Π
πά = πάμε. Συνήθης φράση: Άντε να πα να φύγωμε
πα, επά, παέ, επαέ, παδά, παδέ, πόδε, έπαδέ, επαδά, επαέ πέρα, παέ πέρα, παδέ πέρα, παδά πέρα = εδώ. Συνήθης φράση: Έλα πα κοντά που σε θέλω (έλα εδώ κοντά)
παγουδιώ -αζω = ηρεμώ, ξαλαφρώνω από το πόνο, προκαλώ αίσθημα αλάφρωσης πόνου, κάνω κάτι να ανακουφιστώ από το πόνο, (λέγεται κυρίως όταν υποχωρεί ο πόνος). Συνήθεις φράσεις: Ε τον παντέρμο το πόνο και δέ με παγουδιά μπλίό = ε τον παντέρμο τον πόνο, και δέν λέει να υποχωρήσει πιά. Η: Μετά που ήπχια δυό ρακές, εντάκαρε και με παγουδιά ο πονοκέφαλος (ελαττώνεται ο πόνος)
παζουργιάζω = παθαίνω αγκύλωση σε χέρια ή πόδια. (Την αγκύλωση αυτή την πάθαιναν κυρίως παιδιά μετά από πολύ υψηλό πυρετό. Ο πυρετός γύρναγε σε μηνιγγίτιδα, με συνέπεια την επιληψία και το στράβωμα ή παραμόρφωση των χεριών ή άλλων μελών του σώματος). Συνήθης φράση κατάρα: Ε που να παζουργιάσουνε τα χέργια απου κόψανε τσι καυκάλες (αγκινάρες)
παιδωμή (η) = κόπος, βάσανα, ταλαιπωρία
παίζω τσί ξυλιές = δέρνω
παίζω τω πουλιώ ή τω λαγώ = πυροβολώ τα πουλιά ή τους λαγούς
παινάδι (το) = έπαινος
παίρνω πράξη = αποχτώ πείρα, παίρνω παράδειγμα
παίρνω των αμαθιών μου = φεύγω μακριά, εξαφανίζομαι
παλαγιάζομαι, ανεπαλαγιάζομαι = παραλαμβάνω κάποιον με κακιές διαθέσεις, επιτίθεμαι
παλαίνω = απαλύνω
παλάμη (η) = το φτυάρι
παλεύω, παλεύγω = υποφέρω, διαχειρίζομαι, υπομένω, κουμαντάρω. Συνήθης φράση: Να κανονίσεις να μου τον -ε φέρεις στο σπίτι τον άντρα μου, γιατί αμοναχή μου δεν μπορώ να παλεύγω πέντε κοπέλιά, τη περιουσία και ετόσανά ζωντανά
παλιόβρεμα (το) = το μπαγιάτικο παξιμάδι, το παξιμάδι που έχει βουτηχτεί στο νερό, αλλά έχει μείνει αφάγωτο πολλές ώρες. Συνήθης φράση: Φέρε μου παέ ένα ντάγκο ψωμί να τον -ε βρέξω να φάω σαν άθρωπος, μόνο μου κουβάλησες ούλα τα παλιοβρέματα
παλλαρός -η -ο = βλαμμένος
πανεμίδα, απανεμίδα (η) = απάνεμο μέρος. Συνήθης φράση: Έλα παέ χάμαι άπλωσε τη πετσέτα να φάμε απού ‘χει και πανεμίδα
πανεμιδερός, απανεμιδερός (ο) = τόπος απάνεμος, τόπος που δε φυσά αέρας
πανίζω = καθαρίζω με ένα πανί, σε ένα μακρύ ξύλο (τον πανιστή), δένω στην άκρη του ένα βρεγμένο πανί και καθαρίζω το φούρνο πριν βάλω μέσα τα ψωμιά. Μτφ. ”πανίζω το πιάτο = στο τέλος του φαγητού μου καθαρίζω καλά με το ψωμί καλά καλά το πιάτο
πανιστής (ο) = μακρύ ξύλο που έχει ένα πανί βρεγμένο στην άκρη και με αυτό καθαρίζεται ο πάτος του φούρνου
πανοπρούκια (τα) = τα προικιά που ζητάει ο γαμπρός, πέρα από τα συμφωνηθέντα
παντέρμος (ο) = ο έρμος. Συνήθης φράση: Ε τσι παντέρμους χρόνους και πώς εφύγανε
παντίδει = ευκαιρεί, ταιριάζει, επιτρέπει, έχει διαθέσιμο χρόνο. Συνήθεις φράσεις: Δέ παντίδει να μπει το ψυγείο από τη πόρτα (δεν χωράει) . Ή: Δέ παντίδει να μπεις στο σπίτι από τα, άμε από την άλλη πόρτα (δεν επιτρέπεται). Ή: Παντίδει του Κωστή νά ‘ρθει που τονε θέλω? (έχει χρόνο;). Ή: Δέ παντίδει να μπει το κλειδί στη κλειδωνιά (δε ταιριάζει)
παντιδερός -η -ο = ευκολόπιαστος, βολικός. Συνήθεις φράσεις: Ήθελα να φορτώσω τα δυό πυθάρια στο μουλάρι, μα δέν είναι παντιδερά και φοβούμαι αμοναχός μου μη τα σπάσω, γιαυτό σε φώνιαξα. Ή: Σήμωσε τη γαϊδάρα κοντά στη πέτρα να πατήσεις να καβαλικέψεις απου ‘ναι παντιδερά
παντίχνω, απαντίχνω, απαντώ = συναντώ, ανταμώνω
παντονιάρω, παντονιέρνω, παραστολιάζω = ατονώ, αδρανώ, παρατώ, εγκαταλείπω την εργασία μου λόγω υπερβολικής κούρασης, είμαι πτώμα στη κούραση, αγαναχτώ. Συνήθης φράση: Επαντόνιαρα και δέν αντέχω μπλιό, μόνο θα κάτσω μια ολιά
παντώ = φράζω, εμποδίζω
πανωζεύλι (το) = η περόνη που ασφαλίζει και συγκρατεί τις ζεύλες πάνω στο ξύλινο ζυγό των βοδιών
πάπικος -η -ο = αγνός, αγαθός
παπουδιάζει (το χέρι ή το πόδι) = από την πολύωρη παραμονή στο νερό, το δέρμα μαλακώνει, ασπρίζει, και ζαρώνει. Συνήθης φράση: Για ξάνοιξε μάνα τα χέργια μου πως επαπουδιάσανε στην αλουσά όλη μέρα που ‘πλενα τα ρούχα
παπούλες (οι) = οι άκρες των τρυφερών βλαστών που κάνουν οι καμπιλιές, (η χρήση τους είναι μόνο για σαλάτα. Οι ξηροί καρποί από το όσπριο καμπιλιές δεν μαγειρεύονται συνήθως)
παπούρα (η) = βαρύ αλέτρι στο όργωμα, άγονη Γή πάνω σε ύψωμα, λόφος, λοφοπλαγιά. Συνήθης φράση: Μωρη Μαρία! Να σκωθείς μωρή ταχινή ταχινή και να πάς εκεια ‘οπέρα στη παπούρα, και να δώσεις τσ ‘αίγας μνιάς σκοινιάς χόρτα (= Βρέ Μαρία, να ξυπνήσεις πολύ πρωί αύριο και να πάς απέναντι στο λόφο που είναι η κατσίκα δεμένη, και να τη δέσεις λιγάκι πιο πέρα όσο το μάκρος του σχοινιού της (Σημειωταίον το ”μωρη” = βρέ, δέν έχει πάντα ηβριστική ένοια )
