Ρ
ραβαίσι (το) = μεγάλης έκτασης φαγοπότι, γεύμα, φιλοξενία, περιποίηση
ραβάνι (το) = είδος περπατησιάς ζώου
ραέτι (το) = βοήθεια, κέρασμα, κουράγιο
ραζέδες (οι) = μεντεσέδες
ρακιδόκουπα (η) = ποτήρι της ρακής
ραμετλής (ο) = ο μακαρίτης
ραμής, γιαραμπής (ο) = Θεός
ράπη (η), ράπες (οι) = ο υπόλοιπος ξηρός κορμός του σιταριού και του κριθαριού, πλην το κεφάλι
ρασά, ρασιά, ρασέ (η) = παχύ ύφασμα υφαντό, χονδρό μάλλινο ύφασμα του αργαλειού
ρασίδι, ρασιδάκι (το) = πανωφόρι μάλλινο συνήθως από τρίχα κατσίκας, παλιό ρούχο σαν πουκαμίσα από μαλλί προβάτου υφασμένο στον αργαλειό
ράσινα (τα) = ρούχα φτιαγμένα από χονδρό μαλλί
ρασόβρακα (η) = μάλλινη υφαντή βράκα
ράσσω = δράττω, ορμώ γρήγορα, εφορμώ. Συνήθης φράση: Και ράσσω και γώ γερά γερά και τον- ε πιάνω από το λαιμό
ραφώνω = αράζω κάπου, τοποθετούμαι, κολλώ, ταυτίζομαι κρύβομαι κάπου προστατευόμενος από κάποιο κίνδυνο
ραχάτι (το) = άνεση, βολή, βόλεμα
ράχη (η) = πλάτη
ραχμέτι (το) = φιλοξενία, έλεος, οίκτος
ραχμετλής (ο) = μακαρίτης, συχωρεμένος
ρέβγω = φθίνω, λιώνω
ρεγάλο (το) = φιλοδώρημα, δώρο, έπαθλο
ρέγγια (τα) = αστειότητες
ρέγομαι = μου αρέσει πολύ, ευχαριστιέμαι, αρέσκομαι, θαυμάζομαι (αρχ: ωρέγομαι)
ρεμεδιάζω = φροντίζω, ταχτοποιώ, βρίσκω λύση σε κάτι
ρεμέδιο (το) = φροντίδα, ταχτοποίηση, λύση, διακανονισμός, κουμάντο (ιταλ rimedio = επανόρθωση)
ρέμπομαι = απολαμβάνω μια θέα με την ησυχία μου, απολαμβάνω από ψηλά μια θέα με την άνεσή μου
ρεντώ -ίζω = σκορπώ, διασκορπίζω δεξιά αριστερά. Συνήθης φράση: Ετρύπησέ σου το σακί και ρεντάς τσι ελιές πέρα πόδε
ρεοσέρνω, αρεοσέρνω = μένω έγκυος (αφορά οικόσιτα ζώα)
ρέτι = θυσία
ρετούρος (ο) = ο διευθυντής, κυβερνήτης επί ενετοκρατίας
ρεφουδέρνω = εγκαταλείπω, αφήνω
ρήγα (η) = ο χάρακας
ριβαγιέτι (το) = αφήγηση, ιστορία
ριζικάρης (ο) = ο τυχερός
ριζικό (το) = η μοίρα, το πεπρωμένο
ριζιμιό (το) = το έχων ρίζα, ριζωμένο, φυσικός βράχος
ριζίτης (ο) = από τις ρίζες του βουνού, ορεινός
ριζόσπηλιο (το) = σπήλαιο χαμηλά στο βουνό
ρίζωμα (το) = πλαγιά του βουνού, χαμηλά του βουνού
ρίμα (η) = στίχος
ριμαδώρος (ο) = στιχουργώ
ριμάρω = στιχουργώ
ρισβάνης (ο) = κακοδιαφημισμένος
ριστιβωμένος (ο) = κρυμμένος για προστασία, κουρνιασμένος για προστασία
ριτζά (η), ριτζάλι (το) = παράκληση, δέηση
ριτζάς (ο) = ο παρακλητικός
ρίφι, ριφάκι = ερίφιο, μικρό κατσικάκι
ριφογέννημα (το) = η πρώτη γέννα της κατσίκας, (ενώ αρνογέννημα = η πρώτη γέννα του αρνιού)
ρίχτρα (η) = ο καταρράχτης
