Σ
σα = αφού, άμα. Συνήθης φράση: Εγώ σου λέω να αποτάξεις χίλια πρόβατα, μα σα δε θες, τρίχα
σά δε μπιτίζει = παρ όλα αυτά, εν πάσι περιπτώσει. Συνήθης φράση: Σα δε μπιτίζει καλά του την ήβρασες, ( παρ όλα αυτά καλά του τη κατάφερες)
σαγιάκι (το) = μάλλινο ύφασμα για καναπέ
σαγούλι (το) = νήμα της στάθμης
σάζω = φτιάχνω, διορθώνω κάτι, διορθώνω μια κατάσταση
σαθρακιασμένος-η-ο = σάπιος (αφορά κυρίως ξύλα)
σάικα = οπωσδήποτε, ασφαλώς, κατά πάσα πιθανότητα, πιθανώς, εξάπαντος
σαΐνι = είδες γερακιού
σαϊντίζω = εκτιμώ, υπολογίζω, τιμώ
σαΐτα (η) = το βέλος (Ερωτόκριτος)
σακάζω = κόβω το γάλα από τα μικρά ζώα σταδιακά όταν θα έρθουν στην κατάλληλη ηλικία, και τα υποχρεώνω να τρώνε χορτάρι
σακασάρι (το) = το σακασμένο αρνί
σάκασμα (ο) = απογαλακτισμός των μικρών ζώων
σακάτης = ανάπηρος
σακατιλίκι (το) = αναπηρία (Τουρκ. sakatilik)
σακκούλι (το) = χρηματικό ποσό 500 γροσίων
σάκος (ο) = το σακάκι
σάλαγο, τσάλαχο (το) = χαμηλός θόρυβος
σαλαμούρα (η) = άλμη
σαλβάρι,χιαλβάρι (το) = είδος παντελονιού φαρδύ από τη μέση έως τα γόνατα, και στενό κάτω, κρητική ανδρική φορεσιά, είδος βράκας (Τουρκ. salvar)
σαλεύω, σαλεύγω = πηγαίνω με τα πόδια, περπατάω, φεύγω, κινούμαι, προχωράω. Συνήθεις φράσεις: Αμε σύ με τ’ αμάξι, και εγώ θα σαλεύγω (θα περπατήσω). Ή: Αντε σάλευγε, που θα μας πείς και ήντα θα κάνωμε. (φύγε). Ή: Είδες? οι χοχλοί εντακάρανε και σαλεύγουνε (κινιούνται). Ή: Έλα να σου πω τα νέα, το κοπέλι εσάλεψε (έκανε τα πρώτα του βήματα)
σαλιβγιά, σαλιβιά, σαλιβέ (η) = σημάδι, ουλή
σαλιοφτεί (το ζώο) = κυοφορεί ένα ζώο (πρόβατο, κατσίκι κπλ)
σαμάμουθας (ο) = σαμιαμίδι
σαμαράς, σομαράς, σαράτσης (ο) = ο κατασκευαστής σαμαριών και σελών
σαμιά (η) = σημάδεμα για αναγνώριση
σαμωμένος-η-ο = μαρκαρισμένος, ο σημαδεμένος με χρώμα άν είναι ζώο ή με καρφωμένα κλαριά στο έδαφος άν είναι χορτάρι, για να φαίνεται η ιδιοκτησία
σαμώνω = σημαδεύω για να αναγνωρίζεται κάτι ότι είναι δικό μου
σανίδι (το) = ένα πλατύ αυλάκι στο περιβόλι. ένα πολύ φαρδύ χώρισμα στο περιβόλι όπου εκεί φύτευαν κυρίως κρεμμύδια σκόρδα κλπ.Ένα κατεργασμένο ξύλο στενόμακρο
σάντολος, σάντουλος, σύντεκνος (ο) = ανάδοχος, νονός του παιδιού, ανάδοχος πατέρας του παιδιού
σάρακας (ο) = χειροκίνητο ξυλοπρίονο, σκουλήκι του ξύλου (σαράκι)
σαρίκι (ο) = κεφαλομάντηλο, κρητικό μαντήλι κεφαλής άλλοτε πλεχτό στο χέρι κρουσάτο, και άλλοτε φαντό στο αργαστήρι με ψιλή μεταξωτή κλωστή, αργότερα επικράτησε σαν κρητικό μαντήλι. (Τουρκ. sarik)
σαρνίτσι, στερνάκι, στερνίτσι (το) = μικρή δεξαμενή νερού, πλυσταριό
σάρτζα (η) = παλιά Ανωγειανή φορεσιά
σασιρντίζω, σαρσιντίζω, χιαχιρντίζω = ξαφνιάζομαι, σαστίζω, παθαίνω ή προκαλώ σύγχυση, τρομάζω και τα χάνω με αυτό που ακούω ή βλέπω. Συνήθης φράση: Είδε το κοπέλι να του ορμά ο άγριος τράγος και χιαχίρντισε απ το φόβο του
σασμένος-η-ο = φτιαγμένος, διορθωμένος, ταχτοποιημένος. Συνήθης φράση: Σασμένα τα ‘χεις τα έχνη?( Εχεις ταίσει και ποτίσει τα ζώα?)