παραδέρνω, βολοδέρνω = βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω
παραδόπιστος -η -ο = ευκολόπιστος
παραζιγανεύω = απατώ, αδικώ, δολιεύω -μαι
παραζούβαλα (τα) = τα μισερά, τα ελαττωματικά, τα καχεκτικά
παραθεσμιά (η) = χρονοτριβή, αναδουλειά, αναβολή, καθυστέρηση, αργοπορία. Συνήθης φράση η γνωστή παροιμία: Ενούς λεπτού δουλειά, χρόνου παραθεσμιά
παραθεσμώ = καθυστερώ, αναβάλλω, βραδύνω, αργοπορώ
παρακατσεύω, παρακατσεύγω, παραγατσεύγω = παραμονεύω, παρακολουθώ κρυφά χωρίς να φαίνομαι, παραφυλάσσω
παρακεντές (ο) = παρακατιανός, παράσιτος, τιποτένιος, ο τελευταίος
παραλαντίζω -μαι = παραλογίζω, ζαλίζω, σαστίζω. Συνήθης φράση: Επήγα και εθέριζα σήμερο στα τσίτσιλα τση μέρας και κόντεψα να παραλαντήσω απ τη ζέστη
παραμεργιάζω, παραμερώ = παραμερίζω, βάνω στην άκρη, βάνω στην άκρη το μικρό αρνί ή κατσίκι και δέν το αφήνω να πλησιάσει τη μάνα του να βυζάξει, σταδιακά εμποδίζω (σακάζω) το μικρό ζώο να βυζάξει, απογαλακτίζω
παρανόμι (το) = το δεύτερο όνομα που μπορεί να έχει κάποιος το οποίο του το έχουν προσάψει άλλοι, παρατσούκλι
παρανομιάζω = φωνάζω κάποιον με το παρατσούκλι του, πολλές φορές με σκοπό να του προκαλέσω θυμό
παραντουρώ = παραπαίω, παραπατώ
παραοργές, παραοράδες, παρακουζουλάδες, τροζάδες = τρέλες, βλακείες, σαχλαμάρες, χαζομάρες
παραπαντητές (οι) = εκείνοι που παραπαντούν τα οζά (τα παραμερίζουν), και μετά τα κλέβουν, ζωοκλέφτες
παραπαντώ = βάζω ή κάνω κάτι στην άκρη, παραμερίζω, βάζω χώρια, παίρνω κάτι και το διώχνω χωρίς να με δούνε, κλέβω. Συνήθης φράση: Πχιάσε και μάζωξε τσι πατάτες απο τ ‘ αυλάκι και παραπάντησέ τσι να μη τσι πατεί ο γάιδαρος (βάλε στην άκρη). Ή: Παραπάντισε εκειονέ το κλαδί τσ ‘ ελιάς να περάσει ο γάιδαρος (παραμέρισε). Η: Επαραπαντήσανε αθο το ποταμό τα οζα, και μετά τα πήρανε και φύγανε οι κλέφτες (εκλέψανε)
παραπετριές, παραπετρές (οι) = νύξεις, υπονοούμενα, σπόντες. Συνήθης φράση: Ηρεσέ τση σάικα η κοπελιά και σκέφτηκε πως θα ταίργιαζε του γιού τζη, κι ούλο παραπετριές επέτα
παραπόνεση (η) = παράπονο. Συνήθης φράση: Μετά από ετόσανά που μού ‘χεις προσφέρει, παραπόνεση δεν έχω
παραπροσωπίδι (το) = η λεπτή βλεννώδης μεμβράνη που έβγαζαν από το πρόσωπο του βρέφους κατά τη γέννηση ( Έθιμο: Το έβαζαν σε γυάλινο μπουκάλι και το περνούσαν από 40 κύματα, και από 40 λειτουργίες. Έτσι θεωρούσαν ότι γινόταν ένα δυνατό φυλαχτό για το μωρό, που θα το προστάτευε σε όλη τη ζωή του)
παράς (ο) = χρήμα, το ένα τέταρτο του γροσίου. Συνήθης φράση: Τρείς στο παρά. (απαξιωτική φράση). Η: Αυτός τον φυσάει τον παρά
παρασέρνω = σαρώνω, σκουπίζω με σκούπα χειρός
παρασθιά, παραστιά, πυροστιά (η) = τζάκι παλαιού τύπου για ζέσταμα και μαγείρεμα, δύο πέτρες κοντά, παράλληλες και παραλληλόγραμμες (παραστάτες), όπου πάνω τους τοποθετείται το τσικάλι
παρασκουντεύω = απασχολούμαι. Συνήθης φράση: Καλημέρα γείτονα: Ηντα παρασκουντεύεις ετά; (με τι ασχολείσαι)
παρασταίνω = παριστάνω. Συνήθης φράση: Ηντα στέκεις ετά και βαταλαλείς; Το δικηγόρο παρασταίνεις;
παραστάτες (οι) = αυτοί που στέκεται απέναντι ο ένας στον άλλο, οι δύο όρθιες πέτρες της πότας εκατέρωθεν η μια στην άλλη όπου επάνω εκεί πατάει ή ξύλινη ή πέτρινη δοκός που σηκώνει το βάρος του τοίχου, οι δύο στενόμακρες πέτρες της εστίας του τζακιού όπου απάνω τους τοποθετείται το τσικαλι
παραστεκουλίζω = κοντοστέκομαι. Συνήθης φράση: Επέρασε το Γιαννιό από το δρόμο οντε – ν εξεφουρνίζαμε τα ψωμιά, και σάικα του ‘ρθε η μυρωδιά στη μύτη και παραστεκούλιζε μιά ολιά ώρα, ελυπηθήκαμέ ντο και του φωνιάξαμε και του δόκαμε ένα ψωμί να το πάει τση μάνας του
παραστολιάζω = ακρωτηριάζω, μισερώνω (Ερωτόκριτος), σήμερα έχει την έννοια του κουράζομαι υπερβολικά λόγω σκληρής δουλειάς, απόκαμα από την κούραση
παραστρατίζω = λοξοδρομώ, ξεφεύγω από το δρόμο μου, φεύγω από τις ηθικές ή θρησκευτικές αξίες μου, φεύγω από το δρόμο του Θεού
παρασύρα (η) = σκούπα παλαιού τύπου, σκούπα από μουντί ή βρουλενια, διάφοροι θάμνοι, που χρησίμευαν για σκούπισμα κυρίως στα αλώνια. Μτφ. παρασύρα = όλα μαζί, γενικώς. Συνήθεις φράσεις: Πχιάσε τη παρασύρα και παράσυρε τα φύλλα τση μουρνιάς απο την αυλή. Ή: Τσι αγκινάρες να τσι κόβγετε παρασύρα, μή διαλέγετε μικρές ή μεγάλες.
