Φ
φαλάγγι (το), λόγγος, λαγγός (ο) = φαράγγι
φαλάγγι επήρα = κυνήγησα. Συνήθης φράση: Επήρα τονε φαλάγγι, και τον ε ζύγωνα μέχρι τη παπούρα = τον κυνήγησα μέχρι τον λόφο
φαλαγγώνω = απομακρύνομαι και χάνομαι στον λόγγο (φαράγγι), απομακρύνομαι και χάνομαι από τα μάτια
φάλι (το) = ομφαλός
φαμέγιος (ο), φαμεγιούρι (το) = δούλος, υπηρέτης στη δούλεψη κάποιου
φαμπρικάρης, αλετρουβάρης (ο) = ο εργάτης της φάμπρικας, (του παλιού ελαιοτριβείου)
φανειά (η) = εμφάνιση, το πρόσωπο. Συνήθης φράση: Άμα σε πιάσω στα χέργια μου, η φανειά σου δέ θα βρεθεί
φανέρι, φενέρι (το) = φανάρι
φανίσιμος -η -ο = εμφανίσιμος
φαντά (τα) = υφαντά
φανταξά (τα) = φαντάσματα
φανταρό (το) = φάντασμα
φαντάσει = έχει φαντάσματα
φαρδαλός (ο) = πολύχρωμος
φάρδος (ο) = σακί
φαρμακολιάκονο = ο πολύ κακός άνθρωπος, ο γεμάτος μίσος και κακία
φαρφουρί, φορφουρί (το) = το φλιτζάνι
φασίδι (το) = φαντό
φασκιά (η) = μια φαρδιά πάνινη λουρίδα που τύλιγαν (εσφαλμένα) παλιά τα βρέφη, για να είναι ίσια η μέση τους
φαφουλιά (η) = μικρή ποσότητα όσο μια φούχτα, μικρό ματσάκι
φάωσα, φάουσα, φαγίδαινα (η) = καρκινοειδής έλκος. Συνήθης φράση – βρισιά: Ε που να σού ρθει φάωσα
φέγγος (το) = λάμψη
φέγγω = βλέπω, φωτίζω. Συνήθης φράση: Δέ φέγγω γιατί είναι πίσσα σκοτίδι (δεν βλέπω)
φελιτσάδι (το) = μικρό χαλάκι που έβαζαν τα μικρά παιδιά να κάθονται
φελώ = ωφελώ, προκόβω, αξίζω. Συνήθης φράση – παροιμία: Απου φελά παντού φελα = αυτός που είναι χρήσιμος σε ένα πράγμα, παντού είναι χρήσιμος
φενερίζει = αρχίζει να ξημερώνει
φεσένιο (το), (τζάμ φεσένιο) = ύφασμα που σαν το φοράς και γυρίζεις αλλάζει χρώμα
φέτσα (η) = τα αποξηραμένα κατακάθια από κάποιο υγρό
φευγαρά, φευγαριά (η) = εκείνη που έφυγε, εκείνη που το ‘σκασε
φθιαρμίζομαι, φτιαρμίζομαι = φταρνίζομαι
φιλεύγομαι = κάνω φιλία, έγινα φίλος. Συνήθης φράση: Είδες; Ντελόγως εφιλευτήκανε ο γιός σου με το δικό μου
φιλεύγω = φιλοδωρώ, κερνώ, τρατάρω. Συνήθης φράση: Έλα στο σπίτι να σε φιλέψωμε
φιλιά (η) = φιλία. Συνήθης φράση: Γιά μνιά φιλιά στέκει η κοινωνία
φίλια, μπόλια (τα) = μοσχεύματα ή μάτια, κατά τον εμβολιασμό δένδρων
φίλιαση (η) = κλείδωση, άρθρωση, ραγισμάδα, ραγάδα. Συνήθης φράση: Επιάστηκε ο ώμος μου και με πονεί στη φίλιαση
φιλιότσος -α -άκι = βαφτισιμιός
φιντάνι (το) = βλαστάρι
φίσκα, τίγκα = γεμάτο μέχρι πάνω
φιστάνι (το) = φουστάνι
