφί

τσιβιδίζω = τσούζω, καυστικός πόνος από χτύπημα με λεπτό αντικείμενο, ελαφρύ τσούξιμο στο λαιμό από το σπίρτο του ποτού λόγω της δυνατής του καυστικής γεύσης. Συνήθης φράση: Τσιβιδίζει το κρασάκι οφέτος (τσούζει, καίει, είναι δυνατό)

τσιβούρα (η) = διαπεραστικό κρύο. Συνήθης φράση: Μοιάζω δένδρο που το χτυπούν τσιβούρες και άνεμοι

τσιγαρίδες (οι) = μικρά κομματάκια λίπους του χοίρου τσιγαρισμένα να φύγει το λίπος. (Οι τσιγαρίδες, ήταν ένα από τα παρασκευάσματα κατά τα χοιροσφάγια. Τις τσιγαρίδες τις διατηρούσαν σε δοχείο με λίπος για μήνες. Τις έπερναν στο χωράφι όπως είναι, αλλά τις έβαζαν και στα τηγανητά για να νοστιμίζουν τα φαγητά)

τσιγκέλι (το) = σιδερένιο άγκιστρο όπου κρεμάτε το κρέας

τσίγκρες (οι) = τσίμπλες

τσικάλι, μαυροτσούκαλο (το) = το μαυρισμένο τσουκάλι που μαγειρεύει η νοικοκυρά στα ξύλα

τσίκνα (η) = καταχνιά, η μυρωδιά από καμένο φαγητό

τσίκουδα, στρέφυλα, στέφυλα (τα) = πατημένα ή όχι σταφύλια που προορίζονται για ρακί, το υπόλοιπο του πατημένου σταφυλιού μετά την εξαγωγή μούστου, οι σπόροι (κουκούτσια) φρούτων όπως πορτακαλολέμονα, ρόδια, φραγκόσυκα κλπ. Συνήθεις φράσεις: Απόψε θα πάμε να βγάλουμε τα τσίκουδα. Ή: Ετούτα νε τα ρόγδια δεν έχουνε τσίκουδα (καρπούς)

τσικουδιά (η) = ρακή, τσίπουρο

τσικουράτα, τσεκουράτα (τα) = λόγια σπαθάτα, σταράτα, λόγια ειλικρινή, λόγια ορθά κοφτά

τσικρίκι (το) = ρόκα, χειροκίνητο μηχάνημα, είδος διπλής ρόκας, ανέμη, ροδάνι

τσιλαδιά (η) = πηχτή. Εξαιρετικό έδεσμα στην Κρήτη, με βραστό χοιρινό κρέας (κεφάλι, πόδια, κόκαλα κλπ) και στο ζουμί μπαίνουν και χυμοί από διάφορα ξινά

τσίλικος = (για νόμισμα) νεόκοπος, γυαλιστερός

τσιλιμπούρδας (ο) = εκείνος που βγαίνει έξω και χαζολογά με τις γυναίκες

τσιλιμπουρδίνι (το) = αρωματικό φυτό του αγρού παρόμοιο με τον χάτζικα αλλά μικρότερο το οποίο μπαίνει σε γιαχνιστά και σε πίτες. Συνήθης η φράση το λαϊκό τετράστιχο: Καυκαλίθρα μυρωμένη, απού ‘κανες τον άνδρα μέλι, τσιλιμπουρδίνι χάτζικας, καλογριά ποθαίνει

τσιλιό, τσιρλιό, τσιρλί πιπί, τσιρί – πιπί, τσίλασμα, κόψιμο (το) = ευκοίλια, ακούσια διάρροια, υδαρή μορφή αφόδευσης λόγω στομαχικής διαταραχής. Συνήθης φράση: Έπιασε το αρνάκι μας τσιλιό, και γίνηκε ολιόχεστο

τσιλιούμαι = έχω διάρροια, αφοδεύω υδαρή υγρά πάνω μου (αφορά ζώα). Συνήθης φράση: Ηφαε πάλι ογρά χόρτα το κουνελάκι και τσιλάστηκε

τσίμαρος, τσούμαρος (ο) = νέος ντελικανής ή νεαρό ζώο, ζωηρός νέος της κρητικής υπαίθρου από δεκαπέντε έως δεκαεφτά περίπου χρόνων, όπου δραστηριοποιείται στην εξοχή κάνοντας πλάκες με φίλους, ή τριγυρνά σε πλατείες σε δρόμους στο χωριό και μαζί με άλλους κάνουν νεανικές τρέλες. Συνήθεις φράσεις: Εκατεβήκανε πάλι δυο τρείς τσίμαροι από τη πάνω γειτονιά και εξεσηκώσανε με τα καμώματά ντως ούλη τη κάτω γειτονιά. Η: Ένας τράγος τσούμαρος, ήσπασε το σκοινί και μπήκε στο περβόλι και εξέκαμέντα ούλα