παράσυρος (ο) = μεγάλη αυτοσχέδια σκούπα με κοντάρι, σκούπα με μεγάλο ξύλινο κοντάρι και στην άκρη είχε στερεωμένο θυμάρι ή άλλο θάμνο όπως το μουντί, και τη χρησιμοποιούσαν κυρίως στα αλώνια, ή σε στάβλους
παρατσάφαρα, νάκλια, καθαρογλωσσίδια (τα) = αστεία, ανέκδοτα, αινίγματα
παραφαγάς (ο) = ο ακάλεστος στο φαγοπότι του γάμου. Συνήθης φράση: Εκαλέσανέσε σύντεκνε στο γάμο; – Οι σύντεκνε, μα εγώ επήγα παραφαγάς
παραφορούμαι, αφορούμαι = υποψιάζομαι, έχω μικράν υπόνοια, υποπτεύομαι
παραωράδες, παραωργιές, τροζάδες, κουζουλάδες (οι) = τρέλες, χαζομάρες
παράωρος, παράουρος = πριν την ώρα του, αυτός που είναι εκτός τόπου και χρόνου, αυτός που ζει στο κόσμο του, κακοφτιαγμένος, εξαμβλωτικός, ανάπηρος, κακόπλαστος, παλαβός, τρελός
παρτάλια (τα) = κουρέλια
παρτήρω, παρτίρω, παρταίρνω = βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω, έχω υποστεί πολλά δεινά, έχω τραβήξει του Χριστού τα πάθη. Συνήθης φράση: Ένας θεός κατέχει ήντα επάρτηρα μοναχή μου να μεγαλώσω πέντε κοπέλια
πάρωρα, παρώρις, νυχτοπάρωρα = πολύ αργά
παρωρώ = αργώ, φεύγω βραδιασμένα. Συνήθης φράση: Επαρώρησα στο χωράφι και ήρθα νύχτα στο σπίτι
πάσα, πίκλια (τα) = νάζια. Συνήθης φράση: Το πάσο σου ασίκισα, γυναίκα δυό φορές σε κάνει..
πασαλής, μπασαλής (ο), μπασαλί, πουνιάλο (το) = αρχικά σωματοφύλακας του Πασά, μαχαίρι ζώνης, μαχαίρι με λαβή και θήκη για τη μέση του νέου. (Αρχικά λεγόταν πουνιάλο επι Ενετών, αλλά στην Τούρκικη επικράτηση, ονομάσθη μπασαλής (μπάς = ανώτερος, πρώτος και καλύτερος). Συνήθης φράσεις: (Στίχοι ενός τραγουδιού): Όσο θα ζώ το μπασαλή τ ‘ ασημοστολισμένο, αδελφοχτό μου θά ‘χω εγώ στη μέση μου ζωσμένο. Ή η σχετική κατάρα : Έ να φας μαύρο μπασαλί = να δεχτείς μαύρο μαχαίρι, εννοούσαν την εγχείριση, η μεγαλύτερη κατάρα, ήταν να ευχηθείς να εγχειριστεί κάποιος. Για τα ζώα βέβαια ”να φάει μαύρο μπασαλή”, εννοούσαν να σφαχτεί
πασαλίκι (η) = αραλίκι, η καλοπέραση, η ζωή σαν του πασά, αλλά και το πασαλάκι. Συνήθης φράση: Αυτή είναι ζωή, πασαλίκι κι άγιος ο θεός
πασίχαρος, πεσίχαρος -η -ο = ολόχαρος, ορεξάτος, μες τη καλή χαρά
πασκίζω = πασχίζω, προσπαθώ με πολύ κόπο
πασουλίδες, ξεπασουλίδες (οι), ξεπασουλιστήργια (α) = οδοντογλυφίδες, πολύ μικρά ξυλάκια κυρίως από θυμάρι, μικρά κατάλληλα ξυλάκια για χρήση οδοντογλυφίδας
πασουμάκια (τα) = είδος γυναικείου παπουτσιού, είδος παντόφλας
πασπάλη, άχνη, αλισάχνη (η) = άχνη ζαχαροπλαστικής
πασπάλι (το) = μες στη σκόνη (εγίνηκα πασπάλι = εγίνηκα ολοσκόνιστος). Συνήθης φράση: Επχιασε ο μικρός μια χαχαλιά χώματα και τα πέταξε στα μούτρα στο γυφτάκι και τού τα ‘καμε πασπάλι
πασπαλιά, πασπάλη (η) = μια χουφτιά. Συνήθης φράση: Επέταξέ του το κοπέλι μια πασπαλιά χώμα στη μούρη και εστράβωσέ τονε
πασπαλίζω = πιάνω με τη φούχτα μου και ρίχνω, (κυρίως αλάτι, ζάχαρη, τυρί τριμμένο κλπ) Συνήθεις φράσεις: Στο τσιγκέλι κρέμεται ένα κομμάτι κρέας και πασπάλισέ το με αλάτσι να μή πάει η μύγια. Ή: Πχιασε το πχιατο με το τριμένο τυρί και πασπαλισε το στα πιάτα με τα μακαρόνια.
πασπαρίτης (ο) = ο μη βουνίσιος (Οι βουνίσιοι θεωρούσαν ότι οι καμπίσιοι τρώνε όλες τις σκόνες και πασπάρους, ενώ εκείνοι ζουν στον καθαρό αέρα)
πασπαροπόδαρος = ο πεδινός
πάσπαρος (ο), πάσπαλη, πασπάλη (η) = κονιορτός, σκόνη, σκόνη των δρόμων, σκόνη από άχυρα σε αλώνια ή αλωνιστικές μηχανές , σκόνη η χολέρα των δένδρων κλπ
πασπατεύω, πασπατεύγω = ψάχνω, ψηλαφώ, ερευνώ, ψάχνω με τα δάχτυλα
παστάβι (το) = τόπι ύφασμα
παστενάγλα, παστανάγλα (η) = είδος καρότου
παστούκια (τα) = οι όρθιοι βλαστοί του φυτού χωρίς φύλλα και καρπούς, τα σκέτα παλούκια. Συνήθης φράση: Εφάγανε οι αίγες τα καλαμπόκια και δεν αφήσανε όξο μόνο τα ξερά παστούκια
παστουρώνω = παστώνω, βάζω πολύ ποσότητα, πασαλοίβω με πολύ υλικό. Συνήθης φράση: Επαστούρωσες το φαί με ένα σωρό αλάτσα, και δα δε τρώγεται
παστρεύω, παστρεύγω = καθαρίζω και σκουπίζω (κυρίως πρόσωπο χέρια πόδια, το τραπέζι κλπ) Συνήθης φράση: Πιάσε τη πετσέτα να παστρέψεις τα χείλια σου γιατί έχουνε λάδια
πατανία (η) = υφαντή κουβέρτα
πατέ, παθιά (η) = πατημασιά, ίχνη πέλματος ανθρώπου ή ζώου, μετρήματα σε βήματα όσο η πατούσα του ποδιού. Συνήθεις φράσεις: Ξάνοιξε επαέ, ακόμα φαίνουνται οι παθιές του γαιδάρου. Η: Μέτρα δέκα παθιές αοπαέ και δεκαπέντε από κειέ και θα βρεις που ήτανε το σύνορο
πατέλης, πατελάρος, κούτρης (ο) = ο φαλακρός
πατέρνω, μπατέρνω, μπατάρω, πατάρω = λαμβάνω υπ ‘οψιν μου, εκτιμώ, υπολογίζω, βγάζω την υποχρέωση, υποφέρω. Συνήθεις φράσεις: Καλά, για ένα κέρασμα που σου πρόσφερα, εμένα δε μου λέει πράμα, άμα δεν έρθεις στο σπίτι να σου κάμω και το τραπέζι, εγώ δεν το πατέρνω. (δεν θεωρώ πως έβγαλα όλη την υποχρέωσή μου)
πατιμέντο (το) = όροφος ( Ιταλ. patimento)
πατιρντί (το) = μεγάλος θόρυβος, φασαρία, αναστάτωση, ξυλοδαρμός