φιτιλιές, φτιλιές (οι) = λόγια, ραδιουργίες. Συνήθης φράση: Παράτα τονε μήν του βάζεις φιτιλιές
φκαρώνω, φουκαρώνω = βάζω το μαχαίρι στο φουκάρι, Βάζω στο θηκάρι το μαχαίρι, φοράω παπούτσι ή ρούχο
φκεραίνω = αδειάζω. Συνήθης φράση: Φκέραισέ τα ετά όπου βρεις
φλασκί, φλασκάκι (το), φλάσκα (η) = ξύλινο παγούρι ή μεταλλικό, ξύλινο, ή τσούκινο, ή μεταλλικό παγούρι κυρίως για νερό ή κρασί. Συνήθης φράση: Άμα έχει η φλάσκα πίνω, άν δεν έχει την αφήνω
φλασκώνω, φλασκουρώνω = πέφτω κάτω και σκάω σαν φλασκί, πέφτω στο έδαφος. Συνήθης φράση: Εκειά που ήτρεχα ξέγνοιος ήπεσα και φλάσκωσα χάμε σά τη κολοκύθα
φλέγα (η) = η φλέβα του ανθρώπου, πηγή
φλέμονας (ο) = ο πνεύμονας, κυρίως από ζώο σαν φαγητό. Συνήθης φράση: Μαζί με το συκώτι και τη καρδιά, τηγάνισε και το φλέμονα
φλεμονόκακο (το) = αρρώστια στον πνεύμονα. Συνήθης φράση – κατάρα: Ε που να σε πιάσει φλεμονόκακο
φλετζακούδια, φλετζακίδια (τα) = μικρές σκίζες, πελεκούδια. Συνήθης φράση: Τσι χοντρές σκίζες απου ήκοψα με το τσεκούρι, βάλε τσι στο μπαλκόνι από κάτω, τα μικρά φλετζακούδια, πέτατα στη φωθιά
φλισκούνι (το) = βότανο με πολλές θεραπευτικές ιδιότητες, άγριος δυόσμος, άγρια μέντα, Τη συναντάμε κυρίως σε ποτάμια ή λιμνώδη μέρη με νερό
φλόμος (ο), φλομάκι (το) = δηλητηριώδες φυτό του αγρού. Συνήθης φράση που αφορά τα κουνέλια: Οι ξυνίδες τα φουσκιούνε, τα ογρά χόρτα τα τσιλιούνε, τα φλομάκια τα ψοφούνε
φόγκρα (η) = η κακιά, άγρια, ύπουλη και επικίνδυνη γυναίκα. Συνήθης φράση: Η πεθερά ντου είναι φόγκρα, σκέτη λιόχεντρα
φοράδες (οι) = πέραν από τα ζώα φοράδες, οι κοκκινίλες στου μηρούς, όταν βρεθούν κοντά στη φωτιά στο τζάκι στη σόμπα κλπ . Συνήθης φράση: Μη πολυσημώνεις στη παρασθιά γιατί θα γεμόσουνε οι μεροί σου φοράδες
φορδακός, αφορδακός (ο) = βάτραχος
φορούμαι, αφορούμα = θεωρώ. Συνήθης φράση: Αφορούμε εγώ ποιος μπορεί να με σούρεψε
φόρτωμα (το) = το σχοινί του σαμαριού που έδεναν τα φορτία
φορφωτήρα, χαχαλόβεργα, διχαλόβεργα (η) = μια μακριά ξύλινη ράβδος με διχάλα περί το 1.5 μέτρο, σκοπό είχε να υποβαστάζει στο φόρτωμα, επίσης χρησιμοποιείται σαν μπαστούνι, άλλα και για ξυλοδαρμό. Συνήθης φράση: Να πιάσω θέλω μια φορφωτήρα και δέ θα σάς αφήσω ένα κόκκαλο γερό
φουκάρι (το) = θηκάρι
φούντα (η) = όλο το πράσινο φύλλωμα των δένδρων
φουνταλλάσω = βάνω τα καλά μου ρούχα
φουντάνα, λαβουρδάνα (η) = μεγάλη φωτιά