ρόβι (το) = τροφή ζώων, είδος σόγιας, δυνατή τροφή για ζώα όπως και το λαθούρι. Μία φούχτα ρόβι έδινε δύναμη στα μοσχάρια για να είναι σε θέση να οργώνουν
ρογαλίδα (η) = είδος χονδρής μαύρης αράχνης, κοντοπόδαρη αράχνη
ρογοβύζι (το) = το μπουκάλι με το μπιμπερό
ροδαριά, ροδαρά, ροδαρέ (η) = τριανταφυλλιά, ματσάκι από διάφορα λουλούδια που μοίραζαν στην εκκλησιά το Πάσχα
ροδίκιο (το) = το νόστιμο κρητικό ραδίκι
ροδομαγουλάτη (η) = η κοπέλα με ροζ μάγουλα
ροδονίζω = γνωρίζω
ροδοξεπουπούλιαστη (η) = στολισμένη με ροδοπέταλα
ροδοπεριχυμένη (η) = στολισμένη με ρόδα
ροδοπλασμένη (η) = πλασμένη από ρόδα, στολισμένη με ρόδα
ροδοπολουμισμένη (η) = ροδοστολισμένη
ρόδος (το) = το ρόδισμα πχ του ψωμιού
ροδόσταμο (το) = το τριανταφυλλόνερο
ροζμαρί, αρισμαρί (το) = δεντρολίβανο
ροζογάλι (το) = πικρός χυμός φυτού, κυρίως πικροδάφνης
ροζοναρίσματα (τα) = κουβέντες, συζητήσεις
ροζωνάρω = κουβεντιάζω, φλυαρώ, ρητορεύω, συνομιλώ
ροσπού (η) =πόρνη
ρούβας = τοποθεσία Ψηλορείτη
ρουβάσσω, περουβάσσω, πορουβάσσω = ορμώ σε ξένη ιδιοκτησία κάνοντας ζημιά ή κλέβω. Συνήθεις φράσεις: Ερούβαξε το κοπέλι στα απίδια και δεν άφησε ένα! Η: Εμπήκε η αίγα μας στο κήπο με τα λάχανα και επορουβάξανέ τα
ρούγα (η) = δρόμος πόλεως ή χωριού
ρουγιά = όνειρο
ρουκούνι (το), ρούκουνας (ο) = ακρογωνιαίος λίθος, γωνιακή πελεκημένη εξωτερική πέτρα του τοίχου
ρούμα (το) = ρέμα, (πλυθ. ρούματα)
ρούνια, βελούργια (τα), ντόγιες (οι) = σκισμένα ρούχα ή πανιά, μικρά κομματάκια από διάφορα ρούχα ή υφάσματα
ρουνίζω, ξερουνίζω, ξερουνάζω = κουρελιάζω
ρουξούνι (το) = κάτι που προεξέχει, μικρό σωληνάκι, σίδερο κλπ
ρουπάδι (ο), ρούπι = τίποτα. Συνήθης φράση: Ρουπάδι δεν αφήνει η μνιά στην άλλη = είναι ολόιδιες
ρούπια, ρούπια (τα) = ένα ρούπι – ένα όγδοο του πήχη = 8 εκ του μέτρου, αλλά και τα μαλλιά που έβγαιναν κατά το γνέσιμο
ρουσοπίλα, ριζιμπίλα (η) = ερυσίπελας, εξανθήματα στο δέρμα, καρκίνος του δέρματος
ρούσος (ο) = πολύ ξανθός
ρούτης (ο) = τσαπατσούλης, κακοντυμένος, απεριποίητος
ρουφιά, ρουφχιά (η) = ρουφηξιά, τζούρα, γουλιά
ρουχάλα (η) = ροχάλα
ρωμαίικη καβάλα = η καβάλα πάνω στο υποζύγιο στο πλάι. Προέρχεται από την τουρκοκρατία που άμα οι Ρωμιοί έβλεπαν Τούρκο πήδαγαν εύκολα
ρωμάνα (η) = ποικιλία μεγάλου μυρωδάτου αχλαδιού
ρωτώ = Πλην του ερωτώ, ενδιαφέρομαι. Συνήθης φράση: Δεν πάς στη δουλειά σου, δε ρωτάς πράμα μπλιό. Ή: Σου’πα να πας να ποτίσεις τα έχνη μα σύ δεν ερώτηξες
ΠΗΓΗ : http://cretanlexiko.gr/