πατούλια (η) = παλαιότερα ένοπλη συντροφιά, κατηγορία ανθρώπων, παρέα συνομηλίκων, παρέα. Συνήθης λαϊκή φράση: Ηντα να σου κάμει και ένας καλός, σε μια κακή πατούλια
πατούχα (η) = πέλμα ποδός
πατούχας (ο) = αυτός που έχει μεγάλη πατούσα
πατσαβούρα (η) = ιδέ: πατσάβρα
πατσάβρα (η) = παλιόπανο της κουζίνας, πατσαβούρι, πατσαβούρα, μτφ, η βρώμικη, ελεεινή και άχρηστη γυναίκα, αυτή που έχει βρώμικη ψυχή, η πονηρή. Συνήθης φράση: Ε τη πατσάβρα, δεν εσκέφτηκε μηδε τα κοπέλια τση οντε -ν ήκανε τσι βρωμιές τση
παχάκια (τα) = άγρια χόρτα με κίτρινα λουλούδια, η άγρια καλέντουλα. Συνήθης φράση σχετική με παλιές οδηγίες για το τι δεν πρέπει να τρώνε τα κουνέλια: ”Τα ογρά χόρτα τα τσιλιούνε, τα παχάκια τα φουσκιούνε, και τα φλομάκια τα ψοφούνε”
πάχνη (η) = παγωμένη πρωινή δροσούλα
παχνιά (η) = η ποσότητα άχυρου ή σανού, που θα φάει το γαϊδούρι άλογο κλπ. η ποσότητα άχυρου ή σανού που χωράει στη ματζαδούρα του ζώου (φάτνη), το φαΐ σε σανό ή άχυρο μιας βραδιάς του ζώου. Συνήθης φράση: Αμε να βάλεις των εχνώς (ζώων) από μια παχνιά άχερα
παχουλομπρατσάτη (η) = αυτή που έχει παχουλά και αφράτα χέρια
παχτώνω = εξαγοράζω αλλουνού το χορτάρι (ξερό ή δροσερό) στο χωράφι, με σκοπό να το ταΐζω στα ζώα μου. Στη συνέχεια το ”σαμώνω” καρφώνω πέρα πόδε κλαριά μεγάλα συνήθως χαρουπιάς, ή πικροδάφνης, και αυτό δηλώνει ότι το χωράφι αυτό είναι πλέον παχτωμένο. (η τροφή δηλ είναι εξαγορασμένη). Οι γύρω βοσκοί, βλέποντας τις ”σαμιές”, τα σημάδια δηλαδή με τα κλαριά, δεν βάζουν μέσα τα δικά τους γιγοπρόβατα
πάψη (η) = παύση. Συνήθης φράση: Μπά να κατέχεις πότες έχουνε πάψες τα σκολιά;
πεδουκλώνω, περδουκλώνω, μπερδουκλώνω -μαι = μπερδεύω -μαι
πεδούλι, πετσάκι (το) = μικρό πετσί κυρίως για μπαλώματα, κομμάτι κατεργασμένο παχύ δέρμα ζώου, που χρησιμοποιείται για διάφορους σκοπούς, σε ιμάντες του σαμαριού, χαλινάρια, μπαλώματα σε υποδήματα, σε σφεντόνες κλπ
πεζεβέγκης (o) = άτιμος, μαστροπός, παλιάνθρωπος. (Τουρκ. pezevenk)
πεζεύω, πεζεύγω, πεζέφνω, ξεπεζεύγω, ξεπεζέφνω = κατεβαίνω από το γαϊδούρι ή το άλογο
πεζούλα (η) = φυσικό ή τεχνητό ίσωμα σε πλαγιά, ίσιωμα για καλύτερο όργωμα, ή για κράτημα του εδάφους να μην το πάρει το νερό της βροχής και για καλύτερη ανάπτυξη φυτών και δένδρων
πεθιούμαι, πεθιέμαι = πετάγομαι. Συνήθης φράση: Καί εκειά που τρέχαμε πεθιέται ένας λαγός και ξiπάστηκε ο γάιδαρος
πελέκι (το) = μεγάλη πελεκημένη πέτρα
πεμπάτος -η -ο = σταλμένος, αν ήμουν πεμπάτος = αν είχα πάει. Συνήθης φράση; Από το θεό ήτονε σάικα πεμπάτος και ήρθε στη κατάλληλη στιγμή
πέμπω = στέλνω
πένια (τα) = παινέδια, έπαινοι
πενιέται = παινεύεται
πεντακλερος -η -ο = ο τελείως άκληρος
πενταρολόικες (οι) = οι δουλειές κατά τις οποίες ο ιδιοκτήτης κρατά πέντε μέρη, και ένα μέρος ο εργάτης. Στις πενταρολόικες ελιές έπερνε πέντε σακιά ελιές το αφεντικό, και ένα ο εργάτης, αλλά συνήθως τα έξοδα ήταν όλα του ιδιοκτήτη
πεντάρφανος -η -ο = ορφανός κι από μάνα και από πατέρα
πεντέκλερος -η -ο = άτυχος, δυστυχής
πεντοζάλης (ο) = κρητικός πολεμικός πηδηχτός χορός με πέντε ζάλα
πεντόλιρα (η) = χρυσό νόμισμα αξίας πέντε λιρών. Χρυσό νόμισμα πέντε λιρών που κρεμούσαν στο λαιμό, έφτιαχναν σκουλαρίκια κλπ
πεπελός -η -ο = παλαβός (λέξη από την Ερωφύλλη)
πέρα πώδε = απο δώ κι απο κεί, σκορπιστά
περαματίζω = περνάω τις κλωστές του αργαλιού στα μιτόχτενα και μετά αρχίζω την ύφανση
περαντωμένος -η -ο = κλειδωμένος. Συνήθης φράση: Ξάνοιξε να ιδείς αν είναι η πόρτα περαντωμένη
περαντώνω = κλειδώνω, μανταλώνω
περασά (η) = διάβαση, δρόμος που οδηγεί κάπου
περασάρης (ο) = περαστικός. Συνήθης φράση: Ημουνε περασάρης μια μέρα από το χωράφι σου, και είδα τη ζημιά που σου κάμανε τα οζά
περασάρικα (τα) = τα διαβατάρικα, αυτά που έχουν περάσει, τα αποδημητικά
περβάζι, πρεβάζι (το) = πλαίσιο παραθύρου ή πόρτας
πέργελος = περίγελος, εμπαιγμός
περγελώ = περιγελώ, κοροϊδεύω, ειρωνεύομαι
περδικοστηθάτη, περδικόστηθη (η) = η κοπέλα με ίσιο και στητό κορμί, η στιλάτη και καμαρωτή
περικοκλάρι, περικοκλάδι, αμπελικλάδι (το) = (κοινώς ιπόμαια) φυτό εδάφους με μακριά πλεγμένα βλαστάρια, την άνοιξη το φυτό κάνει μωβ λουλούδια σαν χωνιά, αγαπημένη τροφή ζώων
περισσοκαυχούμαι = καυχώμαι υπερβολικά
περίτου = ο οποίος, καθ ‘οτι, περι του οποίου, προ πάντων
περλαμπαστά = αγκαλιασμένα
περλαμπαστός –η -ο = αγκαλιαστός
περτάκι, μπερτάχι, μπερτάκι (το) = ξυλοδαρμός
περτσές, μπερτσές (ο) = χαίτη του αλόγου, όνου κλπ
πεσιχαρίζομαι = κάνω χαρές
πεσκίρι (το) = προσόψιο, πετσέτα προσώπου
πεσμαθιά, πεσματέ = το πέσιμο
πεσοβράκης (ο) = ο αχαμνός, αδύνατος, κακομοίρης
πετάσι (με έκανες) = ειρωνικά η φράση: ”με το πετάσι με έκανες” = δεν ευχαριστήθηκα από την εργασία που μου προσέφερες. Συνήθης φράση: Ε και ήντα πως μου μάζωξες δυό κιλά ελιές, ήκαμες με με το πετάσι!