σασμός (ο) = συμφιλίωση, συμμβιβασμός
σαστίζω = απορώ, εκπλήσσομαι, συγχύζομαι, προκαλώ σε άλλον σύγχυση (Τουρκ. sasmak)
σατσάκι (το) = πλατεία
σαφί, σαφεί, σαφής = πάντα, συνεχώς, όλο τον καιρό, διαρκώς
σάφλες (οι) = φουσκάλες, σημάδια από κάψιμο ή χτύπημα στο δέρμα
σάχνω, σάζω = φτιάχνω
σαχτούκικο (το) = είδος βαδίσματος τετράποδου
σβάχια (τα) = όρχεις
σβίγα (η) = η ανέμη, ο κύλινδρος που τυλίγεται το σχοινί του πηγαϊδιού
σβιγάκι (το) = μικρό χάρτινο καρούλι ραπτικής μηχανής
σβολώνω, αποσβολώνω, ποσβολώνω = σακατεύω κάποιον
σβουρίζω = γυρίζω γύρω γύρω σα τη σβούρα, περιστρέφομαι, κάνω τον ήχο τής σβούρας, ή του εντόμου ”σβούρος”, κάνω φασαρία. Συνήθης φράση: Μα ήντα ‘ναι ετονά που σβουρίζει στα αφθιά μου? (κάνει ενοχλητικό θόρυβο)
σβουρώ, σβουρίχνω = κάνω μια ενέργεια με ταχύτητα σβούρας, δίνω αστραπιαία (χαστούκι), πετάω πέρα (ένα αντικείμενο). Συνήθης φράση: Ήντα ψάχνεις, ανε ψάχνεις το μπρικάκι, ετρύπησε και το σβούριξα εγώ άλλη μπάντα
σε μιά ολιά = σε λίγο
σεβεντούκους = μικρά στρογγυλά κουλουράκια που κάποτε οι καλόγεροι έδιναν σάν δώρο στα μοναστήρια
σεβνταλής (ο) = ερωτιάρης, ο ερωτοχτυπημένος (Τουρκ. sevdali)
σεβντάς (ο) = έρωτας, ερωτικό πάθος, ερωτικός καημός
σέβου = να σέβεσαι, πρόσεχε. Συνήθης φράση: Σέβου που πατείς γιατί μου πάτησες τον πόδα (πρόσεχε)
σείρι (το) = διασκέδαση, θέαμα. χάζι, θέα
σειροβολιά (η) = γενιά
σειρώνω = σουρώνω, περνάω από σουρωτήρι, στάζω, στραγγίζω
σείσιμο (το) = κούνημα, κούνημα του κορμιού, λίκνισμα
σείστρο (το) = πλήκτρο καμπάνας, το γλωσσίδι της καμπάνας
σειτάνης, χειτάνης (ο) = διάβολος, σατανάς , δαίμονας (Τουρκ. seytan)
σεκλέτι (το) = γενιά, καταγωγή
σεκλέτια, σεκλέθια (τα) = στεναχώριες, καημούς, μεράκια, ερωτικά ζορίσματα, βιασύνες, ζόρια
σεκλετίζομαι = έχω μεράκια, έχω στεναχώριες, έχω θλίψη
σελαμέτι, σαλαμέτι (το) = σωτηρία, καλό κατευώδιο, αίσιο αποτέλεσμα, σε καλό, επιτυχία, ησυχία, γαλήνη. Ανωγειανή παροιμία: Σούφρα τση μύτης σου, σελαμέτι η κεφαλή σου(= μη λές πολλά, για να έχεις ήσυχο το κεφάλι σου)
σελάτος (ο) = κυρτός. Συνήθη φράση απο παλιά παροιμία: Σελάτο βούι ‘γόραζε, και γάιδαρο καμπούρη, γυναίκα λιανοκάπουλη, και χοίρο μακρομούρη
σελεβεντούκους = τα κουκιά (Λασίθι)
σελέμης (ο) = αρχικά ο αγοραστής φόρων, ο ζών εις βάρος άλλου, παράσιτος της κοινωνίας
σελί (το) = κορυφογραμμή βουνών, πέρασμα πάνω στο βουνό, χαμηλό μέρος ανάμεσα σε δύο βουνά
σελλάδες = τρόπος καθίσματος στο σαμάρι με τα πόδια ενωμένα και από τη μία (δεξιά συνήθως ) πλευρά
σελώνω = βάζω τη σέλα η το σαμάρι στο ζώο
σενέτι (το) = σημάδι
σεντάτι = καθόλου, τίποτα
σεντέφι (το) = μαργαριτάρι, μάρμαρο (Τουρκ. )
σεντούκι (το) = (Τουρκ.sendik)
σεραμέτι (το) = σχέδιο, σύσκεψη
σερέτης (ο) = δύστροπος, ζόρικος ( Τουρκ.sirret )
σερμένα = υποφερμένα. Συνήθης φράση: Μα να κάτεχες μόνο πόσα έχω σερμένα ετόσανα χρόνια
σερμπέτι (το) = αρωματικό ζαχαρούχο ποτό, πολύ γλυκό
σέρνεται = σύρεται αλλά και συνηθίζεται, είναι της μόδας, φοριέται. Συνήθης φράση: Εδά σέρνεται λέει η μόδα και τα πατελόνια των αντρώς έχουνε μεγάλες αποδαριές
σέρνω (μούγκρος) = μουγκρίζω
σέρνω (φωνή) = φωνάζω
σέρνω = χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι, αλλά και τραβολογώ. Συνήθεις φράσεις: Αμα δε το σέρνεις ετονέ το φουστάνι δόσε μου ΄το. Ή: Απού πονεί, και τα μαλλιά του σέρνει (=Τραβά, φράση που υπονοεί, ότι όποιος πονά, μόνος του τραβά το μαρτύριο, και οι άλλοι δεν μπορούν να του κάνουν πολλά πράγματα)
σερσέμης (ο) = ο αδύνατος, ισχνός, μίζερος, αδέξιος, ανήμπορος
σερσεμιάζω = γίνομαι ανίκανος να κάνω κάτι, γίνομαι αδέξιος, γίνομαι άχρηστος
σερτά = σέρνοντας . Συνήθης φράση: Βάλετε το ψυγείο μέσα από τη πόρτα, μόνο σερτά που να μπορεί να μπει μέσα εύκολα
σεφέρι (το) = χρονική φάση, εποχή
σεφιλίκι (το) = δικαίωμα γειτνίασης για προτίμηση αγοράς
σημάδια (τα) = τα πρώτα χρυσαφικά του γαμπρού για πρόθεση γάμου
σίγλα (η) = κασέλα
σιγοτσιτσιρίζομαι = σιγοκαίγομαι, υποφέρω
σιμώνω = πλησιάζω
σιόδικος (μου) = τελείως δικός μου
σιούτα (η) = η αίγα
σιργουλεύω, σιργουλεύγω, σιργουλοπιάνω = θωπεύω, καλοπιάνω, πιάνω με το μαλακό, προσπαθώ να πείσω κάποιον με μαλακό τρόπο
σιργούλιο = με το μαλακό. Συνήθης φράση; Με το σιργούλιο πιάσε τονε, και θα ιδείς πως θα σε αφήσει να πας
σιργουλοπιάνω, σιργουλεύω, σιργουλεύγω = καλοπιάνω, πιάνω με το μαλακό, προσπαθώ να πείσω με μαλακό τρόπο κάποιον
σιργούνι (το) = η εξορία
σιρίκι (το) = παλιό είδος σταφυλιού βρώσιμο
σισανές (ο) = παλιό εμπροσθογεμές πολεμικό τουφέκι (Τουρκ. sisane)
σιταρίθρα (η) = πουλί του αγρού που τρώει το σιτάρι
σιφούνι, μούτσουνο (το) = το πρόσωπο. Συνήθης φράση: Ε και κοντό δε ντρέπονται τα σιφούνια σου να κάμεις ενα τέθοιο πράμα?