φουντερά (τα) = κλαριά με πλούσιο φύλλωμα, αλλά και κλαριά με φύλλωμα ξηρά για προσάναμμα
φουντούλης (ο) = λουσάτος, καλoντυμένος, ντυμένος με μοντέρνα και ακριβά ρούχα
φουρεύω, φουρεύγω = αγριεύω, βιάζομαι
φούρια (η) = στο αποκορύφωμα της δουλειάς
φουριαρές = άγριες
φούρκα (η) = θυμός
φούρκα μπένα = πολύ εξαγριωμένος
φουρκισμένος -η -ο = θυμωμένος, νευριασμένος, οξύθυμος
φουρούσι, λεφούσι (το) = σμήνος, ντουμάνι καπνός ή σκόνη
φούσκα (η) = μπαλόνι, η ουροδόχος κύστη
φουσκί (το) = το τούρλωμα των οπισθίων (στήνω φουσκί = σκύβω πολύ και προεξέχουν τα οπίσθιά μου)
φουσσάτο (το) = στρατός
φούτερος (ο) = διάβολος
φούχτα (η) = χούφτα
φραμένος -η -ο = παχύς, καλοταϊσμένος. Συνήθης φράση: Εμα είδες η γουρούνα μας είναι φραμένη απ τα ξίγκια, θα βγάλει μπόλικη γλίνα
φρασκί, βρασκί (το) = πήλινο δοχείο με το σχήμα μικρού πιθαριού
φραχτάκια (τα) = τα γουρουνάκια
φρίσα (η) = ρέγγα
φρουκούμαι, αφρουκούμαι = αφουγκράζομαι, ακούω προσεκτικά, υπολογίζω, πείθομαι, δίνω σημασία, προσέχω αυτά που ακούω. Συνήθης φράση: Είδες εδά ήντα παθαίνεις άμα δέ μου φρουκάσε;
φρύγανα, φρύσαλα (τα) = τα ξερά χόρτα, λεπτά σκουπιδάκια
φρύγιο, φρύο (το) = το γνωστό λάχανο για σαλάτα και ντολμάδες
φρύσαλο, φρύγανο (το) = λεπτό σκουπίδι, φρύγανο αποξηραμένο που παρασύρεται από τον άνεμο, σκουπιδάκι του ματιού
φτάζυμο (το) = τρόπος ζυμώματος του ψωμιού που παίρνει εφτά ζυμώσεις, Αντί μαγιά χρησιμοποιούνται κοπανισμένα ρεβίθια (κουνενός), παραδοσιακό κρητικό ψωμί
φτάζω = φτάνω
φταρμίζω = ματιάζω
φταρμός (ο) = μάτιασμα
φτενός -η -ο = λεπτός, μικρού πάχους
φτίονε, πόκιονέ, φτόνε φτού (το) = εκείνο, αυτό (ξεχνάγανε το όνομα του οι γεροντότεροι)
φτώ = φτύνω
φυρομυαλιώ = αποχαζεύω, ξεχνώ λόγω ηλικίας, γίνομαι στενόμυαλος, αποβλακώνομαι
φυρώ, φυράσσω, ποφυρώ, ποφυράσω = συρρικνώνομαι, μαζεύομαι, λιγιαίνω
φυσάτο (το) = θράσος, αναίδεια. Συνήθης φράση: Ιδέ ενα φυσάτο απού χει εκεινέ η κοπελιά, σα δε ντρέπεται
φύτρα (η) = η γενιά, η καταγωγή
φχιαγκωμένος -η -ο = δυσκοίλιος
φχιαγώνω = γίνομαι δυσκοίλιος. Συνήθης φράση: Μη τρως πολύ χαρουπόμελο γιατί θα φχιαγκώσεις (δεν θα μπορείς να ενεργηθείς)
φχιάνω = πήζω το γάλα
φχιού = σχετλιαστικό επιφώνημα, περιπαιχτική φράση, πείραγμα, ακουμπάει κάποιος το δάχτυλό του στη μύτη του άλλου και του λέει ”φχιού σου”
φωλεύγω = κάνω τη φωλιά μου
ΠΗΓΗ : http://cretanlexiko.gr/