πετάσι (το) = τσουλούφι πάνω από το μέτωπο, μόδα του ’60 των αγοριών του Δημοτικού, τα μαλλιά ήταν κομμένα με τη ψιλή, αλλά μπροστά πάνω από το μέτωπο υπήρχε μια τούφα μαλλιά μεγαλύτερα
πετεινονούσης (ο) = ο κοκορόμυαλος, αργόστροφος
πετρίτης (ο) = είδος γερακιού. Μτφ ο ήρωας
πετροκαρδίζω = κάνω την καρδιά μου πέτρα, αντλώ κουράγιο, βαραίνει η καρδιά μου
πετροκοπιό (το) = νταμάρι που βγάζουν πέτρες του χτιρίου
πετρολεκανίδα (η) = παλιό πήλινο σκεύος σε σχήμα λεκάνης για οικιακή χρήση
πετροπέρδικα (η) = η πέρδικα που ζει στα βουνά, η κοπέλα η αεράτη, εκείνη που έχει βουνήσιο αέρα
πέτσα, κανεβάτσι (η) = η πετσέτα του σπιτιού που σκουπίζουν το τραπέζι, πατσαβούρι
πέτσα, πετσί (η) = δέρμα ζώου κατεργασμένο, το σκληρό δέρμα, τμήμα ανθρωπίνου δέρματος που έχει σκληρύνει όπως οι φτέρνες από πολύ περπάτημα χωρίς παπούτσια, ή ανάμεσα στην παλάμη του χεριού από χειρονακτικές εργασίες, επίσης το κακάδιασμα πληγής αλλά και η πόσθη του πέους (εξ ου και ο πέτσας = μαλάκας)
πετσάκι, πεδούλι (το) = κομμάτι κατεργασμένο δέρμα ζώων, που χρησιμοποιείται για διάφορους σκοπούς, σε ιμάντες του σαμαριού, χαλινάρια, μπαλώματα σε υποδήματα, σε σφεντόνες των παιδιών κλπ
πετσαλιδιάζει = με το καιρό σκληραίνει και κάνει πέτσα, όπως μια εξωτερική πληγή, εσωτερικά τα δάχτυλα των χεριών από σκληρή εργασία, οι πατούσες από περπάτημα χωρίς παπούτσια κλπ. Συνήθης φράση: Ήσκαβα όλη μέρα και επετσαλιδιάσανε τα χέργια μου απο το σκαπέτι
πετσαλιδιασμένος -η -ο = γεμάτος πέτσες
πετσοντανίζω = τραβώ και τινάζω δεξιά αριστερά, ξεσχίζω. Συνήθης φράση: Ε κακομοίρη μα επήρε ο σκύλος τη μπλούζα σου και την επετσοντάνιζε πέρα πόδε!
πετσοπαίγνιδο (το) = ποδόσφαιρο, κλωτσοσκούφι, παλιό παιγνίδι με αυτοσχέδια μπάλα από πετσί παραγεμισμένο με πανιά ή άχυρα κλπ. Μπορεί να ήταν απλά και μια μπάλα από διάφορα παλιά ρούχα, κάλτσες κλπ τυλιγμένα όλα μαζί και δεμένα καλά εξωτερικά με λουρίδες πανιών
πετσοσέρνω = τραβολογώ άτσαλα, τραβολογώ κυρίως ζώο που δεν δέχεται και το τραβώ με το ζόρι, επι ανθρώπων σημαίνει τραβολογώ άσκοπα. Συνήθης φράση: Καλά, δεν μπορείς να πάς μόνος σου? Είναι ανάγκη να πετσοσέρνεις και μένα;
πετυλαχαίνω = πετυχαίνω, συναντώ κάποιον κάπου, βρήκα ή ανακάλυψα κάτι τυχαία. Συνήθης φράση: Και εκειά που λαγόνευγε ο σκύλος μου σε μοά δόση πετυλαχαίνει και το λαγό
πέφτω = προσπίπτω, ζητώ συγνώμη, ρίχνω τα μούτρα μου, παρακαλάω κάποιον για κάτι. Συνήθης φράση: Εθάργιε πως θα -λα πάω να του πέσω να μου δανείσει λεφτά
πεχίνι, άμπα = στο χέρι, με τη προκαταβολή στο χέρι. Συνήθης φράση: Δός μου εμένα το χωράφι και θα πάρεις τα λεφτά πεχίνι
πήα = πήγα
πηλά = λάσπες. Μτφ ”ήπεσα στα πηλά” – έπεσα σε κακή οικογένεια
πιάνω φύλλα φτερά = διασκορπίζομαι
πιάσμα, μπγιάσμα (το) = μικρή ποσότητα από οτιδήποτε, ένα μάτσο, μια φούχτα, μια μικρή αγκαλιά σανό χόρτα κλπ . Συνήθεις φράσεις: Φέρε από το περβόλι ένα πγιασμα άνηθο. Ή: Πετάξου να κόψεις ένα πιάσμα ξυνίδες να τσι πετάξεις των ορνηθώ
πιθέματα (τα) = τα χαρακτηριστικά. Συνήθης φράση: Τόν είδες το γαμπρό? έχει πολύ καλά πιθέματα (= έχει όμορφα χαρακτηριστικά)
πίθηκας (ο) = λύχνος (Λασίθι, ενώ στα Χανιά ο λύχνος λέγεται καλικαντζάρη)
πίκλια (τα) = σκέρτσα, νάζια, καμώματα, κοπλιμέντα
πικρούσα (η) = πικραλίδα, είδος άγριου ημιτοξικού ραδικιού βρώσιμου αλλά όχι σε μεγάλες ποσότητες, αγριομάρουλο, κοινώς ταραξάκο
πιλώθω = σφίγγομαι, βάζω ζόρισμα να κάνω κάτι, όπως να γεννήσω, να αφοδεύσω κλπ, σπρώχνω, γενικά κουράζομαι και ταλαιπωρούμαι να κάνω κάτι. Συνήθεις φράση: Ηντα πιλώθεις κακομοίρη και σάζεις ετόσουσας τροχάλους, που αύριο μεθαύριο θάρθουνε οι χοχλιδολόοι πάλι και θα στσι γκρεμίσουνε
πιλώματα (οι) = οι σπασμοί του τοκετού
πίνακας (ο) = είδος μεγάλου σκεύους των βοσκών για να τυροκομούν το γάλα
πινάκι (το) = παλιό δοχείο χωρητικότητας περίπου ενός πιάτου ή ενός λίτρου
πιπιρόλι (το) = μικρό στόμιο δοχείου, εξωτερικό σωληνάκι, βρυσούλα
πίργια, πίρια, μπίργια (η) = το μικρό χωνί
πισοκαύκι (το) = η πίσω περιοχή του κρανίου
πίσσης (ο) = ο κολασμένος
πίτερα (τα) = πίτουρα
πιτήδιος, επιτήδιος –α -ο = ειδικός, ικανός
πιτηδιοσύνη, επιτηδιοσύνη = ικανότητα, ταλέντο
πιττακώνω = πιέζω, πιέζω κάτι να το κάνω σαν πίττα. Συνήθης φράση: Πιτάκωσέ τα καλά τα ρούχα στο σακί να χωρέσει άλλα τόσα
πιτταρίδα (η) = αυτό που έχει το σχήμα πίττας (εξού και οι συκοπιτταρίδες που είναι τα αποξηραμένα σύκα, αυτά που είναι πεπιεσμένα). Συνήθης φράση : Ηπεσέ μου καημένε το τυροζούλι απ΄τα χέργια, και γίνηκε χάμαι μιά πιτταρίδα
πλάκα (η) = καλαμπούρι, ταφόπλακα, η μαθητική πλάκα των παιδιών Α’ Δημοτικουα
πλαντώ, πλαντάσσω = άγχομαι, αποπνίγομαι, δυσκολεύομαι να αναπνεύσω
πλεχταριά (η) = πλεχτή, κυρίως τα πλεγμένα μεταξύ τους πολλά μαζί βλαστάρια από τα κρεμύδια ή σκόρδα
πληθερές (οι) = περισσευούμενες
πλημμάρι = μούσκεμα
πλήσος, πλήσιος –η -ο = άφθονος (από τον Ερωτοκ.)