σιχασά, σιχασιά, σίχαιμα = σίχαμα
σιχτηρίζω = λέω στον άλλο ”α σιχτίρ”, κάνω επίπληξη σε κάποιον
σιχτίρ = λέξη υβριστική λόγω αγανάχτηση, απλά λέγοντας τη βγαίνει το άχτι
σκά (ο ήλιος) = ανατέλλει ο ήλιος
σκαλίδα (η) = σκαπάνη
σκαλιδιά = μία τσαπιά με τη σκαλίδα
σκαλούνι, σκαλέρι (το) = σκαλοπάτι
σκαλτσούνια, καλιτσούνια (τα), καλιτσουνάκια, λυχναράκια(τα) = κρητικά πασχαλινά γλυκά από φρέσκια μυζήθρα, κρητικά πασχαλινά εδέσματα που επειδή είναι προτιμητέα φτιάχνονται όλο το χρόνο, πολλές φορές έχουν το σχήμα του λυχναριού
σκαλτσούνια, καρτσόνια (τα) = κάλτσες
σκαμπάζω = ξέρω, καταλαβαίνω, μπορώ να καταλάβω. μου κόβει. Συνήθης φράση: Μή μου τα δείχνεις εμένα, απο ετανά εγω δε σκαμπάζω γρύ
σκαντρής (ο) = αντιδραστικός, ανάποδος
σκαπεθιά = μία τσαπιά με το σκαπέτι
σκαπέτι (το) = ειδικό σκαπτικό εργαλείο σκαψίματος με το χέρι, φαρδιά τσάπα
σκαπετίζω, ντιντίρω = περνάω τη μεριά του βουνού απ’ οπου δεν φαίνομαι, περνάω απέναντι, προχωράω απέναντι στη πίσω πλαγιά
σκάρα (η) = εσχάρα, όρνεο αρπαχτικό
σκαρατσία (η) = αρρώστια του λαιμού, πονόλαιμος. Συνήθης φράση μια παλιά βρισιά: Ε που να σού ρθει σκαρατσία κερατά ιτσικό ήφαες μου ούλα τα μαρούλια (εννοεί να πάθει ο λαιμός της κατσίκας, και να μην μπορεί να τρώει)
σκαρβέλια (τα) = οι δύο γάντζοι στο πίσω μέρος του σαμαριού, οι δύο ξύλινοι ή μεταλικοί γάντζοι στο πίσω μέρος του σαμαριού, όπου δένεται το σχοινί
σκαρώνω = αρχικά φτιάχνω σκαρί, σχεδιάζω, σχεδιάζω να κάνω κάτι σε βάρος άλλου
σκάση (η) = στεναχώρια, ψυχική οδύνη
σκατολαχαίνω = έχω τη τύχη με το μέρος μου, έχω διαβολική συμπτωματική τύχη, τυχαίνω. Συνήθης φράση: Δέν είσαι καλύτερος παίχτης στο τάβλι, μπορεί να με κέρδισες αλλά εσκατόλαχε
σκατοταίζω = κάνω κάποιον με τον τρόπο μου να με αγαπήσει ολοκληρωτικά, αναγκάζω κάποιον να μα αγαπά μέχρι πάθους και χωρίς κάν να το αξίζω. (Λέγεται πως τον μεσαίωνα, την αγάπη και αφωσίωση, τα κορίτσια την πετύχαιναν με το να βρουν τρόπο να ταΐσουν έστω και μιά ελάχιστη ποσότητα απο την περίοδο τους στον αγαπημένο τους. Αν το κατάφερναν αυτό με τις δεισιδαιμονίες αυτές, ο άνδρας θα έμενε πια αιώνια πιστός σε αυτές). Συνήθης φράση: Μα δεν μπορώ να καταλάβω, αυτός είναι κούκλος κι εκείνη πανούκλα, ήντα τση βρήκε και πίνει νερό στο όνομά τση? Μαθώς εσκατοτάισέ ντονε?
σκατουβέντουρα (τα) = άχρηστα πράγματα (λέξη απαξιωτική)
σκάφη, σκαφίδα (η) σκαφίδι (το) = ξύλινη κατασκευή για ζύμωμα
σκέλεθρο (το) = σκελετός
σκέλια (τα) = τα πόδια
σκελιά, ασκελιά (η) = βήμα όσο το άνοιγμα των ποδιών
σκελίδα (η) = καρπός κυρίως σκόρδου κλπ
σκεμπέδες (ο) = οι κοιλιές με τα έντερα, κοιλιακά
σκεπάρνι, σκεπαρνάκι (το) = εργαλείο μαραγκού για πελέκημα ξύλων
σκέπαση, κατασκέπαση (η) = η αίσθηση οτι πέφτει πάω μου ένα μαύρο σύννεφο
σκιανάδα, σκανιάδα, ασκιανάδα (η) = σκιά
σκιάς = τουλάχιστον, καν, επιτέλους
σκιάχνομαι = αντιλαμβάνομαι, βλέπω ξαφνικά, φοβάμαι
σκίζες (οι) = τα κομμάτια από το σκίσιμο ξύλων με το τσεκούρι
σκιζολιθαρούδια (τα) = τα κομμάτια πέτρας κατά τον πελεκισμό
σκινοπόδι, ασκινοπόδι, αχινοπόδι, χινοπόδι (το) = αγκαθωτός θάμνος πυκνός σαν αφάνα με κίτρινα λουλούδια την άνοιξη, αλλά και βασική καύσιμη ύλη στα χωριά
σκιουφιχτά, τριφτίδια (τα), στριψουλίδες (οι) = είδος παλιού μακαρονιού, στριμμένο ζυμάρι με το χέρι, φιδές χωριάτικος
σκισμάδα (η) = σκίσιμο, χαραμάδα, σπηλιά βράχου
σκιτζής (ο) = μπαλωματής, αδέξιος τεχνίτης
σκλήθρα (η) = πολύ μικρό κομμάτι ξύλου που μπαίνει κυρίως στο μάτι
σκληριά (η) = στριγκλιά. Συνήθης φράση: Τη τσίμπησε μέλισσα και έσειρε μια σκληριά…
σκληρίζω = στριγκλίζω, τρίζω
σκλώπα, σκλόμπα, σκουλούπα = κουκουβάγια
σκοματαριά, σκοματαρέ (η) = δένδρο σε αλλουνού χωράφι, δένδρο συνήθως ελιά και σπανίως χαρουπιά σε ξένο χωράφι. (Δινόταν παλιά στις γονικές μοιρασιές για αντιστάθμισμα στις μοιρασιές όταν θεωρούσαν οτι ένα παιδί ήταν λίγο αδικημένο)
σκοπός (ο) = μουσική άσματος
σκοτίδι (πίσα) = τελείως σκοτεινά, μαύρο σκοτάδι
σκουλάτος-η-ο = εκείνος που έχει πλούσιο τρίχωμα
σκουλί (το) = μαλλί
σκουλούφι (το) = βουνό τοποθεσία (Σφακιά)
σκουντουφλώ = σκοντάφτω
σκουντρώ-ιζω = τρακάρω, χτυπάω πέφτοντας πάνω, πέφτω πάνω σε σταθερό αντικείμενο ή δένδρο, κουτουλώ κλπ. Σκουντρώ το ποτήρι μου = τσουγκρίζω το ποτήρι μου
σκουπιά (τα) = καλαπόδια, ξύλα ειδικά πελεκημένα για ειδικά καλαπόδια, όταν δέν διαθέτουν οι τσαγκάρηδες τόσο ιδιαίτερα μεγάλα νούμερα, ειδικά καλαπόδια για φορμάρισμα παπουτσιών
σκουρί (το) = πετρώδες έδαφος
σκουτάρι (το) = ασπίδα (Ερωτόκριτος)
σκουτέλι (το) = πήλινη λεκανίτσα, πήλινο μικρό πιάτο