τσιμούλια (τα) = παραπούλια, τα (τσιμπητά) βλαστάρια του κομμένου λάχανου, κουνουπιδιού ή σέσκουλου

τσιμπράγαλα, τζιμπράγαλα, ατσιμπράγαλα (τα) = κάθε είδους εργαλεία, διάφορα σκεύη και διάφορα είδη διαφόρων χρήσεων. Συνήθης φράση: Αντε δά, μαζώξετε ούλα τα τσιμπράγαλα να πά φύγομε

τσινιά (η) = κλωτσιά αλόγου κλπ

τσίνορα, τσίνουρα, ματοστσίνορα (τα) = βλεφαρίδες

τσινώ = κλοτσάω όπως το γαϊδούρι, λακτίζω

τσίπα (η) = η μεμβράνη που σχηματίζεται στο βρασμένο γάλα όταν παραμείνει μερικές ώρες ακίνητο σε δοχείο. Σοβαρότητα, αξιοπρέπεια, ηθική υπόσταση

τσίρι, τσίχι, πιπί (το), τσίσα, τσίσια, τσίχια (τα) = ούρα (λέξεις που η χρήση τους γινόταν κυρίως από παιδιά)

τσιριά, τσιρέ = πέταγμα νερού με πίεση, πότισμα, ρουφηξιά, τζούρα, ούρηση. Συνήθεις φράσεις: Ρίξε μια τσιριά νερό στο βασιλικό γιατί πάει να ξεραθεί (πότισε). Ή: Πάω να ρίξω μια τσιριά γιατί θα σπάσει η φούσκα μου (να ουρήσω). Ή: Ε άντε, δε θα πιούμε και μεις μια τσιριά ρακή που στέγνωσε ο λαιμός μας; (τσούρα)

τσίριγμα (το) = στριγκλιά, τσιριξιά

τσιρίζω = στριγκλίζω

τσιρίξω (να τη) = για ούρηση. Συνήθης φράση: Πάω να τη τσιρίξω = πάω να ουρήσω

τσιρώ = πετώ με πίεση κυρίως νερό, καταβρέχω, ουρώ. Συνήθεις φράσεις: Τσίρηξε και μια σταλιά νερό στο βασιλικό να ξεπλυθεί απ τσι σκόνες. Η: Εμένα με συγχωρείτε, πάω ένα λεφτό να τη τσιρίξω (να ουρήσω)

τσίτα (η) = αγκάθι

τσίτα κόρδα = τέζα

τσίτι, τσιτάκι (το) = βαμβακερό φτηνό ύφασμα

τσίτος, κρίθος (ο) = το κριθαράκι, σπυρί του ματιού. Συνήθης φράση: Δώσε δυο σταφίδες και του αδερφού σου που σε ξανοίγει και ζηλεύγει, αλλιώς θα βγάλεις το τσίτο ( Κάποτε πίστευαν, πως αν τρως κάτι καλό, και δεν δίνεις και στο άλλο παιδί, τότε βγάζεις το τσίτο)

τσιτρέτο, μπιτσακάκι, τσακάκι, σφαλιχτάρι, τσουράς (ο) = σουγιαδάκι που κλείνει (Τουρκ. caki)

τσιτσέκια (τα) = γενικά τα λουλούδια

τσίτσιλα (τση μέρας) = ντάλα μεσημέρι

τσιτσίρα (η) = βασανισμένη ζωή. Συνήθη φράση: Ήτονε χρόνοι δύσκολοι, με πείνα και τσιτσίρα (Από το βιβλίο της Χαριστής Κουκουμπελάκη Μαντιναδοξομπολιάσματα)

τσιτσιρίζει = ο θόρυβος που κάνει το φαγητό στα γιαχνιστά όταν πιει το νερό του

τσιτώ, τσιτώνω -μαι = τρυπώ -μαι με τσίτα, καρφώνω ή μου καρφώνει κάτι μυτερό όπως βελόνα, αγκάθι κλπ

τσιφούτης, τσίφρης (ο) = τσιγκούνης

τσιφτελής (ο) = άτυχος

τσιφτές (ο), δίκαννο (το) = παλιό εμπροστογεμές όπλο

τσίφτης (ο) = μερακλής, λεβέντης ευπρεπής στο ντύσιμο και στους τρόπους

τσουγκράνα, τζουγκράνα (η) = γεωργικό εργαλείο με πέντε δόντια όπου καθαρίζει και ισιώνει το έδαφος από βόλους ξύλα, φύλλα χόρτα κλπ