πλιά, πλιό, πχιά, πχιό = πιο
πλιγούρι (το) = χονδροαλεσμένο σιτάρι, πρόχειρο φαγητό με το αλεσμένο σιτάρι βρασμένο με νερό, γλυκός τραχανάς
πλοκιό (το) = ιστορία, πλοκή έργου
πλουμί, πλουμίδι (το) = στολίδι
πλουμιστός –η -ο = στολισμένος
πνιγάρης (ο) = αυτός που έχει τάσεις να πνίγει, ο σκύλος που πνίγει κυρίως κοτόπουλα
ποβαβαλίζω, βαβαλίζω = διαχωρίζω με τα δάχτυλα, βάζω στο κόσκινο σιτηρά ή όσπρια και το κουνάω δεξιά αριστερά να χωρίσουν τα άχρηστα, έπειτα τα διαχωρίζω με τα χέρια, διαλέγω με τα χέρια και πετάω τα σκάρτα, διαχωρίζω με τα ακροδάχτυλα σκαλίζοντας απαλά. Συνήθης φράση: Πχιάσε το κόσκινο με το στάρι, κοσκίνισέ το και ποβαβάλισέ το να διαλέξεις την ήρα από το στάρι
ποβατσουνιάζω = σουφρώνω, μαζεύομαι, συστέλλομαι. Συνήθεις φράσεις: Μα δέν ήφαες τσί πατάτες καημένε; Ε φάτσει εδά απου κρυώσανε και ποβατσουνιάσανε. Ή: Είδες τη πληγή μου στο γόνατο; εποβατσούνιασε και έκαμε κάκαδο
ποβγάνω, απβγάνω = διώχνω, αποβάλλω
πογέρνω = απομακρύνομαι, φεύγω και χάνομαι απο τα μάτια. Μτφ. αποδημώ εις Κύριον, Συνήθης φράση: Γιά το Κωστή λές; Πάει, επόγειρε αυτός (πέθανε)
πογιαγέρνω = επιστρέφω αυτά που μου έχουν δώσει
πογυρίδι (το) = στρίφωμα, το κάτω μέρος από το μπατζάκι ή το φουστάνι
ποδαγκώνομαι, ποδαγκώνουμαι, αποδαγκώνομαι = δαγκώνομαι από αμηχανία
πόδε = εδώ. Συνήθης φράση: Κοπέλια ελάστε πόδε
ποδέχομαι = υποδέχομαι
ποδιαλέγουρα, αποδιαλέγουρα, ποδιαλέουρα, κακοτερένεια (τα) = ότι απέμεινε από τα διαλεγμένα, τα σκάρτα, τα δεύτερης κατηγορίας
ποδιασκελώνω -ιζω = δρασκελίζω, ανοίγω τα πόδια προκλητικά. Συνήθης φράση: Δέν την είδες πως εποδιασκέλωσε τη μάντρα να περάσει και κοντό δεν εντράπηκε?
ποδιαφωτίζει = αρχίζει να ξημερώνει
ποδίδω, παντοκώ, κακοποδίδω = καταντώ. Συνήθης φράση: Μα ήντα να σου κάμω γω ετσά που πάντοκες (κατάντησες)
ποδόματα, αποδόματα (τα) = αποτελέσματα, κατάντιες
ποδυναζομαι, αποδυναζομαι = αντέχω, υπομένω
ποθαίνω = πεθαίνω, δέ, αντέχω άλλο, έχω μεγάλη λαχτάρα. Συνήθεις φράσεις: Απού ποθάνει με πολλούς, θάνατο δε φοβάται. Ή: Ποθαίνω τση πείνας. (δεν αντέχω)Ή: Αφου το κατέχεις πως ποθαίνω να φάω ένα τέθειο φαί (έχω μεγάλη λαχτάρα)
ποθές = πουθενά
ποθέτω = εναποθέτω, τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω. Συνήθης φράση: Πχιάσε μου το σακί με τη τροφή τω(ν) πουλιώ(ν) και πόθεσέ το πάνω στο βαρέλι
ποθιάζω, πουντιάζω = κρυώνω
ποκάνω, αποκάνω = τελειώνω
ποκαρπίζω = τεμπελιάζω και παχαίνω (αφορά ζώα)
ποκατωθιός, αποκατωθιός, ποκατωθιό = από κάτω (Ανώγεια)
ποκιονέ, φτίονε, φτούνε φτού = αυτό εκεί (όταν δεν θυμούνται πώς το λένε)
ποκουντουρίζω, κουντουρίζω, αποκουντουρίζω = κάθομαι παράμερα παραπονεμένος, με πιάνει το παράπονο και δεν μιλάω, πεισμώνω
ποκρατώ, αποκρατώ = κρατάω καβάντζα για τα στερνά μου, αποταμιεύω για να έχω στα δύσκολα, κρατάω υπόλοιπο για να μή χάσω το είδος. Συνήθεις φράσεις: Αποκτάθιε γέρο να ‘χεις, τη τιμή όπου κι αν λάχεις (παροιμία). Ή: Θαρρώπως αποκρατώ ακόμη μιαολιά σπόρο από κειονά το φυτό
ποκρεμούμαι = (για ανθρώπους) αποκρεμιέμαι, τεντώνομαι να φτάσω κάτι. (Για ζώα) ανασηκώνομαι στα πισινά μου πόδια να φτάσω τα κλαριά του δένδρου η το φράχτη, στέκομαι όρθιος και ανασηκώνω το κεφάλι μου να φάω τη τροφή από δένδρο πάνω από μάνδρα, φράχτη κλπ
ποκριγιώνω, αποκριγιώνω = τσουκνίζω
πολεμώ = προσπαθώ. Συνήθης φράση: Μιά ώρα πολεμώ να το φτιάξω μα πράμα
πολυαγαπώ (η) = η αγαπητικιά, η πολυαγαπημένη
πολυταρίχνω, απολυταρίχνω, απολυταρώ, πολυταρώ = ρίπτω μακριά, πετάω κάποιο αντικείμενο μακριά
πολυφαμελίτης (ο) = αυτός που έχει μεγάλη οικογένεια
πομεινάρκος -η -ο = εναπομείνας, ο υπόλοιπος που έχει μείνει