σκουτελικό (το) = πεσκέσι, δώρο σε κάποιον που το έχει ανάγκη. Συνήθης φράση του λαού: Απου περμένει απο τη γειτονιά σκουτελικό, αδείπνητος πομένει
σκουτελοβαρίσκω σου = τσουγκρίζω το ποτήρι μου μαζί σου
σκουτιά (τα) = τα ρούχα
σκρόφα (η) = γουρούνα, θηλυκός χοίρος
σκύβαλα (τα) = χονδροί κόνδυλοι σιτηρών κομμένοι από την αλωνιστική μηχανή τα οποία πέφτουν λόγω βάρους στα κόσκινα και απο κεί πετώνται χωριστά απο τα άχυρα, άχρηστα υλικά στο κοσκίνισμα των σιτηρών που αποτελούνται από αμέστωτους καρπούς και κόνδυλους σιταριού κλπ
σκυλεύγει = αυτή που ψάχνει να ζευγαρώσει, η γυναίκα που σα σκύλα ψάχνει άντρα για να ικανοποιηθεί
σκυλεύτρα (η) = είδος μακρυπόδαρης αράχνης
σκυλομουργάται = ο σκύλος που κλαίει
σμάρι (το) = κοπάδι
σμερουλάκι (το) = η άκρη του δώματος οικίας
σμίγω = συναντώ, συναντιέμαι, ενώνω
σμπαράλια = υπο διάλυση
σμπαραλιασμένος-η-ο = σαραβαλιασμένος, ρημαγμένος, διαλυμένος
σοθέτω = ταχτοποιώ (Ερωτόκριτος)
σοϊκός-η-ο = σωστός, καλής ποιότητας, καλής πάστας άνθρωπος
σόκαιρος, σοκαιρίτης (ο) = ο συνομήλικος
σοκεντώ = αρπάζω περισσότερο φωτιά, αρπάζω απότομα μεγάλη φωτιά, αρπάζομαι, νευριάζω απότομα
σολαγούμαι, σολαούμαι = ησυχάζω, συμμαζεύομαι. Συνήθης φράση: Αντε σολαίσου μπλιό (συμμαζέψου, κάτσε να ξεκουραστείς)
σολαιτό (ο) = συμμάζεμα, ησυχία
σολατσέρνω = σουλατσάρω, πάω από δω κι από κει άδικα, τραβολογιέμαι στο να πάω και νά΄ρχομαι
σολάτσο (το) = το πέρα δώθε, ταλαιπωρία
σομικιαίνω = μαζεύω, συρρικνούμαι
σόνι = φτάνει, τέλος. Συνήθης φράση: Σόνι μπλιό (φτάνει πιά)
σονίζω (τουρκ: son) = σταματώ, σταματώ να δίνω η να κάνω κάτι, τελειώνω
σόντας = εφ ‘οσον
σοπατίζω = τελειώνει η ανηφόρα και προχωράω πλέον σε ίσωμα
σόπατο (το) = πεδιάδα. ίσιωμα
σορδινά (τα) = σε ίσιο δρόμο
σόρδινο (το) = εργαλείο, σύνεργο, συνήθειο, παραξενιά, γνώρισμα
σόρτα (η) = η γενιά. Συνήθης φράση: Διάλε τη σόρτα σου (στο διάολο η γενιά σου)
σουβλόριζα (η) = το σουβλί, μια πολύ χονδρή βελόνα που έχει ένα ξύλινο (συνήθως αυτοσχέδιο) χερούλι, εργαλείο των τσαγκάρηδων το οποίο ήταν σουβλί και βελόνα μαζί, με αυτό τρυπούσαν τα δέρματα των παπουτσιών και τα έρραβαν. Μτφ. στενός δρόμος
σουλάμια (τα) = ρουφιανιές
σούμπασης (ο) = αντιπρόσωπος ή επιστάτης του Αγά, φοβερός τύραννος
σουνέτι, σουνούτεμα (το) = βαφτίσια Μωαμεθανών, περιτομή των Εβραίων και Μωαμεθανών
σούρα (η) = κουτσομπολιό, συκοφάντηση (πλυθ σουρατά)
σουραδοπλέκω = πλέκω πλοκάμους μαλλιών. Μτφ. κουτσομπολεύω
σουρατά, σουρητά, σούρα, σουροκόλια (τα) = κακοδιαφήμιση, κακολογιά, κουτσομπολιά
σουργούνης (ο) = εξόριστος
σουρεύω, σουρεύγω = κατηγορώ κάποιον, διασύρω
σουρλάντα (η) = η γυρίστρα, ξεμυαλισμένη γυναίκα, η τριγυρίστρα
σουρομαδώ, τσουρομαδώ = κακοποιώ, κουρσεύω, μαλλιοτραβώ
σούρος (ο) = το βούλωμα, το ξύλινο ή από φελλό βούλωμα μπουκαλιού βαρελιού κλπ
σουρουθιά (η) = τσαπατσουλιά, προχειρότης
σουρουκλεμές (ο) = αλήτης, ουτιδιανός
σουρούτης σουρούτικος (ο) = τσαπατσούλης, ο ενεργών προχείρως
σούρσουρο (το ‘ κανε) = το διέδωσε, το μαρτύρησε, εκουτσομπόλεψε
σούρσουρο (το) = κουτσομπολιό, η διάδοση συκοφαντιών
σουρτούκης (ο) = αυτός που τριγυρνά άσκοπα στους δρόμους, ρεμπέτης, ρέμπελος. (Τουρκ. surtuk)
σούρω = σούρνω, του τα ψάλλω. Συνήθης φράση: Έχω να του σούρω ούκ ολίγα που πήγε κι είπε
σούσος (ο) = όρθιος, ακίνητος. Συνήθης φράση: Μα ήντα στέκεις τόση ώρα ετά σα το σούσο
σουσούμι (το) = σημείο, γνώρισμα, τύπος, χαρακτηριστικό γνώρισμα προσώπου, γνώρισμα στην εμφάνιση ανθρώπου ή ζώου
σουσουρίζω, σουρσουρίζω = ψιθυρίζω
σουσούρισμα, σουρσούρισμα (το) = ελαφρός ψίθυρος
σουφρίτη (έβγαλε) = έγινε καχεκτικός
σουφρώνω = ζαρώνω, κλέβω, χαμηλώνω τους τόνους, σιωπώ. Συνήθεις φράσεις: Μή σουφρώνεις τα φρύδια σου γιατί θα κάμεις ρυτίδες. Η: Εσούφρωσε αυτή το κατοστάρικο, είπε και μιά παραωργιά πως θα ‘λα μου πεί το μέλλον, και ξαφανίστηκε. Ή: Σούφρα τση μύτης σου, σελαμέτι η κεφαλή σου (Ανωγειανή παροιμία = να σιωπάς αν θές να έχεις ήσυχο το κεφάλι σου)
σουχλιά, σουχλικά, σουρατά, ανεκατερά (τα) = συκοφαντίες από κακές γλώσσες, διαβολές, ανακατέματα
σουχλικό (το) = κατηγορία, συκοφαντία
σοφιλιάζει = οι εσοχές του ενός ταιριάζουν με τις προεξοχές του άλλου, εφαρμόζει
σοφράς (ο) = χαμηλό στρογγυλό τραπέζι για φαγητό
σοχάνω, σιοχάνω = χάνω τελείως. Συνήθης φράση: Φάε σκιάς τα κερδισμένα ας είναι και λίγα να μη σοχάσεις
σπαλαθώνω = εξαφανίζομαι τρέχοντας, τρέχω με ταχύτητα
σπαρμένο, χασίλι (το) = το νεαρό σπαρτό σιτάρι ή κριθάρι( συνήθως το χασίλι προορίζεται για τάισμα των ζώων πριν ωριμάσει)