τσουγρί, τσουγκρί (το) = χαράκι, μύτη βράχου. Συνήθης φράση το τετράστιχο: Ή θα χορεύει ο κρητικός ή θα κρατεί τουφέκι, ή θα ‘ναι απάνω στο τσουγρί, περήφανος να στέκει

τσουδώ -ιζω = καίω μαλλιά ή φτερά, καψαλίζω. Συνήθεις φράσεις: Εκειά που τρέχαμε μου ακούμπησε η λαμπάδα του διπλανού και ετσούδισέ μου μια τούφα μαλλιά. Ή: Πιάσε εκειονέ το κοτόπουλο που μάδησα και άναψε ένα θύμο να το τσουδίσεις (καψαλίσεις)

τσούκος (ο) = είδος νεροκολοκύθας που έχει σκληρό περίβλημα όταν ξεραθεί, νεροκολόκυθο αδειασμένο από σπόρια κλπ το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κρασί νερό και άλλα υγρά

τσούλι (το), τσούλα (η) = κουρελού, κουρέλι, παλιόρουχο για καθαρισμό. Μτφ. γυναίκα χωρίς ηθικές αρχές

τσουμπές, τζουμπές (ο) = μακρύ πανωφόρι, ράσο, μακρύς επενδύτης όπως των κληρικών

τσούρα (η) = γκρεμός, απότομη κατηφόρα

τσουράπι (το) = κάλτσα, κοντή μάλλινη κάλτσα χωρικού κυρίως χειροποίητη (πλυθ. τσουράπια)

τσουράς, τσιτρέτο, τσακί, μπιτσακάκι, τσακάκι, σφαλιχτάρι (ο) = μαχαίρι τσέπης που κλείνει, σουγιάς, σουγιαδάκι που κλείνει (Τουρκ. caki)

τσουρί, τσουρί και κουτσουνάρι, απέξω και ανεκατωτά = η μάθηση κειμένου η ποιήματος, η καλή αποστήθιση. Συνήθης φράση: Θα σε ρωτήξω τη προπαίδεια και θέλω να μου τη πεις τσουρί και κουτσουνάρι

τσούρλος (ο) = μεγάλη πέτρα, βράχος

τσουροβολώ = κατρακυλώ, κατακρημνίζομαι

τσουρομαδώ = μαδώ τα μαλλιά. Συνήθης φράση: Αμα σε πιάσω κακομοίρα μου θα σε τσουρομαδήσω

τσουρώ, τζουρώ, τσουρίζω, τσουροβολώ = κατακρημνίζομαι, κατακρημνίζω αντικείμενο ή ζώο, τρέχω σε ρόδες, κυλινδρούμαι. Συνήθεις φράσεις: Το αμαξάκι ετονά που σου χάρισε η νονά σου, καλό είναι, τσουρά κοντό αμοναχό του; (τρέχει;). Ή: Εζύγωνα ένα λαγό στο δάμακα και ξεγλίστρησα και τσούρισα ίσα με το πάτο (γκρεμίστηκα). Ή: Άντε να πα το τσουρίσεις ετονα τα’άμάξι από ποθές μα δε κάνει δροσά

τσουτσουρίζω, ψουψουρίζω, ψιψιρίζω = σιγοψιθυρίζω, κρυφομιλώ

τσόχα (η) = είδος υφάσματος η χαλιού

τσώχος (ο) = ζωχός, άγριο χόρτο βρώσιμο κυρίως βραστό

τυλιγάδι (το) = ξύλινο εργαλείο σε σχήμα ”Π” όπου εκεί τύλιγαν τη κλωστή που έκλωθαν με το αδράχτι

τυλιγαδίζω = τυλίσω, τυλίσω περιστρέφοντας το τυλιγάδι ή την ανέμη. περιστρέφομαι συνεχώς γύρω από το ίδιο θέμα

τυλιχτή (η) = η πολιορκία, περικύκλωση. Συνήθης φράση: Πλακώσανε οι εχθροί και τυλίξανε τη πόλη

τυρέφτι (το) = το πρωτόγαλο, πολύ παχύ γάλα που μόλις βράσει κόβει

τυροκέλι (το) = κελί στο βουνό για διατήρηση των τυριών, φυσικό σπήλαιο στο βουνό που έχει τη φυσική δροσιά για να ωριμάσουν και να διατηρηθούν φυσιολογικά τα τυριά

τωσέ = τους. Συνήθης φράση: Δε τωσέ μιλώ που να σκάσουνε


ΠΗΓΗ : http://cretanlexiko.gr/