πομένω = μένω, μένω πίσω, απομένω, περισσεύω, μένω υπόλοιπο, μένω στην ίδια τάξη. Συνήθεις φράσεις: Επόμεινε πάλι ένα αρνί πίσω στο δρόμο μόνο γιαγειρε να το μεζέψεις. Ή: Αντε κοπέλια μα δυό ελιές μασ -ε πομείνανε. Η: Επόμεινε πάλι το κοπέλι στην ίδια τάξη
πομπαίνω, χλυαίνω = κρυώνω. Συνήθεις φράσεις για το καυτό φαγητο: Ασε το πιάτο μια ολιά ώρα στο παραθύρι να πομπάνει. Ή: φύσα το πχιάτο σου να χλυανει
πομπές (οι) = ντροπές
πονάματος (ο) = πόνος στο μάτι όπου γεμίζει τζίμπλες
πονετικός -η -ο = ο λυπησιάρης, αυτός που αισθάνεται συμπόνια
πονθιάζω, ποθιάζω = πουντιάζω, κρυώνω, φταρνίζομαι
πόντα (η) = πούντα, κρύωμα
ποντεμιάζω, παντεμιάζω = ξεπέφτω, αδυνατίζω, εξαντλούμαι κυρίως από την κούραση ή από την πείνα
ποντεμιασμένος -η -ο = ο έχων αίσθημα κόπωσης και ατονίας από κούραση, πείνα ή και τα δύο μαζί
ποξανοίγω, ξανοίγω = φροντίζω στα γεράματα, περιποιούμαι κάποιο στα στερνά του. Μτφ. Μένω αποχασκούμενος. Συνήθεις φράσεις: Εσύ έχεις καλά κοπέλια και μιά μέρα στα γεράματα θα σε ποξανοίξουνε. Ή: Φάε Μαργιό μου το φαί σου γιατί θα στο φάει ο αδερφός σου και θα ξανοίγεις
ποπανωθιός, αποπανωθιός, ποπανωθιό = επιπλέον. Συνήθης Ανωγειανή παροιμιώδης έκφραση: Ποπανωθιός του κερατά, ξυλιές του βγαίνα κι όλα (Δεν φτάνει που τον κεράτωσε η γυναίκα του, ξύλιές θένε να του δώσουν κι από πάνω)
ποπεραθιό, αποπεραθιό = στην απέναντί πλευρά (Ανωγειανή φράση)
ποπισωθιό, αποπισωθιό = από πίσω (Ανώγεια)
πορδή (η) = φυσικός εξαερισμός σώματος με ήχο, εξαέρωση του οργανισμού με διάφορα ηχητικά. Μτφ, ο άνθρωπος ανάξιος λόγου
πορδόμυλο, πορδότζενο (επήρε) = φεύγει και τρέχει υπερβολικά. Συνήθεις φράσεις: Ησπασε το ρίφι (το σχοινί) και πήρε πορδόμυλο και αγλάκα αθό ντο ργυάκι. Ή: Εξετζένιωσε ο γαιδαρος και πήρε πορδότζενο (πηδώντας γκαρίζοντας) και εσπαλάθωσε αθό τη παπούρα κα ήσερνε και το σκοινί με το τζένιο
πορεύομαι, πορεύγομαι = ακολουθώ πορεία, ακολουθώ την πορεία της λογικής μου, διάγω βίων κατά έτσι που θέλω
πορίζω = βγαίνω έξω, φεύγω, αναχωρώ, βγαίνω από το σπίτι, βγαίνω από το μαντρί ή τη κλούβα κλπ (αφορά ζώα). Συνήθης φράση: Εγώ γυναίκα θα πορίσω, λέω να πάω μέχρι το καφενείο
πορόκλαδο (το) = κλαδί δένδρου πού φράσσει τους κήπους ή τις μάντρες να μην μπαινοβγαίνει κόσμος ή ζώα
πορουβάσσω, ρουβάσσω = έχω τη κακή συνήθεια απ ‘όπου περνώ να ορμώ σε ξένες ιδιοκτησίες και να κλέβω ή καταστρέφω. (Συνήθως τα ζώα με την πρώτη ευκαιρία ορμούν σε ξένες ιδιοκτησίες, και οι άνθρωποι πάλι ορμούν σε ξένα χωράφια και κλέβουν ότι βρουν)
πορπατάρης, περπατάρης (ο) = αυτός που πάει με τα πόδια, ο διαβάτης, ο πεζός (θηλ περπαταριά)
πορπατώ, προπατώ = περπατώ
πορτάλι (το) = πορτάκι
πόρτεγο (το) = χώρος υποδοχής, καθιστικό
πορτομάγουλα (τα) = τα πλαϊνά της πόρτας
ποσάζω = αποτελειώνω, αποπερατώνω μια κατασκευή, ολοκληρώνω το έργο μου, περιποιούμαι, ταχτοποιώ. Μτφ βοηθάω και μεσολαβώ να συμφιλιωθούν δύο άνθρωποι ή τελειώνω ένα προξενιό
ποσέρνω, αποσέρνω = κρατώ κληρονομικές καταβολές, κατάγομαι. Συνήθης φράση: Αυτός αποσέρνει απο τσι Ρετζέπηδες
ποσκιάζει, αποσκιάζει = σκιανεύει
ποσπέρασι, αποσπέρασι = από βραδύς
ποστομώνω = κλείνω με τον τρόπο μου το στόμα του άλλου
ποστραβώνω -μαι = στραβώνομαι να δώ το σωστό, ξεγελώ κάποιον ή ξεγελιέμαι , εξαπατώ ή εξαπατιέμαι, ξεχνάω, δεν μου πέρασε από το μυαλό. Συνήθεις φράσεις: Εποστραβώθηκα και δεν επήρα και τα λεφτά να πληρώσω ντελόγω και το λογαριασμό. Ή: Εποστράβωσά τονε και αντί λάδι, του ‘δωκα τριγές
ποσφονιάζω = στίβω, στρίβω το βρεγμένο πανί η ρούχο ή σφουγγάρι να φύγει το νερό να στεγνώσει πιο γρήγορα
ποτάσσω = αποκτώ, αγαθά που αποκτώ στη ζωή μου. Συνήθης φράση: Εγώ σου δίνω μια ευκαιρία να αποτάξεις χίλια πρόβατα, μα άμα δε θές…τρίχα!