σπήλιος (ο), σπηλιάρι (το) = το σπήλαιο
σπιθαμολογώ = μετρώ πιθαμές
σπιλάτσο (το) = πολυφαγία, μεγάλος χορτασμός απο φαγητό
σπιλατσώνω, ξεσπιλατσώνω = τρώω υπερβολικά, έχει ανοίξει η κοιλιά μου από το πολύ φαΐ
σπιούνος (ο) = προδότης
σπιρούνια (τα) = εξαρτήματα της μπότας του ιππέα, κουτσομπολιά, κακοήθειες, διαδόσεις. λόγια, σπιουνιές. Συνήθης φράση: Εγω δε ξαναπάω απ΄το σπίτι τση, αυτή δε κάνει άλλο πράμα από το να βάνει σπιρούνια. λυθ. σπιρουνιές = σπιουνιές
σπιρουνιάζω = βάζω σπιουνιές, βάζω λόγια, κουτσομπολεύω
σπολάτη, σπολάιτι = εις πολλά έτη = ευχαριστώ φτάνει, αρκετά δόξα το Θεό, δεν έχω παράπονο κλπ. Συνήθης φράση: Ε μα σπολάτη και συ, τόσα καλά σου χει καμωμένα ο άθρωπος
σπουδάζω = βιάζομαι
σπουδή (η) = βιασύνη
σπούδρα (η) = φαρέτρα (Ερωφύλλη)
σταβλίζω, μαρτεύω, νεθρέφω = αναθρέφω αρνί μέχρι να γεννήσει
σταβλίτικα (τα) = τα λεφτά που παίρνει ο αγροφύλακας για να μην καταγγείλει μια υπόθεση
στάδιο (το) = κατάσταση . Συνήθης φράση: Στο στάδιο που με ‘ φερες εγώ θα σε ξεχάσω
στάκα (η) = φαγητό περιωπής από γάλα, κρητικό παραδοσιακό γαλακτοπαραγωγικό προϊόν, νόστιμο έδεσμα από τσίπα γάλακτος και αλεύρι. (Αφού βράσει το γάλα και μείνει μερικές ώρες μαζεύεται μιά τσίπα απάνω. Μαζεύεται τη τσίπα αυτή, και άμα γεμίσει ένα βάζο μπαίνει σε κατσαρόλα και βράζεται σε σιγανή φωτιά, μαζί με ένα ποτήρι αλεύρι, λίγο αλάτ,ι και ανακατεύεται. Άμα ψηθεί και μετά κρυώσει θα έρθει πάνω το βούτυρο το οποίο αφαιρείται, ότι μένει είναι η στάκα)
στάκα (τση μεθιάς), πίττα = σκνίπα. Συνήθης φράση: Επόρισε απο το καφενείο στάκα τση μεθιάς και δέν εκάτεχε αθο μπού είναι το σπίτι του
στάκα, βουρίδι, μουσκίδι = μούσκεμα. Συνήθης φράση: Έπιασε με η βροχή στο δρόμο, και εγίνηκα στάκα (μούσκεμα)
στακώνω = λιώνω, λιώνω στο ψήσιμο
στάλα = σταμάτα, στάσου. Συνήθης φράση: Στάλα να σου πώ μια στιγμή
σταλαμαχιάζω = στριμώχνω
σταλίζω, σταλιώ = πέφτω πάνω σε κάποιο ψηλό σημείο, μπλέκομαι κάπου ψηλά, σε ταράτσα ή κλαριά δένδρων , αναπαύομαι γιατί είναι η ώρα μου, πάω για ύπνο, αλλά και ψάχνω γαμπρό. Συνήθεις φράσεις: Ηπεσε ο αετός μου σήμερο και εστάλησε πάνω στα τέλια της ΔΕΗ (μπερδεύτηκε). Ή: Βάλε τα πρόβατα στη μάντρα να σταλίσουνε πριν νυχτώσει ( αναπαυθούν και να ησυχάσουν). Ή: Αμε να βάλεις τσί όρθες να σταλίσουνε στο κούμο εδα που φέγγει. ( να κουρνιάσουν). Μα δε τη θωρείς? Αυτή χάσκει όπου θωρεί κουτάλι και ξανοίγει να σταλισει πουθενά (ψάχνει γαμπρό)
σταλίκι, σύνορο (το) = σύνορο χωραφιών, σημάδι που σηματοδοτεί τα όρια στο χωράφι, κυρίως πέτρα ή σίδερο καρφωμένο στη γη όπου ορίζει τα όρια
σταλιστό (το) = η ώρα που αναπαύονται τα κοπάδια
σταλίστρα (η) = εκείνη που ψάχνει γαμπρό και πάει πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο
σταλώ, σταλιέρνω = σταματώ
σταματημό, στεμό (δεν έχω) = δεν σταματώ
σταμναγκάθι (το) = φυτό του βουνού απ’ όπου παλιά έπαιρναν ένα ξερό βλαστάρι και το έβαζαν στην είσοδο του σταμιού, για να μην μπαίνουν διάφορα μιαρά (έντομα κλπ), βρώσιμο φυτό σαν ραδίκι, που τρώγεται και βραστό και γιαχνί και σαλάτα ωμό
στανικώς = με το στανιό, με το ζόρι, χωρίς διάθεση
στάξη, σταλιά (η) = στάλα, μικρή ποσότητα. ελάχιστη ποσότητα έως καθόλου. Συνήθεις φράσεις: Βάλε μια στάξη ξύδι στη σαλάτα. Ή: Οφέτος δε θα βγάλωμε στάξη λάδι
σταράς (ο) = κλέφτης σιταριού. Συνήθης φράση: Επχιάστηκε τελικά σα το σταρά, ή τη πάτησε σα το σταρά
σταφυλίνακας (ο) = άγριο καρότο, το γνωστό από τους αρχαίους βότανο με την έντονη γεύση και μυρωδιά. (Αγαπημένο φυτό στην Κρήτη που μπαίνει σε γιαχνιά με χοχλιούς πατάτες κλπ και αντικαθιστά τον άνηθο, επίσης τα τρυφερά βλαστάρια του μπαίνουν στα βραστά μαζί με τις βρούβες και κουκιά και αποχτούν ιδιαίτερη γεύση)
στέκει( σου) = σε συμπαραστέκει, σου αξίζει
στεκουλίζω, παραστεκουλίζω = στέκομαι δειλά σαν ζητιάνος
στελειώνω, αργοστελειώνω = (αρχ, στυλώνω) υποβαστάζω δια στύλων, στήνω, στηρίζω, χτίζω, οργανώνω, επισκευάζω, βάζω το στυλιάρι. Συνήθεις φράσεις: Ηντα στελειώνεις έτά γείτονα? Ή: Ξάνοιξε να ιδείς πως να στελειώσεις το σκαλιδάκι γιατί εξεστέλειωσε
στεμός (ο) = σταματημός ( δέν είναι ο στεμός μου = δέν μπορώ να μείνω, ή στεμό δεν έχεις = δεν σταματάς)
στενοντεργιάζω = από την αναφαγιά ή ασιτία στενεύουν τα έντερά μου και η κοιλιά μου χωράει λιγότερο φαγητό, γίνομαι ανορεξικός, δεν έχω όρεξη να φάω
στένω σπίτι = δημιουργώ οικογένεια
στένω, σταλέρνω = σταματώ, κάνω να σταματήσει (στέσε = σταμάτα αλλά και στήσε, τοποθέτησε). Συνήθης φράση: Αγλάκα και στέσε το λεωφορείο να μπείς. Ή: Στέσε το τσικάλι να μαγερέψεις.
στεργιώνω, στεριώνω = παραμένω, κρατάω, διαφυλάσσω. Συνήθης φράση: Με το μυαλό που έχεις, δε σου στεργιώνει μπλιό πράμα (δεν μπορείς να κρατήσεις κάτι για πολύ καιρό)
στερεμένο (το) = φυλαγμένο
στερεύγω = φυλάσσω, αλλά και παύω να ρέω. Συνήθεις φράσεις: Μα καλά δε θυμάσαι που το στέρεψες? Ή: Εστέρεψε η βρύση πάλι και δε τρέχει νερό
στέρνα (η) = χτιστή δεξαμενή για συλλογή νερού ποταμών, πηγών, ή βροχής. Τεχνητή τσιμεντένια δεξαμενή για συλλογή νερού κυρίως από δίκτυα
στερνάκι, σαρνίτσι, στερνίτσι (το) = μκρή δεξαμενή νερού, πλυσταριό
στέρφα (η) = στείρα
στη γειτονιά = επίσκεψη
στιβάνια (τα) = κρητικές δερμάτινες μπότες, κρητικά υποδήματα ψηλά μέχρι το γόνατο
στιμαδόρος (ο) = ο εκτιμητής της αξίας της ζημιάς
στιμέρνω, στιμάρω = εκτιμώ τη ζημιά
στιμονερή (η) = η εύρωστη καλοθρεμμένη (γυναίκα ή ζώο), η ψηλή γυναίκα η γεμάτη και γεροδεμένη. (Παλιά πίστευαν πως οι στιμονερές γυναίκες συγκρατούν πιο εύκολα τα παιδιά, γεννούν πιό εύκολα και έχουν λιγότερες αποβολές). Συνήθης φράση: Πάρε τηνε μπάρμπα την αίγα, είναι γερή και στιμονερή και κατεβάζει ένα κουρούπι γάλα
στιφοκίδωνο (το) = ο στυφνός και κακόψυχος άνθρωπος
στοίβα = σωρός, μεγάλη ποσότητα
στοιβάζω, στοιβάχνω = σωριάζω στριμώχνοντας το ένα πάνω στο άλλο
στομώνω, κόβγω = φράσσω, σταματάω τη πορεία νερού σε αγωγό ή αυλάκι, δεν έχω καλή κόψη. Συνήθεις φράσεις: Ήπεσε μιά πέτρα μέσα στη σωλήνα και εστόμωσε. Ή: Δυό αυλάκια επομείνανε να ‘ποποτίσωμε, μόνο πετάξου να στομώσεις το νερό από το καταπότη και οστόσο θα ποτιστούνε κι αυτά. Ή: Εστόμωσε το μαχαίρι και ανεχαράσσει (= εχάλασε η κόψη του μαχαιριού και δεν κόβει)
στόριση (η) = εξιστόρηση, ιστορία
στουμούχα, στρουμούχα, μουστρουχίνα (η) = πλεχτό φίμωτρο με ειδικό σύρμα, πλεχτό φίμωτρο ειδικό σε κάθε είδος ζώου
στούμπουρο (το) = πώμα δοχείου, βίδωμα καπακιού σε μπουκάλι, φελλός
στουμπώνω = κλείνω ή φράζω την τρύπα, κλείνω το πώμα, βιδώνω το καπάκι, γεμίζω κάτι μέχρι απάνω, παραγεμίζω, πιέζω κάτι γεμάτο να χωρέσει περισσότερα υλικά
στούπα (η) = η μαλακή νιφάδα χιονιού
στραβά πατεί = παραστρατίζει από τις ηθικές αρχές του, παίρνει το κακό δρόμο
στραβομουτσουνιάζω = αλλάζω όψη όταν δεν συμφωνώ με κάποιον, δυσανασχετώ
στραβώνω-μαι = χάνω το φως μου, δεν βλέπω, ξεγελιέμαι, λυγίζω, χαλάω την εμφάνιση και το σχήμα. Συνήθεις φράσεις: Εστραβώθηκα και δεν επήρα τα λεφτά που μούδινε… Ή: εστράβωσε το σίντερο και εδά δεν μπαίνει. Ή: Εμπήκε η αίγα στο χωράφι και στράβωσε ούλα τα κεντρούλια απο τσι κεντρισμένους αγρουλίδους
στραγκολέρνω = στριμώχνω, μαλώνω. Συνήθης φράση: Πάω τονε βρίχνω και τον ε στραγκολέρνω για τη κατάσταση που δημιούργησε (τον επέπληξα, τον μάλωσα)
στραθιά (η) = διαδρομή, ταξίδι, μεταφορά. Συνήθεις φράσεις: Αντε μιά στραθία είναι ακόμα τα στάχυα και ποκάνουνε. Η: Για πού πάλι τό βαλες? Για το καφενείο? Δέν έχεις στραθιά! Θα πάς στο κάμπο να κόψεις σανό
στραπάτσο (το) = κακομεταχείριση, κακουχία, ταλαιπωρία. (Ιταλ. strapazzo)
στράτα (η) = δρόμος κυρίως αγροτικός, μονοπάτι
στραταρίζω = αρχίζω να περπατώ
στρατολάτης (ο) = οδοιπόρος, διαβάτης (Ερωτόκριτος)