πουλάρι (το) = νεαρό άλογο ή γαϊδούρι
πουλί (το) = γραμματόσημο
πουλιάζω = μουτζώνω
πουλιάζω, πουλιδιάζω, σφακελώνω = δίνω μούτζα
πουλιτσά (η) = φωλιά των πουλιών
πούλος (ο), σφακελιά, σφακελέ (η), σφάκλελο, πουλίδι (το) = μούτζα
πούλουδα (τα) = τα λούλουδα. Συνήθης φράση: Ο κάμπος με τα πούλουδα και με τσι πρασινάδες
πουλουδιάζω = λουλουδίζω
πούμα (το) = το καπάκι της κατσαρόλας
πουνιαλιά (η) = μαχαιριά
πουνιάλο (το) = μαχαίρι κρητικό
πουργεύω, πουργεύγω = βοηθάω το τεχνίτη στο χτίσιμο κουβαλώντας πέτρες, λάσπη κλπ
πουργός (ο) = βοηθός κτίστη
πούρι, ζάβαλε = πράγματι, λοιπόν, βέβαια, αλήθεια, όμως. (Ιταλ pure)
πουρνό (το) = πρωί
πουσουνιά (η) = η αγορά σε ψώνια ή οτιδήποτε. Μτφ το ταίρι που βρήκε κάποιος και έβαλε στο σπίτι του. Συνήθεις φράσεις: Καλή πουσουνιά ήκαμες συντεκνε με τονα το χωράφι που ‘γόρασες. Ή: Ε καημένε γιόκα μου, μα ήκαμες και συ μια πουσουνιά με τηνα που ανεμάζωξες…
πουσούνια (τα) = ψώνια
ποχερίζω, αποχερίζω = προσφέρω, δίνω φιλοδωρήματα, δίνω κέρασμα με καραμέλες ξηρούς καρπούς σταφίδες, κουλουράκια, κουραμπιέδες κλπ
πραγαλιάζω = ηρεμώ, γαληνεύω
πραγιός (ο) = πράος, ήρεμος, εξημερωμένος. Συνήθης φράση: Πραγιό πραγιό είναι τουτονά το μουλαράκι
πράμα = τίποτα απολύτως, πράγμα, κατάσταση. Συνήθεις φράσεις: Εγώ δε θυμούμαι πράμα ετοσονά καιρό. Ή: Φέρε κιά πράμα να φάμε κι ότι να ‘ναι. Ή: Αμα είναι ετσά το πράμα, άστο καλύτερα.
πραματευτής, βορδονάρης (ο) = πλανόδιος πωλητής
πρεζεστάρω (σε στο Θιό) ή στο Θεό σε πρεζεστέρνω = σε εξορκίζω
πρεμαζώνω, ανεμαζώνω = περιμαζεύω, μαζεύω ότι βρώ στο δρόμο
πρεπίζω = ευπρεπίζω κάποιον, τιμώ κάποιον
πρεπό = πρέπον
πρέπως, πρέπει = μαθές . Συνήθης φράση: Κατα που τα λές, ετσά ναι πρέπως
πρήστος (ο) = ανώρημο σύκο, ενίωτε και το ανώριμο μούρο
πρίκα, σφάκα (η), φαρμάκι (το) = πίκρα, πικρή γεύση
πρικιός, πρικύς, ολόπρικιος (ο) φαρμάκι (το), σφάκα (η) = ο πικρός, αυτός που έχει πικρή γεύση
πρίνος, κατσοπρίνι (το) = πουρνάρι, αγριοβελανιδιά
πριτσίκουρας, περτσίκουρας (ο) = το έντομο της πατάτας, έντομο με δαγκάνες περίπου 3 εκατοστών που τρυπά την πατάτα και την καταστρέφει
πρίχου = πριν, προτού. Συνήθης η λαική φράση: Πρίχου να κόψεις το πανι, καλά να το μετρήσεις
προβαίρνω ή προβέρνω = βγαίνω έξω απο την πόρτα, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, φανερώνομαι. Συνήθης φράση οι στίχοι του τραγουδιού: Πρόβαλε μάνα του γαμπρού και πεθερά τση νύφης, να ιδείς τον όμορφό σου γιό μικά κόρη που σου φέρνει
προβέντζα (η) = η δροσούλα (Α. Κρήτη)
προημερνές, προ καιρού = τις προάλλες. Συνήθης φράση: τσι προημερνές που κατάβηκα στο παζάρι, πουλούσανε τσι όρνηθες μισιτιμής
πρόσαργο (το) = πρωτού το βράδυ, απόγευμα. Συνήθης φράση: Ανε τη δεις το πρόσαργο θα σου φανεί σα κούκλα, μα ανε τη ιδείς το πρωινό θα σου φανεί πανούκλα
προσοβάρω = δοκιμάζω
προσώμι (το) = ύφασμα που μπαίνει στον ώμο για τη μεταφορά του σταμνιού
προσώρας = προς το παρόν, για την ώρα
πρότινος = προ καιρού
προυκανάδοχος (ο) = προξενητής ( απο τον Ερωτόκριτο)
προυκάρης (ο) = αυτός που μεταφέρει τα προυκιά
προυκιά (τα) = προικιά
προψές = προχτές
πρωτοβρέξα (τα) = οι πρώτες Φθινοπωρινές βροχές
πρωτόγενη (η) = εκείνη που έχει γεννήσει πρώτη φορα
πρωτολιού = πρώτη Ιουλίου
πυρόβολος (ο) τσακμάκι (το) = παλιού τύπου αναπτήρας. ο πυρόβολος έιχε μόνο πέτρα καί μακρύ φυτίλι, άναβε απλά με τη σπίθα γυρνώντας τον τροχο με το εσωτερικό μέρος της παλάμης μέσω της πέτρας. Το τσακμάκι σαν μεταγενέστερο, έπαιρνε εφλεκτο υγρό κυρίως πετρέλαιο απλά ανοίγοντας και κλείνοντας με τον αντίχειρα το καπάκι του
πυρόμαχος (ο) = το χτίσημο που περιλαμβάνει μέσα το τζάκι, την άνω βάση βάση του τζακιού μαζί με τίς δύο πέτρες που τοποθετείται το τσουκάλι, ο χώρος όπου ζεσταίνεται και ακτινοβολεί θερμοκρασία
πυρώνω- μαι = ζεσταίνω-μαι , είμαι κοντά στο τζάκι ή στη σόμπα και ζεσταίνομαι, αλλά και πυρώνω (κλωσσώ) τα αυγά
πυτώ, πυτίζω = ραντίζω με υγρό που έχω στο στόμα μου, ψεκάζω με το στόμα. Συνήθης φράση: Αμε να φέρεις ένα ξερό θύμο (θυμάρι) και πύτιξέ το γύρου γύρου με ζαχαρόνερο, κρέμασέ το κάπου, κι αφού κάτσουνε απάνω ούλες οι μύγες, πχιάσε μετά ένα φάρδο (σακί) και χώσε τσι όπως είναι μέσα, μετά άδειασέ τσι στη φωθιά να καούνε τα φτερά ντως
πχαίνω = πηγαίνω, πηγαίνω στα ξένα, φεύγω. Συνήθης φράση: Αντλεστε να πχαίνουμε, μα καλά μας είναι μπλιό. Ή στίχοι απο τον Ερωτόκριτο: ”Τρεις μερες μόνα μοναχα, μου ‘δωσε ν’ ανημένω, κι ύστερα να ξενητευτώ, πολύ μακρυά να πχαίνω”
πωρικό (το) = φρούτο
πώς να διάξω = πώς να φερθώ ( Απο την Ερωφύλλη)
πωτό (το) = το ειπωμένο, αυτό που ειπωθηκε. Συνήθης φράση: ” ΄Ελα παέ να σου πώ” ο άλλος απαντά: ”Δε θέλω απο τα πωτά σου”
ΠΗΓΗ : http://cretanlexiko.gr/