στραφέρνω = στρίβω και τον βλέπω
στράφι = άδικα, χαμένα, μάταια, χαράμι, άδοξη σπατάλη (Τουρκ. istraf)
στράφυλα, στρέφυλα, τσίκουδα (τα) = τα σταφύλια που προορίζονται για ρακή, τα υπόλοιπα που μένουν στο πάτημα των σταφυλιών μετα την εξαγωγή μούστου
στρέπιτα (τα) = βροντές (Ερωφύλλη)
στρίλιγκο (το) = σφιχτό
στριφογυρίζομαι = κάνω πιο γρήγορα την εργασία μου, βιάζομαι, ενεργώ βιαστικά. Συνήθης φράση: Στρυφογυρίσου να πάς τσι ελιές στο εργοστάσιο, γιατι θα ντακάρει να βρέχει. Ή: Ευτυχώς που στριφογυριστήκαμε και τσι πομαζώξαμε γιατί εντάκαρε και βρέχει
στριφοχτά, στρουφιχτά = μυώδη, σφιχτά. Συνήθης φράση: Επήγα και είδα το μωρό τση, πολύ όμορφο ήτονε και είχενε στρουφιχτά ποδαράκια
στριψουλίδες (οι), σκιουφιχτά, τριφτίδια (τα) = είδος παλιού μακαρονιού, στριμμένο ζυμάρι με το χέρι σε μικρά κομματάκια, φιδές χωριάτικος
στρουμπγιά (τα) = μεγάλες τυλιξές κλωστής
στρούσια (τα) = μαρτύρια, βάσανα, βασανιστήρια, ταλαιπωρίες, κακουχίες
στρουσουλούδικα (τα) = τουρσιά
στρουφίζω = στρίβω, στρέφω, στρίβω με τα δάχτυλα, στριφογυρίζω, στρίβω και αλλάζω τις ιδέες μου. Συνήθης φράση: Καί καθισμένος ο γέρο καπετάνιος στη καρέκλα, με το ‘να χέρι έπαιζε το κομπολόι, και με τ΄ άλλο εστρούφιζε τη μουστάκα ντου
στρουφιχτά, σκιουφιχτά (τα), στριψουλίδες (οι) = στριμμένο ζυμάρι, είδος παλιού μακαρονιού με αλεύρι, μακαρόνια εποχής
στρουφιχτά, στριφοχτά = μυώδη, σφιχτά
στροφίδι (το) = το στροφείο του μάγγανου (Ερωτόκριτος)
στρώνω το χτήμα = σαμαρώνω το τετράποδο
στσ ΄ορισμούς σας = σε ότι θέλετε, ότι επιθυμείτε
στση = στη
στσί = στίς
συβάζω-μαι = συμβιβάζω-μαι, πείθω-μαι, υποχωρώ, συμφωνώ
σύβγιες = όλες μαζί, απανωτές. Συνήθης φράση: Ηρθανέ μας εδά τελευταία σύβγες οι κατσιποδιές
σύγκαλα του (στα) = στα καλά του
συγκλίνω = συμφωνώ
συγκούδουνοι (οι) = όλοι μαζί
συγκούρμουλος-η-ο = σύσσωμος
σύγκρατος-η-ο = σύρριζος (Ερωτόκριτος)
σύγκρια (τα) = τα κρύα που αισθάνεται ο άρρωστος πριν από τον πυρετό
συγκώβω = ψαλιδίζω πάνω σε συγκεκριμένο σχέδιο , κόβω με το ψαλίδι ταιριάζω συρράπτω. Μτφ. κατεβάζω ιδέες, βγάζω απ ΄το μυαλό μου, συρράπτω δάφορα βγαλμένα απο το μυαλό μου. Συνήθεις φράσεις: Να πάρεις αύριο το ύφασμα και να το πάς τση μοδόστρας να το συγκόψει. Ή: Κατέχει αυτηνής το γλωσσαράκι τση και συγκόβγει ένα κάρο ψευθιές
συγλέτο (το) = κασελάκι, το κουρούπι
σύγλυνα (τα) = χοιρινό κρέας διατηρημένο στο λίπος του
συγχαλασμός (ο) = κατρακύλισμα βράχων και εκ τούτου κρότος
συγχαλούν = κατρακυλούν βράχοι με φοβερό θόρυβο. Συνήθης φράση η παλιά παροιμία: Ευχή γονέου ‘γόραζε, και στα βουνά περπάθιε, και τα βουνά να συγχαλούν, εσύ να μη φοβάσαι
συγχαρίκια (τα) = τα συγχαρητήρια
συζευτής (ο) = συνέταιρος στο ζευγάρι, ο έχων βάλει το ένα ζώο από τα δυο για ζευγάρωμα στο χωράφι
συζέω, συζεύγω = βάζω το ένα ζώο εγώ και το άλλο ο άλλος και οργώνουμε
σύθρηνος (ο) = θρήνος πολλών, η ομαδική φασαρία. Συνήθης φράση: Εντακάρανε και τζιτζιρίζανε ούλοι οι τζιτζίκοι πάνω στα δεντρά και βγάνανε σύθρηνο
συλλοή (η) = σκέψη
συμισακό (το) = συναιτερικό, η εκμετάλευση με κάποιον κατα το ήμισυ.
συμισάτορας (ο) = ο ένας συναίτερος εκ των δύο
συμπαίνω = συνδαυλίζω, εξάπτω τη φωτιά, κινώ λίγο τα ξύλα να μην αδρανούν να μπει οξυγόνο να ξεκεντίσουν,
συνoραντρόινο (το) = το νιόπαντρο ζευγάρι
σύνoρο (το) = επίκαιρο, φρέσκο
συνoροπαντρεμένος (ο) = ο νεόνυμφος
συναλίκι (το) = συναναστροφή, συνδιαλλαγή, δοσοληψία
συνάνταρο (το) = το βάρος με το απόβαρο μαζί
συναπάντημα (κακό) = κακό συναπάντημα είναι η τυχαία συνάντηση με κάποιον στο δρόμο η αλλού, που αυτό πιθανόν θα έχει συνέπεια να συμβούν διάφορα δεινά. Συνήθης φράση: Μα ήτανε ανάγκη να τον ε δώ στο στο δρόμο? και μετά περίμενα κα κερδίσω και στο λαχείο?. (Η εντύπωση αυτή ανοίκει στις προλήψεις ή δεισιδαιμονίες, μπορεί όμως και να ειπωθεί ειρωνικά, οχι λόγω δεισιδαιμονίας, αλλά επειδή αυτός που συνάντησε απλά μπορεί να του είπε ή να του έκανε κάτι που του χάλασε τη διάθεση ή τον έβλαψε )
συναπατήματα, συναπαντήματα (τα) = η καλοπροαίρετη συνάθροιση συγγενών και φίλων για συχωρεμό του νεκρου αφότου έχει περάσει ο πρώτος χρόνος και μετά οποιαδήποτε άλλη χρονιά. Η συγκέντρωση συγγενών και φίλων για το σχετικό μνημόσυνο του νεκρού στην εκκλησία μετά παρέλευση ετών την ημερομηνία θανάτου, και η συνάθροισή τους μετα για φαγοπότι. (Είναι μιά ευκαιρία να ξανασμίξουν οι συγγενείς και οι φίλοι και να τα πούνε, αλλά συγχρόνως και μια ιδιαίτερη τιμή στο νεκρό)
συναποβγάνω = συνοδεύω μέχρι την έξοδο, ξεπροβοδίζω, κατευοδώνω
συναφορμάς = εξ αιτίας. Συνήθης φράση: Συναφορμάς αυτηνού έφαγα και εγώ ξύλο
συνεικάζω = βγάνω το συμπέρασμα, συνυπολογίζω, υποθέτω, εικάζω, θεωρώ οτι κάποιος μοιάζει με κάποιον γνωστό μου
συνεπαίρνω = υποδέχομαι
συνεπαρσά (η), ψίκι(το) = η συνοδεία γάμου ή γιορτής, γλέντι στους δρόμους. Συνήθης φράση: Ε πού να έρχομαι για δουλειά εδά, εμείς επαέ έχουμε συνεπαρσές
συνερία (η) = σπείρα. Συνήθης φράση: Ούλα να τα περμένεις απο μια τέθεια κακή συνερία απου ‘μπλεξες
συνηφέρνω-μαι = συνέρχομαι, συνεφέρω κάποιον, ξαναβρίσκω τα λογικά μου
σύννομος (ο) = συνονόματος
συνορίζομαι, συνερίζομαι = συναγωνίζομαι, φιλονικώ με κάποιον είτε με καλή είτε με κακή πρόθεσην, διαφωνώ με κάποιον με έντονο τρόπο. Συνήθεις φράσεις: Τα κοπέλια συνορίζονται ποιό θα φτάξει πρώτο στο σπίτι. Ή: Μη του συνερίζεσαι του αλλουνού γιατι αυτός είναι μεγαλύτερος και θα τσι φάς στο τέλος.
συνορισό (το) = η ευγενής άμιλλα, ανταγωνισμός. Συνήθης φράση: Επέσανε τα κοπέλια στο συνορισό πχιό θα πρωτογεμώσει το ντενεκάκι του ελιές
σύντεκνος (μυρωδικός) (ο) = ένας και μοναδικός ανάδοχος του παιδιού που λειτουργεί σαν δεύτερος πατέρας
σύντεκνος, σάντολος, σάντουλος(ο) = κουμπάρος της βάφτισης, ανάδοχος γονέας του παιδιού, εκείνος που βαφτίζει παιδί
συντήρω ή συντηρώ = κοιτάζω, παρατηρώ με προσοχή, βλέπω, παρακολουθώ (Ερωτόκριτος)
σύντινού μας, σέντινού μας = απ το νού μας, ότι θέλουμε εμείς (ελεύθερη μετάφραση)
συντρέμω, συνδρέμω, συντράμω, συνδράμω = βοηθώ κάποιον ( αρχ. συν + δράμω= τρέχω μαζί με κάποιον)
συντύχω, συντυχαίνω = τυχαίνω μαζί, συναντιέμαι με κάποιον
σύρε ξέσυρε = σιγά σιγά, όπως το πάς, παρ ‘ολα αυτά. Συνήθης φράση: Σύρε ξέσυρε αυτή κατάφερε και καλοπαντρεύτηκε στο τέλος
σύρμα (το) = συρτάρι. Συνήθης φράση: Άνοιξε το σύρμα και εκειά είναι ένα ψαλιδάκι και φέρε μού ‘το
συρμαγιά, σερμαγιά (η) = αρχικό κεφάλαιο, κεφάλαιο επιχείρισης ( Τουρκ. sermaye)
συρρίγωνε = διαπερνούσε . Συνήθης φράση: Επήγα μια βόλτα στο βουνό μα με συρρίγωνε το κρύο
συρτά (τα) = τα χρειαζούμενα
συρταριά = θηλιά
συρτικά (τα) = η αμοιβή κάποιου για τη διάθεση του επιβήτορα ζώου του
σύρω χέρι = απομακρύνομαι
συστένω, καταστένω = διευθετώ, ταχτοποιώ (Ερωφύλλη)
σύψωμα = μεροκάματο συνυπολογημένο και το φαΐ σε χρήμα, το μεροκάματο που δέν έχει υποχρέωση να φέρει φαί το αφεντικό
σφαγάρι (το) = το ζώο που προορίζεται για σφαγή
σφαγή (η) = πόνος. Συνήθης φράση : Απο ντα ψες γρικώ μια σφαγή στο στομάχι μου αθό τη δεξά μου μπάντα
σφαίνω, σφαίλνω = σφάλλω, αστοχώ (Ερωφύλλη)
σφάκα (η) = η πικροδάφνη, πολύ πικρό στη γεύση
σφακελιά, σφακελέ (η), σφάκελο, πουλίδι το), πούλος (ο) = μούτζα
σφακελώνω, πουλιάζω, πουλιδιάζω = μουτζώνω
σφακί, ψακί, πρικύ = πολύ πικρό
σφαλίζω, σφαλνώ = κλείνω, κλειδώνω ασφαλίζω, κλειδομανταλώνω
σφαλιχτάρι, σφαλιχτήρι, μπιτσακάκι, τσακί (το) μπιτσάκος (ο) = μικρό σουγιαδάκι, μικρό μαχαιράκι πού κλείνει
σφαλιχτός-η-ο = κλειστός
σφάμα (θέλει ) = θέλει σφάξιμο
σφεντιλιά, ασφεντιλιά (η) = το φυτό των αγρών σφόνδυλος
σφεντουρώ-ίζω ή σφουντουρίζω, απολυταρώ = πετάω κάτι, εκσφενδονίζω
σφίγγω = τρέχω
σφουγγάτο (το) = ομελέτα
σφουγγίζω, σπουγγίζω = σκουπίζω με πανί, καθαρίζω
σω, σούμαι = σείο-μαι, σείομαι, κουνιέμαι, κουνάω τα κλαδιά δένδρου
σώγαμπρος (ο) = ο γαμπρός που μένει στο σπίτι του πεθερού του, εκείνος που μένει στο χωριό της γυναίκας του
σωθικά (μου) = τα μέσα μου
σωμάρι (το) = σαμάρι
σωργιά (η) = σωρός. Συνήθης φράση: Ηπεσε ο γέρος απ’ τη καρέκλα και γίνηκε μιά σωργιά κοκκάλες
σωροβολιάζω = κάνω ένα σωρό,τα βάζω όλα σε ένα σωρό, στοιβιάζω
σώχορο (το) = το περιβόλι, ο κήπος του σπιτιού